Όλα αυτά έφτασαν ως εμάς από λογοτεχνικές αναφορές μεταγενέστερων
συγγραφέων. Η παλαιότερη καταγραμμένη εκδοχή του μύθου προέρχεται από το
δέκατο τέταρτο αιώνα και επιβεβαιώνει όχι τόσο την πρακτική εφαρμογή της
μαγείας στην προ- χριστιανική Σκανδιναβία, όσο την ανάμνηση αυτής της μαγείας
σε μια εποχή όπου μπορούσε να προκαλέσει μια μεικτή αντίδραση, κάτι ανάμεσα
στον τρόμο και τη διασκέδαση. Όμως, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η ιστορία
αγγίζει τη καρδιά του προβλήματος γύρω από τη χριστιανική μαγεία της Βόρειας
Ευρώπης. Οι περισσότερες πληροφορίες μας προέρχονται από την περίοδο μετά την
προσχώρηση στο χριστιανισμό και οι πιο λεπτομερείς πηγές μας είναι τα
μυθιστορήματα εκείνα που μιλούν για την πρακτική εφαρμογή της μαγείας στην
καθημερινή ζωή μέσα από αλλόκοτα και φανταστικά περιστατικά. Ξέρουμε, γενικά,
πως η μαγεία στην Ευρώπη του ώριμου Μεσαίωνα αντιπροσώπευε ένα μείγμα από
ποικίλες επιρροές, από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και από την πρώιμη
γερμανική και κελτική κουλτούρα. Οι πληροφορίες μας, όμως, για την τελευταία
βασίζονται κυρίως σε μεταγενέστερο υλικό, μάλλον ακατάλληλο για την εξαγωγή
συμπερασμάτων.
Οι νεοφερμένες φυλές που τώρα κυριαρχούσαν στη Δυτική και
Κεντρική Ευρώπη προσχώρησαν τελικά στο χριστιανισμό, αφ' ενός με την αφομοίωση
της χριστιανικής κουλτούρας — που ήταν ήδη
παρούσα κατά την τελευταία περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας — και αφ' ετέρου μέσω των προσπαθειών των ξένων ιεραποστόλων.
Η διαδικασία αυτή διήρκεσε αρκετές γενιές, από τον πέμπτο ως τον δέκατο
περίπου αιώνα. Πολύ περιληπτικά, το χρονικό του προσηλυτισμού έχει ως εξής: οι
Γαλάτες και οι Αγγλοσάξονες της Αγγλίας ασπάστηκαν το χριστιανισμό κατά τον
έκτο και τον έβδομο αιώνα (σ' αυτό συνέβαλαν και ιεραπόστολοι από την
Ιρλανδία, η οποία είχε εκχριστιανιστεί λίγο νωρίτερα). Τον έβδομο και όγδοο
αιώνα, ιεραπόστολοι μοναχοί από τις βρετανικές νήσους δίδαξαν το Ευαγγέλιο στις
γερμανικές φυλές στην Ευρώπη. Οι τελευταίοι που προσχώρησαν στη νεο-
σχηματισμένη ευρωπαϊκή χριστιανοσύνη ήταν οι Σλάβοι της Ανατολικής Ευρώπης και
οι Σκανδιναβοί του Βορρά, οι οποίοι ακολούθησαν το νέο κυρίαρχο πολιτιστικό
ρεύμα γύρω στο δέκατο αιώνα.
