Το επίμαχο θέμα γύρω από τη φύση των πράξεων του Χριστού και των μαθητών του τίθεται με τους ίδιους όρους και στους μεταγενέστερους χριστιανούς! Ήταν πολύ εύκολο να κατηγορηθούν για μαγεία, γιατί απέδιδαν κύρος σε έναν άνθρωπο που είχε εκτελεστεί, το Χριστό, και στο σταυρό πάνω στον οποίο είχε θανατωθεί. Οι άνθρωποι κατά τη ρωμαϊκή εποχή απέδιδαν συχνά ξεχωριστές ικανότητες σε όσους είχαν χαθεί από βίαιο ή πρόωρο θάνατο. Τα πνεύματα αυτών των θυμάτων ήταν περιζήτητα στη νεκρομαντεία. Ο Απουλήιος αναφέρει τη δοξασία, πως τα δάχτυλα και οι μύτες όσων είχαν θανατωθεί με σταύρωση είχαν μεγάλη δύναμη και τόσο αυτός όσο και ο Λουκιανός αναφέρουν την αντίληψη πως τα καρφιά από ένα σταυρό έχουν μαγικές ιδιότητες. Τόσο οι πράξεις των χριστιανών όσο και τα χριστιανικά σύμβολα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσπιστία. Ο Τερτυλλιανός (περίπου 160 - 225 μ.Χ.) προειδοποιεί τις χριστιανές ότι, αν παντρευτούν κάποιο παγανιστή, πάνε γυρεύοντας για προβλήματα: "Πώς θα ξεφύγεις την προσοχή του συζύγου, όταν σταυροκοπιέσαι ή σταυρώνεις το κρεβάτι σου; Όταν διώχνεις κάποιον πειρασμό ή κάποια ανήθικη σκέψη; Όταν και τη νύχτα ακόμα σηκώνεσαι για να προσευχηθείς; Πώς να μην του κινήσεις μ' όλα αυτά τις υποψίες πως είσαι μπλεγμένη με κάποιο είδος μαγείας;" Οι χριστιανοί εξορκιστές μπορούσαν να επιβληθούν στους δαίμονες χρησιμοποιώντας πανίσχυρες και μυστικές λέξεις. Το όνομα του Χριστού, μάλιστα, είχε τόση ισχύ ενάντια στους δαίμονες, ώστε, σύμφωνα με κάποιο χριστιανό συγγραφέα, "υπήρξαν περιπτώσεις όπου έφερνε αποτελέσματα ακόμα κι αν προφερόταν από κακό άνθρωπο". Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας εκπλήσσει το ότι καταδικαστικές αποφάσεις ενάντια σε χριστιανούς στηρίζονταν μερικές φορές στην κατηγορία της μαγείας. Και όμως, οι χριστιανοί συνέχισαν να επιμένουν πως οι πραγματικοί μάγοι ήταν οι παγανιστές και όχι αυτοί.
Η διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς και τους παγανιστές
οφειλόταν, τελικά, στις διαφορετικές αντιλήψεις που είχαν για τη μαγεία και τη
θέση της στην κοινωνία. Για τους παγανιστές που ήταν αντίθετοι σ' αυτή, η
μαγεία ήταν κατακριτέα γιατί ήταν μυστική και αντικοινωνική. Επρόκειτο για μια
δύναμη που δρούσε ενάντια στην κοινωνία, μέσα από την ίδια την κοινωνία, και
γι' αυτό έπρεπε να εξαλειφθεί. Για τους παγανιστές δεν είχε σημασία ποιους
θεούς λατρεύει κανείς, αρκεί να το κάνει φανερά και να μην επικαλείται τη
βοήθειά τους για την εκτέλεση σκοτεινών και κακών πράξεων. Αν κάποιος ζητά τη
βοήθεια των θεών έχοντας στο νου του το κακό, αυτό είναι τόσο θρησκευτικό όσο
και μαγικό. Δεν υπάρχει σύνορο ανάμεσα στα δύο "βασίλεια", εφόσον η
μαγεία στηριζόταν στη βοήθεια και την καθοδήγηση των θεών. Για τους