Όλες αυτές οι χρονολογίες, όμως, δεν είναι ακριβείς. Συνήθως
οι χρονικογράφοι αναφέρουν το έτος της βάπτισης του μονάρχη σαν την επίσημη
χρονολογία για την προσχώρηση ενός βασιλείου στο χριστιανισμό. Αν ερευνήσουμε
καλύτερα, θα διαπιστώσουμε πως σχεδόν σ' όλες τις περιπτώσεις υπήρχαν ήδη κάποιοι
χριστιανοί σ' αυτά τα βασίλεια, λόγου χάρη βασίλισσες που κατάγονταν από
χριστιανικές χώρες μαζί με τον κλήρο που τις συνόδευε, ή έμποροι από το
εξωτερικό. Άλλωστε, αν ένας βασιλιάς βαφτιζόταν, δεν ακολουθούσε αμέσως όλη η
χώρα το παράδειγμά του. Η ουσιαστική προσχώρηση μιας περιοχής στο χριστιανισμό
απαιτούσε συνήθως αρκετές γενιές. Ωστόσο, αν και ο προσηλυτισμός ενός μονάρχη
δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο βήμα προς τον εκχριστιανισμό,
αποτελούσε, παρ' όλα αυτά, μια σημαντική κίνηση που εξασφάλιζε την κυριαρχία
των χριστιανικών θεσμών. Μόλις βαπτιζόταν ένας βασιλιάς, ένα δίκτυο από
μοναστήρια, επισκοπές και εκκλησίες έπαιρνε τη θέση των παγανιστικών ναών και
τους ιερείς τους αντικαθιστούσε ο χριστιανικός κλήρος. Εφόσον διαλύονταν οι
παραδοσιακές δομές, οι άνθρωποι στρέφονταν, όπως ήταν φυσικό, στο χριστιανισμό
για να ικανοποιήσουν τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Όμως, η μετάβαση δεν έγινε
απ' τη μια μέρα στην άλλη — ακόμα κι όταν
είχε πια ολοκληρωθεί, κάποια στοιχεία από τις παλαιές παραδόσεις επιβίωσαν
αναπόφευκτα μέσα στη νέα θρησκεία.
Η προσαρμογή ορισμένων παγανιστικών παραδόσεων στη χριστιανική
λατρεία ήταν μια πλατιά διαδεδομένη (αν και όχι γενικευμένη) ιεραποστολική
πρακτική στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590-604)
έδωσε εντολή στους ιεραπόστολους που έστειλε
στην Αγγλία να μην γκρεμίσουν τους παγανιστικούς ναούς, αλλά να τιμήσουν την
ιερότητά τους και να τους χρησιμοποιήσουν σαν χριστιανικές εκκλησίες. Σύμφωνα
με την ίδια πολιτική, ήταν προτιμότερο να δώσουν χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο
στις παγανιστικές γιορτές, παρά να απαγορεύσουν τη διοργάνωση και τη συμμετοχή
σ' αυτές. Έτσι, οι ιεραπόστολοι ενσωμάτωσαν μαγικά στοιχεία στη νέα
πολιτιστική τους σύνθεση. Οι μοναχοί που περιπλανιόνταν στην Ευρώπη σαν
ιεραπόστολοι, συχνά συναντούσαν μαγικά ξόρκια, που περιείχαν ίσως ονόματα
γερμανικών θεών, τα οποία και κατέγραφαν, έτσι ώστε οι επόμενοι μοναχοί που θα
ταξίδευαν στους ίδιους τόπους να γνωρίζουν τι θα συναντήσουν. Μάλιστα,
ορισμένες φορές παράλλαζαν τις ιστορίες δίνοντάς τους χριστιανικό περιεχόμενο.
Έτσι, ένα γνωστό παλιό γερμανικό ξόρκι μιλά για μια θεότητα, τον Woden, ο οποίος
καλπάζοντας με το άλογό του στραμπούλιξε το πόδι του και έπρεπε στη συνέχεια
να το γιατρέψει μόνος του. Σε μεταγενέστερες εκδοχές της ίδιας ιστορίας στη
θέση του Woden εμφανίζεται ο Χριστός (ο οποίος παρουσιάζεται
να ιππεύει το άλογό του στην Ιερουσαλήμ), ή άλλες μορφές του χριστιανισμού. Αν
και ο νόμος απαγόρευε πλέον στους παγανιστές ιερείς να διοργανώνουν τελετές,
δεν μπορούσε το ίδιο εύκολα να εξαλείψει τις παγανιστικές προλήψεις των
βασιλέων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να θεωρούνται απόγονοι των θεών και πηγές
μαγικής δύναμη και προστασίας για τα βασίλειά τους. Σ' αυτή την περίπτωση ένας
χριστιανός ιερέας ελάχιστα μπορούσε να επέμβει για να αντιμετωπίσει το
παρελθόν.