χριστιανούς, απ' την άλλη μεριά, η μαγεία ήταν κατακριτέα γιατί ήταν έργο των
δαιμόνων. Αυτοί ήταν πνεύματα του κακού, υποτελείς του θεού, που παρίσταναν
όμως τους θεούς και απολάμβαναν το σεβασμό των ανθρώπων. Οι χριστιανοί δεν
μπορούσαν να κατηγορήσουν τη μαγεία για μυστικισμό αφού οι ίδιοι λειτουργούσαν
με ανάλογο τρόπο. Όμως η κρυφή ή η φανερή επίκληση ψεύτικων θεοτήτων ήταν
λάθος, όποιους κι αν εξυπηρετούσε, Η λατρεία αυτών των θεών ήταν αδιάρρηκτα δεμένη με τη μαγεία και
κατά συνέπεια δεν ήταν αυθεντική θρησκεία. Διαχωρίζοντας κατ' αυτόν τον απόλυτο
τρόπο το χριστιανισμό (που ήταν η μόνη αληθινή θρησκεία) από τον παγανισμό
(στη βάση του οποίου κρυβόταν η μαγική πίστη στους δαίμονες), οι πρώτοι
χριστιανοί συγγραφείς εισήγαγαν μια νέα διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και τη θρησκεία,
η οποία δεν ήταν κατανοητή παρά μόνο από μια χριστιανική προοπτική. Δεν υπήρχε
μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη θέση πως ο παγανισμός δεν ήταν αυθεντική θρησκεία
και στον ισχυρισμό πως δεν επρόκειτο καθόλου για θρησκεία, αλλά ήταν ξεκάθαρα
ειδωλολατρία και μαγεία. Αυτός ο νέος τρόπος διαχωρισμού της μαγείας από τη
θρησκεία παρέμεινε κομμάτι της χριστιανικής κληρονομιάς στους επόμενους αιώνες
και ξεπεράστηκε μόνο γύρω στο δέκατο τρίτο αιώνα από μια νέα έμφαση που δόθηκε
στη φυσική μαγεία, η οποία υπεισήλθε σαν τρίτος όρος σ' αυτή τη διάκριση.
Με
λίγα λόγια, θα λέγαμε πως ο παγανιστικός ορισμός της μαγείας είχε μια ηθική
και θεολογική διάσταση, αλλά βασιζόταν σε κοινωνικούς όρους, ενώ ο χριστιανικός
ορισμός είχε, επίσης, ηθική και κοινωνική διάσταση, αλλά βασιζόταν
αποκλειστικά σε μια θεολογική θεώρηση των πραγμάτων. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο
τρόπους σκέψης δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για συζήτηση. Οι δυο πλευρές
συμφωνούσαν ίσως στις ηθικές αρχές, αφού τόσο οι παγανιστές όσο και οι
χριστιανοί έβρισκαν τους κακούς σκοπούς της μαγείας αποκρουστικούς, αλλά καμιά
πλευρά δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την ηθικότητα και η προοπτική τους
βασιζόταν σε άλλες προτεραιότητες.
Οι
πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς θεωρούσαν ότι κάθε μορφή μαγείας, ακόμα και
φαινομενικά ακίνδυνα είδη της, είχε σχέση με τους δαίμονες. Κατά τον Τατιανό
(δεύτερος αιώνας) τα βότανα, τα φυλαχτά και τα άλλα εξαρτήματα της μαγείας δεν
έχουν καμία δύναμη καθαυτά. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύστημα
σημάτων που επινόησαν οι δαίμονες, έτσι ώστε οι άνθρωποι να επικοινωνούν και να
μεταδίδουν τις επιθυμίες τους. Διαβάζοντας αυτά τα σήματα, οι δαίμονες δρουν
ανάλογα. Η μαντική, επίσης, είναι δυνατή μόνο με τη βοήθεια των δαιμόνων.
Υποκρινόμενοι πως υπηρετούν τους ανθρώπους, οι δαίμονες, στην πραγματικότητα
τους παγιδεύουν κάνοντάς τους δούλους τους. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (15 - 215) κατηγόρησε τους παγανιστές ποιητές, γιατί με τα τραγούδια τους μαγεύουν τους ανθρώπους και τους κάνουν
υπηρέτες των δαιμόνων. Έτσι, όταν οι χριστιανοί προσηλύτιζαν κάποιον στη νέα
θρησκεία, θεωρούσαν αυτή τους την πράξη σαν νίκη ενάντια στις δυνάμεις της
κόλασης. Ο Άγιος Αντώνιος ο Αιγύπτιος (251-356), ένας δημοφιλής θρησκευτικός ηγέτης ενός πολύ μεγάλου
κέντρου της μαγείας, λέγεται πως δήλωσε: "Όταν κάνουμε το σημείο του
σταυρού, η μαγεία χάνει τη δύναμή της και τα μάγια αποτυχαίνουν". Και
συνεχίζει, σύμφωνα με το βιογράφο του, σαρκάζοντας τους παγανιστές:
"Πείτε μου, λοιπόν, τι
απέγιναν τώρα οι χρησμοί σας; Πού είναι τα ξόρκια των Αιγυπτίων; Πού οι
παραισθήσεις των μάγων; Πότε όλα αυτά έχασαν τη δύναμή τους και σταμάτησαν αν
όχι με τον ερχομό του σταυρού του Χριστού;"
Για να κατανοήσουμε τη διαφωνία
χριστιανών - παγανιστών πρέπει
να συνειδητοποιήσουμε πως η αντίληψη που είχαν για τους δαίμονες οι παγανιστές
ήταν διαφορετική από αυτή των χριστιανών. Για τους παγανιστές, οι δαίμονες
ήταν ουδέτερα πνεύματα που μεσολαβούσαν ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους
και μπορούσαν να υπηρετούν τόσο καλούς όσο και κακούς σκοπούς. Για τους
χριστιανούς, όπως και για τους περισσότερους Εβραίους, ήταν άγγελοι που είχαν
στραφεί ενάντια στο δημιουργό τους και είχαν γίνει εντελώς κακοί.
Οι παραλλαγές αυτού του θέματος,
που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στη μεσαιωνική κουλτούρα, ήταν εκείνες του
Αυγουστίνου, ιδιαίτερα στο κλασικό βιβλίο του Η Πόλη του Θεού. Ο Αυγουστίνος
έγραψε το βιβλίο σαν απάντηση στη θέση ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε
παρακμάσει, αφότου έγινε χριστιανική. Υποστήριζε πως η ρωμαϊκή θρησκεία ήταν
αυτή που βασιζόταν στη νεκρομαντεία και τις άλλες μαγικές τέχνες, Ακολουθώντας
τη θέση προγενέστερων συγγραφέων, ο Αυγουστίνος επιμένει πως κάθε μορφή μαγείας
είναι έργο των δαιμόνων. Τα πνεύματα του κακού συμβουλεύουν και καθοδηγούν τους
ανθρώπους στην εκτέλεση μαγικών ιεροτελεστιών και στη χρήση μαγικών λίθων,
φυτών, ζώων και επαναλαμβανόμενων φράσεων ή λέξεων που λειτουργούν σαν ξόρκια.
Όταν οι μάγοι χρησιμοποιούν αυτά τα πράγματα,
τότε οι δαίμονες παρουσιάζονται και πραγματοποιούν τις επιθυμίες τους.
Παράλληλα ο Αυγουστίνος παραδέχεται πως η ίδια η φύση έχει ορισμένες θαυμαστές
δυνάμεις. Αναγνωρίζει τις μυστηριώδεις ιδιότητες του μαγνήτη, τη δύναμη που
είχε το αίμα της κατσίκας να συντρίβει το σκληρότατο διαμάντι, την ικανότητα
της σαλαμάνδρας να επιβιώνει σε περίπτωση πυρκαγιάς κ.λπ. Επιπλέον,
παραδέχεται πως ορισμένες ουσίες, που κρύβουν μέσα τους ιδιαίτερες δυνάμεις,
όπως τα βότανα που χρησιμοποιούνται στην ιατρική, μπορούν να γιατρέψουν
ασθενείς, αν με κάποιο τρόπο προσδεθούν ή κρεμαστούν στο σώμα των πασχόντων[1],
Αναγνωρίζει, λοιπόν, την αποτελεσματικότητα αυτού που θα ονομαζόταν αργότερα
φυσική μαγεία, ωστόσο δεν υπερασπίζεται τη θέση αυτή με βεβαιότητα και διατηρεί
την υποψία πως και σ' αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει κάποια ανάμειξη των
δαιμόνων.