Παρ' όλα αυτά, η ανοχή είχε τα όριά της. Οι μοναχοί και ο
υπόλοιπος κλήρος συχνά καταδίκαζαν την απροκάλυπτη λατρεία των παλαιών θεών
και απαγόρευαν τα έθιμα που θεωρούσαν ότι είχαν σχέση με αυτή τη λατρεία. Όπως
παρατηρεί κι ένας ανώνυμος ιεροκήρυκας στην αρχή του Μεσαίωνα, "Όλοι
αυτοί που πιστεύουν πως μπορούν να εμποδίσουν μια θεομηνία από χαλάζι χρησιμοποιώντας
μαγικά κέρατα ή πλάκες από μολύβι με χαραγμένες πάνω τους κάποιες μυστικές
λέξεις δεν είναι χριστιανοί, αλλά παγανιστές". Πιστοί στους πρώτους
χριστιανούς συγγραφείς, σι κληρικοί ταύτιζαν τις παραδοσιακές θεότητες με τους
δαίμονες, και κατά συνέπεια κάθε μορφή μαγείας που επικαλούνταν άμεσα ή έμμεσα
αυτούς τους θεούς ήταν δαιμονική.
Στις παραδοσιακές κουλτούρες της Βόρειας Ευρώπης, όπως και
σ' αυτή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δε γίνεται διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και
τη θρησκεία. Στη γερμανική μυθολογία, για παράδειγμα, ο θεός Woden (ή Οντίν), που ήταν κάτοχος της μαγικής τέχνης, είχε
αποκαλύψει τα μυστικά του μαγικού ρουνικού αλφαβήτου και μπορούσε να
χρησιμοποιήσει τους χαρακτήρες του για να κάνει θαυμαστές πράξεις. Την ίδια
θεότητα επικαλείται κι ένα αγγλοσαξονικό θεραπευτικό ξόρκι: σ' ένα αγγλικό
βιβλίο με μάγια, γραμμένο πολύ μετά τον εκχριστιανισμό της χώρας, συναντούμε
ένα ξόρκι που αναφέρεται στο Woden, Έτσι, στις αρχές του Μεσαίωνα, ο κλήρος έπρεπε να συνεχίσει
τη μάχη που ξεκίνησε η Εκκλησία στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η
λογική της αντιπαράθεσής του παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια. Τότε, όπως και τώρα,
η ορθόδοξη άποψη υποστήριζε ότι η παγανιστική θρησκεία δεν ήταν τίποτα παραπάνω
από απλή δαιμονολατρία, και ότι η μαγεία είχε αδιάρρηκτη σχέση με τη λατρεία
των δαιμόνων.
Αν κάποιος οπαδός της μαγείας μετανοούσε για τις κακές του
πράξεις, μπορούσε πάντοτε να καταφύγει σ' έναν παπά για να εξομολογηθεί. Σ'
αυτή την περίπτωση, ο παπάς συμβουλευόταν ένα "εξομολογητάριο" — ένα εγχειρίδιο για τις ποινές που έπρεπε να επιβάλει για
κάθε αμάρτημα. Τα εξομολογητάρια των πρώτων μεσαιωνικών χρόνων μας δίνουν
πολλές πληροφορίες για τα είδη της μαγείας που οι κληρικοί περίμεναν να
ακούσουν από το νέο ποίμνιό τους. Σ' ένα τέτοιο βιβλίο υπάρχει κάποιο κεφάλαιο
σχετικό με τη λατρεία των παγανιστικών ειδώλων και εκεί ορίζονται διάφορες
ποινές για όσους επιδίδονταν σε "διαβολικές επικλήσεις ή μαντικές
τελετές. Ο συγγραφέας παραθέτει, επίσης, ένα απόσπασμα από έναν κανόνα της
Συνόδου της Άγκυρας:
Όσοι ασχολούνται με την προφητεία, τους οιωνούς των πτηνών ή τα όνειρα η
οποιαδήποτε άλλη μορφή μαντικής σύμφωνα με τα έθιμα των εθνικών ή βάζουν στο
σπίτι τους τέτοιους ανθρώπους γυρεύοντας να μάθουν όλα τα τεχνάσματα των
μάγων, όταν αυτοί μετανοήσουν για τις πράξεις τους, αν ανήκουν στον κλήρο, θα
πρέπει να καθαιρεθούν. Αν, όμως, είναι λαϊκοί θα πρέπει να τηρήσουν την ποινή
της μετάνοιας για πέντε χρόνια.