Η αντίδραση στη μαγεία προερχόταν κατά ένα μέρος και από τη
διαπίστωση, ότι εξέφραζε μια εναλλακτική λύση στις χριστιανικές προσευχές.
Ήταν ένα ανταγωνιστικό σύστημα συνηθειών και πρακτικών, αντίθετο στους τρόπους
που πρότειναν οι χριστιανοί για να αντιμετωπιστούν οι αντιξοότητες της ζωής.
Γι' αυτό και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347 - 407) κατέκρινε τις γυναίκες που, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά
τους, στρέφονταν στη μαγεία αντί να χρησιμοποιούν τη μόνη αληθινή θεραπεία, το
σημείο του σταυρού. Αυτές οι γυναίκες δε θα έβαζαν ποτέ στο μυαλό τους να πάνε
τα παιδιά τους σε κάποιο ναό των παγανιστών ελπίζοντας να βρουν γιατρειά με τη
βοήθεια μιας απροκάλυπτης ειδωλολατρίας. Ακόμη κι έτσι όμως, ο διάβολος τις
είχε ξεγελάσει υποβάλλοντάς τους την ιδέα πως η μαγεία που χρησιμοποιούσαν στο
σπίτι τους ήταν κάτι άλλο κι όχι ειδωλολατρία. Χρησιμοποιούσαν φυλαχτά και ξόρκια.
Έπαιρναν λουρίδες περγαμηνής, έγραφαν επάνω τα ονόματα ποταμών και άλλες
μαγικές λέξεις, και τις τύλιγαν στο σώμα των παιδιών τους για να θεραπευτούν.
Αντί να χρησιμοποιούν τα καθιερωμένα ορθόδοξα μέσα που αποδεχόταν η
χριστιανική θρησκεία, ζητούσαν τις συμβουλές των λαϊκών θεραπευτών με τα γιατροσόφια
και τα μαγικά τεχνάσματα. "Ο Χριστός παραμερίζεται, για να πάρει τη θέση
του μια μέθυση και ανόητη γριά γυναίκα".
Αν και δεν ήταν μόνο οι γυναίκες που ασχολούνταν με τη μαγεία,
τόσο οι παγανιστές όσο και οι χριστιανοί κατηγορούσαν κυρίως αυτές για
ανάμειξη με τις σκοτεινές μαγικές πρακτικές. Ο Τερτυλλιανός είχε την άποψη ότι
οι γυναίκες, γενικά, ήταν περισσότερο επιρρεπείς σ' αυτά τα πράγματα. Έκπτωτοι
άγγελοι δίδασκαν στις γυναίκες τις ιδιαίτερες και μυστικές δυνάμεις των βοτάνων,
γιατί εκείνες, περισσότερο από τους άνδρες, μπορούσαν να ξεγελαστούν από τα
πνεύματα του κακού.
Για ορισμένους συγγραφείς η μαγεία δεν είναι απλά ένα επίπλαστο
σύστημα σημάτων που επινόησαν οι δαίμονες, αλλά ένα αντικειμενικά αληθινό
σύστημα δυνάμεων το οποίο γνωρίζουν και διδάσκουν οι δαίμονες. Αυτό είναι το
σκεπτικό της άποψης του Τερτυλλιανού, ότι οι δαίμονες έμαθαν στις γυναίκες τη
χρήση των μαγικών βοτάνων: οι μαγικές δυνάμεις ενυπήρχαν ήδη στα φυτά, αλλά οι
γυναίκες τις ανακάλυπταν με τη βοήθεια των δαιμόνων. Για τον Αιγύπτιο συγγραφέα
Ωριγένη (185 - 254) η μαγική δύναμη κρύβεται
στις λέξεις και ιδιαίτερα στα ονόματα των δαιμόνων. Αν κανείς προφέρει με τον
κατάλληλο τρόπο αυτά τα ονόματα, μπορεί να αφυπνίσει τους δαίμονες, να τους
διατάξει, να τους εξορκίσει. Αυτά τα ονόματα πρέπει να χρησιμοποιηθούν στην
πρωτότυπη μορφή τους. Δεν μπορούν να μεταφραστούν σε άλλες γλώσσες, γιατί τότε
χάνουν τη δύναμη τους. Ορισμένα ονόματα, επίσης, που χρησιμοποιεί κανείς για να
επικαλεστεί το Θεό ή το Χριστό, έχουν υπερφυσική δύναμη και αυτό το γνώριζαν
παγανιστές συμπατριώτες του Ωριγένη, όταν επικαλούνταν "το Θεό του
Αβραάμ".
Η πλειονότητα των χριστιανών συγγραφέων στους πρώτους
χρόνους του χριστιανισμού συνέδεε τη μαγεία με τον παγανισμό, υπήρχαν όμως και
άλλοι που την έβλεπαν σαν τέχνη των αιρετικών χριστιανών. Ο Σίμωνας Μάγος ήταν
το πρότυπο του αιρετικού μάγου. Ο Ειρηναίος (130 - 200) γράφει στην κριτική πραγματεία του για τις χριστιανικές
αιρέσεις, ότι ο Σίμωνας είχε μάθει όλες τις μαγικές τέχνες στην προσπάθειά του
να ανταγωνιστεί τους Αποστόλους και ότι αυτός και οι οπαδοί του χρησιμοποιούσαν
μάγια και εξορκισμούς στην προσπάθειά τους να ακολουθήσουν τις επιταγές της
εποχής και να ενισχύσουν το κύρος τους.
Ορισμένες
φορές τα επιθετικά αυτά κείμενα ενάντια στους αιρετικούς κάνουν νύξη για τα
ειδικά τεχνάσματα που επιστρατεύονταν για να ξεγελάσουν τους ανθρώπους. Για να
πείσουν τα πλήθη για τη μαγική τους δύναμη, οι αιρετικοί χρησιμοποιούν χημικές
ουσίες που αλλάζουν το χρώμα των υγρών ή μιλούν μέσα από αθέατους σωλήνες για
να δώσουν στους ανθρώπους την εντύπωση πως ακούνε μυστηριώδεις φωνές. Όμως,
ακόμη και όταν αναμειγνύονταν οι δαίμονες, η μαγεία συνεπάγεται κάποια μορφή
απάτης: εξαπατώντας τις αισθήσεις των ανθρώπων, οι μάγοι τούς κάνουν να
νομίζουν πως έχουν μπροστά τους τραπέζια γεμάτα φαγητά και ποτά, ή κάνουν την
άψυχη ύλη να μοιάζει ζωντανή και να κινείται. Οι δαίμονες μπορούν επίσης να
υποβάλλουν στους ανθρώπους την ιδέα πως γνωρίζουν τα μελλοντικά γεγονότα,
μολονότι το μόνο που συμβαίνει είναι πως χρησιμοποιούν την επινοητικότητά τους
για να κάνουν ευλογοφανείς υποθέσεις για το μέλλον.