Τα εξομολογητάρια δεν περιορίζονταν σε γενικές αναφορές στη
μαγεία: καταδίκαζαν τη χρήση των μαγικών δηλητηρίων που προκαλούσαν στειρότητα,
εκτρώσεις, θάνατο ή έρωτα. Επαιρναν στα σοβαρά τη δοξασία πως μπορεί κανείς
χρησιμοποιώντας τη μαγεία να κλέψει γάλα, μέλι, και άλλες ουσίες ή να σκοτώσει
ζώα μόνο με ένα βλέμμα ή προφέροντας κάποιες λέξεις. Σύμφωνα με αυτές τις
πηγές, οι γυναίκες που παινεύονταν ότι μπορούσαν να ξεσηκώσουν το πάθος ή το
μίσος κάποιου ή πώς μπορούσαν να κλέψουν τα υπάρχοντα των ανθρώπων με μαγικό
τρόπο, έπρεπε να εκδιωχθούν από τις ενορίες τους. Ένα εξομολογητάριο αναφέρει ότι όποιος "παλουκώνει"
το ομοίωμα του εχθρού του, θα πρέπει να νηστέψει για τρία χρόνια.
Η Εκκλησία δεν καταδίκαζε μόνο τις παγανιστικές πρακτικές,
αλλά και τις παγανιστικές αντιλήψεις. Γύρω στα 820 μ.Χ., ο Επίσκοπος της Λυών, Αγκοβάρδος, επιτέθηκε με ένα
κείμενό του ενάντια στη δεισιδαιμονική πίστη ότι οι μάγοι μπορούν να
προκαλέσουν χαλάζι και καταιγίδες με κεραυνούς. Μόνο ο Θεός, τόνισε, μπορεί να
ρυθμίζει τα καιρικά φαινόμενα. Κάποτε, οι κάτοικοι της περιοχής του κατηγόρησαν
τέσσερις άτυχους συντοπίτες τους ότι σάλπαραν στον αέρα με μαγικά πλοία και από
κει, αεροβατώντας, έκλεβαν καρπούς από τα περιβόλια. Ο Αγκοβάρδος σχολιάζει
απογοητευμένος πως η μωρία βασίλευε στις μέρες του και πως οι χριστιανοί
πίστευαν πράγματα που σε καλύτερες μέρες θα τα απέρριπταν ακόμα και οι
παγανιστές. Ένα ανώνυμο εξομολογητάριο, που γύρω στα 1020 μ.Χ. περιλήφθηκε στη συλλογή κανόνων δικαίου Burchard of Worms, κι έγινε έτσι
ευρύτερα γνωστό, αντέκρουε τη δοξασία ότι η μαγεία μπορεί ν' αλλάξει τον καιρό,
να επηρεάσει τη σκέψη των ανθρώπων ή να γεννήσει την αγάπη ή το μίσος στην
καρδιά κάποιου. Η ίδια πηγή απορρίπτει την πίστη ότι οι άνθρωποι μπορούν να
μεταμορφωθούν σε ζώα. Όλες αυτές οι αντιλήψεις παραβίαζαν το αποκλειστικό
προνόμιο του Θεού ως Δημιουργού. Ο κανόνας Επισκοπή, που πιθανότατα
ψηφίστηκε σε κάποια σύνοδο Φραγκισκανών τον ένατο αιώνα, καταδίκαζε τη δοξασία
σύμφωνα με την οποία υπάρχουν γυναίκες που καλπάζουν στο νυχτερινά ουρανό στην
πλάτη κάποιου ζώου, συνοδευόμενες από τη θεά Άρτε- μη. Γι' αυτούς τους
κληρικούς και μόνο η πίστη σ' αυτές τις δοξασίες, πέρα από οποιαδήποτε
συμμετοχή σ' αυτές, απαιτούσε τη μετάνοια και την επιβολή ανάλογης ποινής στον
εξομολογούμενο. Γενικά όμως, τα περισσότερα κείμενα του είδους ασχολούνταν κυρίως
με όσα έκαναν οι άνθρωποι και όχι με τι πίστευαν. Και οι επικρίσεις των
περισσότερων κληρικών δεν αφορούσαν τόσο την πίστη στη μαγεία, αλλά την ίδια
τη μαγεία σαν πράξη.