Σ' αυτή τη γενική κατεύθυνση της πρώιμης χριστιανικής σκέψης
γύρω από το θέμα της μαγείας υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ο Ιούλιος ο Αφρικανός (160-240)
πίστευε ότι οι μαγικές τέχνες που χρησίμευαν
στη θεραπεία ασθενειών, ή στη γεωργία για την ανάπτυξη της σοδειάς, μπορούσαν
να φέρουν αποτελέσματα ακόμα και όταν ήθελε κανείς να τις χρησιμοποιήσει για να
κερδίσει την αγάπη κάποιου ή για να καταστρέψει τον εχθρό του στη μάχη, χωρίς
όμως να θεωρεί τίποτα απ' όλα αυτά δαιμονικό. Ο Ιούλιος ο Αφρικανός ήταν ένας
χριστιανός που δεν είχε σχέση με τον κλήρο και το έργο του δεν είχε σκοπό τη
διαπαιδαγώγηση των συμπολιτών του χριστιανών, αλλά απευθυνόταν κυρίως στην υψηλή
κοινωνία της αυτοκρατορικής Ρώμης. Ακόμα κι έτσι όμως, οι απόψεις του δύσκολα
θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Άλλοι πάλι
χριστιανοί συγγραφείς κάνουν λεπτότερες διακρίσεις, ξεχωρίζοντας τα διάφορα είδη
αποκρυφισμού. Ο Φίρμικος Ματέρνος (τέταρτος αιώνας) ενθάρρυνε τις ρωμαϊκές
αρχές να εξαλείψουν τον παγανισμό, τη μαγεία και τη μαντεία που είχε σχέση με
τους παγανιστικούς ναούς, αλλά, αντίθετα, αναγνώριζε την αστρολογία σαν έγκυρη
και θεμιτή επιστήμη. Ίσως πρόκειται για μεμονωμένα και ασήμαντα παραδείγματα,
αλλά το πιθανότερο είναι πως αυτές οι απόψεις αντιπροσώπευαν ένα άγνωστο, μα
καθόλου ασήμαντο, αριθμό ατόμων που έψαχναν να βρουν μια συμβιβαστική λύση, μια
χρυσή τομή σ' όλα αυτά, αλλά πιθανώς δεν διατύπωσαν ποτέ γραπτά τις σκέψεις
τους, ή τα κείμενά τους δεν έφτασαν ως εμάς.
Επιπλέον, η ρωμαϊκή διανόηση ήταν ακόμη στο σύνολό της
χριστιανική, μέχρι τον τέταρτο ή και τον πέμπτο αιώνα. Οι νεο- πλατωνιστές
συγγραφείς, όπως ο Μαρτιανός Καπέλλα (τέταρτος αιώνας), είχαν ακόμα στραμμένο
το ενδιαφέρον τους στις φιλοσοφικές ερμηνείες της μυθολογίας, όπου η μαγεία
και η μαντική είναι εμφανίσεις της δύναμης διάφορων θεοτήτων και άλλων
πνευμάτων. Και ο Μακρόβιος (πέμπτος αιώνας), ο οποίος έγραψε, όπως φαίνεται,
το μεγαλύτερο μέρος του έργου του πριν ασπαστεί το χριστιανισμό, πίστευε
ακράδαντα στις μυστικές δυνάμεις των αριθμών, στην προφητική σημασία των
ονείρων και στις κρυμμένες αρετές της φύσης. Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες του
Μεσαίωνα φιλοξενούσαν κάποτε στα ράφια τους τα έργα αυτών των μη χριστιανών
συγγραφέων δίπλα σ' εκείνα του Αυγουστίνου και άλλων πολέμιων της μαγείας.
Παρ' όλ' αυτά, η τάση ήταν φανερή: καθώς ο χριστιανισμός κέρδιζε συνεχώς
έδαφος, η μαγεία αντιμετωπιζόταν με ολοένα και μεγαλύτερη καχυποψία.
Η Εκκλησία όχι μόνο κατέκρινε τη μαγεία, αλλά θέσπισε
επίσης εκκλησιαστική νομοθεσία εναντίον της. Τα διατάγματα, ή κανόνες, των
εκκλησιαστικών συνόδων έγιναν τελικά η βάση του "κανονικού δικαίου"
της Εκκλησίας και καταδίκαζαν τη μαγεία ακόμα και στην πρώιμη μορφή της. Το
έτος 306 μια σύνοδος που έγινε στην ισπανική
πόλη Ελβίρα διακήρυξε ότι οι άνθρωποι που είχαν σκοτώσει χρησιμοποιώντας μαύρη
μαγεία (maleficium), απαγορευόταν να μεταλάβουν τη θεία κοινωνία πριν πεθάνουν,
γιατί τέτοιου είδους πράξεις μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την "ειδωλολατρία",
την επίκληση, δηλαδή, πνευμάτων του κακού. Η Σύνοδος της Άγκυρας του 314 όριζε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων για όσους βρίσκονται
ένοχοι με τις κατηγορίες της μαντείας και της χρήσης μαγικών μεθόδων για τη
θεραπεία αρρώστων, και δέκα χρόνων για όσους προκαλούσαν εκτρώσεις με μαγικά
μέσα. Το έτος 375 η Σύνοδος της
Λαοδικείας απαγόρευσε στους κληρικούς να ασχολούνται με τη μαγεία και τις
άλλες σχετικές τέχνες ή να φτιάχνουν μαγικά φυλαχτά, ενώ όσοι φορούσαν τέτοια
φυλαχτά θα αφορίζονταν.
Από τον τέταρτο αιώνα, η Εκκλησία είχε ήδη τεράστια επιρροή,
γιατί και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες ήταν χριστιανοί οι περισσότεροι, και
έπαιρναν τις αποφάσεις τους με τη σύμφωνη γνώμη του κλήρου. Στους προηγούμενους
αιώνες το ρωμαϊκό δίκαιο τιμωρούσε τη μαγεία μόνο όταν αυτή χρησιμοποιούνταν
για να προκαλέσει κακό σε κάποιον. Οι νόμοι της ρωμαϊκής Πολιτείας πρόβλεπαν
αυστηρές ποινές, ακόμα και θάνατο, για όσους χρησιμοποιούσαν τη μαγεία για να
προκαλέσουν καταιγίδες, να κλέψουν πτώματα ή για να επικαλεστούν τους νεκρούς.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβέριου (14 - 37) οι
διατάξεις που αφορούσαν όσους προσπαθούσαν με δηλητήρια να εξοντώσουν άλλους ανθρώπους,
επεκτάθηκαν και συμπεριέλαβαν και τους μάγους: όλοι όσοι με διάφορα μάγια
έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή άλλων ανθρώπων θα καταδικάζονταν ακόμα και σε θάνατο.
Η ίδια ποινή ορίστηκε αργότερα και για όσους χρησιμοποιούσαν τη μαγεία για
ερωτικούς σκοπούς. Η μαγεία κάθε είδους, όμως, χαρακτηρίστηκε κακούργημα μόνο
μετά τη προσχώρηση των αυτοκρατόρων στο χριστιανισμό. Το 357 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος όρισε ποινή θανάτου με
αποκεφαλισμό για όσους χρησιμοποίησαν οποιοδήποτε είδος μαγείας ή μαντικής.
Αυτά τα αυστηρά μέτρα επαναλήφθηκαν και στους κώδικες του Θεοδοσίου Β’ το 438,
και του Ιουστινιανού το 529. Ακόμα κι εκείνοι που φορούσαν μαγικά φυλαχτά για
να διώξουν τις αρρώστιες, απειλούνταν τώρα με εκτέλεση. Ο παγανιστής
συγγραφέας Αμνιανός Μαρκελίνος (330-398) μαρτυρεί ότι οποιοσδήποτε
συμβουλευόταν κάποιο μάντη ή χρησιμοποιούσε "τα μάγια κάποιας γριάς γυναίκας"
για να ανακουφίσει τον πόνο του, διέτρεχε τον κίνδυνο να καταδικαστεί σε θάνατο.
Ο αυτοκράτορας Βαλεντινιανός Α’ (364-375) καταδίκαζε σε θάνατο όσους έβγαιναν
κρυφά έξω τη νύχτα και επιδίδονταν σε "δαιμονικές κατάρες, μαγικές
ιεροτελεστίες ή νεκρομαντικές θυσίες", όρους τους οποίους ένας δικαστής
μπορούσε να ερμηνεύσει όπως ήθελε. Το 371 κάποιοι άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν
τη μαντική τέχνη για να προβλέψουν το θάνατο του Βαλεντινια- νού και το όνομα
του διαδόχου του, οδηγήθηκαν στο δικαστήριο σε μια επεισοδιακή δίκη και στη
συνέχεια εκτελέστηκαν. Λίγο αργότερα, οι πυρές των λογοκριτών καταβρόχθισαν
σωρούς ολόκληρους από βιβλία της μαγικής λογοτεχνίας κι όσοι κατείχαν βιβλία
που μπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτα, τα έκαιγαν καλού κακού για να αποφύγουν
πιθανές συνέπειες.