Στην προσπάθειά μας να αναλύσουμε πώς έβρισκαν εφαρμογή
αυτές οι μαγικές αντιλήψεις στην Βόρεια Ευρώπη, τα πράγματα δυσκολεύουν. Πέρα
από τις περιστασιακές αναφορές σε έθιμα παλαιότερων εποχών, τις οποίες
συναντούμε σε έργα Ρωμαίων ιστορικών (όπως ο Τάκιτος) και τους αφορισμούς των
μοναχών στις αρχές του Μεσαίωνα, υπάρχουν ελάχιστες άλλες γραπτές μαρτυρίες.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποκαλύπτουν συνήθως πολύ λίγα στοιχεία: αν μια
ανασκαφή φέρει στην επιφάνεια ένα δόντι αλόγου που είναι τρυπημένο, έτσι ώστε
να μπορεί να κρεμαστεί στο λαιμό ενός ατόμου, πρόκειται, άραγε, για ένδειξη ότι
αυτό το δόντι χρησίμευε κάποτε σαν μαγικό φυλαχτό; Αν ήταν έτσι, από τι
προφύλασσε; Και γιατί ήταν θαμμένο στον τάφο; Οι απαντήσεις σ' αυτές τις
ερωτήσεις είναι δυστυχώς απλές εικασίες.
Οι πηγές όπου μπορούμε να αναζητήσουμε κάποια στοιχεία για
το παρελθόν της μαγείας στη Βόρεια Ευρώπη ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Κατ'
αρχήν, αν και οι προχριστιανικοί πολιτισμοί αυτής της περιοχής στηρίζονταν
κυρίως στην προφορική παράδοση, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Οι κάτοικοι της
Βόρειας Ευρώπης στον πρώιμο Μεσαίωνα είχαν τις δικές τους μορφές γραφής, τις
οποίες συχνά χρησιμοποιούσαν σε μαγικές συνταγές ή και σε λογοτεχνικές
συνθέσεις. Πολύ σημαντικές σ' αυτόν το χώρο είναι οι ρουνικές επιγραφές
του πολιτισμού των Μορς που απλώνονταν σ' όλη τη Σκανδιναβία και την Ισλανδία,
είχαν ισχυρή πρόσβαση στην Αγγλία και επηρέασαν καθοριστικά πολλές περιοχές
της Ευρώπης μέσα από το εμπόριο και τις ληστρικές επιδρομές. Οι Νορς
αντιπροσωπεύουν ένα κομμάτι της γερμανικής παράδοσης και επειδή ακριβώς
προσχώρησαν στο χριστιανισμό πολύ αργότερα απ' ό,τι οι άλλες βόρειες φυλές,
άφησαν πίσω τους περισσότερα ίχνη των παγανιστικών τους παραδόσεων. Επίσης,
έχουμε τις αφηγηματικές πηγές που γράφτηκαν μετά τον εκχριστιανισμό, οι οποίες
αντανακλούν τα έθιμα και το πνεύμα της προχριστιανικής εποχής. Οι πιο σπουδαίες
πηγές, κι εδώ είναι αυτές των Νορς, βρίσκονται στα μεσαιωνικά ισλανδικά έπη.
Παρόμοια παγανιστικά μοτίβα συναντάμε και αλλού, ακόμα και σε κείμενα των Ιρλανδών, οι οποίοι είχαν ασπαστεί το
χριστιανισμό πολύ νωρίτερα. Μολονότι δεν είναι δυνατόν να ανασυνθέσουμε
ολόκληρο τον παγανιστικό πολιτισμό βασισμένοι σ' αυτά τα μνημεία, μπορούμε
ωστόσο να έχουμε κάποιες εικόνες του προχριστιανικού παρελθόντος της Βόρειας
Ευρώπης.