Οι αφορισμένοι μοναχοί του Αγίου Όρους.

Ο αφορισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε χριστιανό, τόσο Ορθόδοξο όσο και Ρωμαιοκαθολικό. Διαβάζοντας την ερμηνεία που δίνουν οι εκκλησιαστικοί κανόνες, βλέπουμε ότι αποτελεί στην ουσία την αποκοπή κάθε σχέσης και επαφής της εκκλησίας με τον αφορισμένο και την παράδοση του στον ίδιο τον Σατανά.


 Επιβάλλεται μόνο σε πολύ σοβαρά αμαρτήματα, τυπικά ασυγχώρητα, όπως σε πολέμιους της χριστιανικής πίστης ή σε μοναχούς και κληρικούς οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με αιρετικούς ή αιρετικά δόγματα, προσχωρώντας σε αυτά ή τελώντας κοινές λατρευτικές τελετές , ή έχουν περιπέσει σε σαρκικά αμαρτήματα προσβάλλοντας την πίστη και το λειτούργημα τους. Το πηδάλιο της εκκλησίας, το οποίο κανονίζει τις ποινές ανάλογα με το παράπτωμα που διεπράχθη, επισείει την ποινή του αφορισμού για τοιούτου είδους αμαρτήματα. Στους προηγούμενους αιώνες αυτή η ποινή αποτελούσε όχι και τόσο σπάνια τιμωρία, αφού ο Χριστιανισμός γνώρισε πολλούς διώκτες και αιρετικούς που ταλάνιζαν τα πιστεύω του απλοϊκού λαού.

Μετά το σχίσμα Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, απαγορευόταν (και ακόμη απαγορεύεται) σε ορθοδόξους κληρικούς και μοναχούς να συλλειτουργήσουν με τους καθολικούς ιερείς ή ακόμη χειρότερα, να κοινωνήσουνε από κοινό ποτήριο. Και αν στις μέρες μας βλέπουμε τις δύο εκκλησίες να έχουν έρθει πιο κοντά και να επιτρέπουν, έστω άτυπα, τα μεταξύ τους συλλείτουργα, μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες αυτό θα αποτελούσε σίγουρη αφορμή για αφορισμό.

Από γραπτές πηγές που μιλούν για αφορισμένους, γνωρίζουμε ότι το σώμα τους μετά τον θάνατο παραμένει άλυτο. Δηλαδή δεν αποσυντίθεται όπως συμβαίνει με όλα τα έμβια όντα . Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είδαν τέτοια σώματα και βεβαιώνουν αυτό το φαινόμενο. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το ίδιο συμβαίνει και με αρκετά λείψανα αγίων τα οποία τιμά και σέβεται η εκκλησία. Η αλήθεια όμως είναι ότι υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα τους. Το σώμα του αφορισμένου παρουσιάζεται με σατανικά χαρακτηριστικά, δηλαδή δύσμορφο, τυμπανισμένο και μαυρισμένο, με ανάκατα μαλλιά και μεγάλα νύχια που μεγαλώνουν συνέχεια. Η όψη του τρομοκρατεί ακόμη και τον πιο θαρραλέο και η οσμή που αναδύει θυμίζει κατά πολλούς το θειάφι. Τα λείψανα τον αγίων όμως όσο δύσμορφα και αν είναι, αναδύουν θεϊκή ευωδία, και γαληνεύουν την ψυχή του προσκυνητή παρά τον φοβίζουν. Επίσης, κατά μυστήριο τρόπο, διατηρούν ακόμη την φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος ενός ζωντανού ανθρώπου σε αντίθεση με αυτά των αφορισμένων.

Ένα περιστατικό αφορισμού έλαβε χώρα στο άγιο όρος στα χρόνια που τελούσε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ιωάννης Βέκκος ΙΑ΄(1276-1282). Αυτός παρακινούμενος από τον Λατινόφρονα αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, διακήρυξε πως συμφωνεί με την ένωση των δύο εκκλησιών και πως θα θέσει την ορθόδοξη εκκλησία κάτω από την εξουσία του πάπα. Όπως ήταν φυσικό, θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε στους κόλπους της εκκλησίας. Ιερείς και μοναχοί καταριόταν τον πατριάρχη και σχεδόν σε καμία εκκλησία δεν μνημονευόταν το όνομα του. Αυτός για να καταστείλει τον επαναστατημένο κλήρο μετέβη με συνοδεία στρατού και λατίνων ιερέων στο άγιο όρος. Εκεί αφού δεν έγινε δεκτός σχεδόν από καμία μονή, για να τρομοκρατήσει την μοναστική κοινότητα, διέταξε τους στρατιώτες να βασανίζουν και να θανατώνουν όσους δεν υπάκουαν στις εντολές του. Έτσι περνώντας από την μονή Ζωγράφου έκαψαν σε έναν πύργο τους μοναχούς που αρνούνταν να δεχτούν τον αιρετικό πατριάρχη, στην μονή Βατοπεδίου απαγχόνισαν 12 μοναχούς και καταπόντισαν στη θάλασσα αλυσοδεμένο τον ηγούμενο, στη μονή Ιβήρων επίσης έπνιξαν τους μοναχούς βυθίζοντας τους στη θάλασσα μαζί με το πλοίο μεταφοράς τους.

Φτάνοντας όμως στη Μεγίστη Λαύρα οι εκεί μοναχοί τους υποδέχτηκαν επίσημα και με κωδωνοκρουσίες. Ακολούθησε συλλείτουργο στο καθολικό της μονής χοροστατώντας ο πατριάρχης βοηθούμενος από έναν Λαυριώτη ιεροδιάκονο και 7 μοναχούς, καθώς και από τους Λατίνους ιερείς που τον συνόδευαν. Μετά την αποπομπή του Ιωάννη Βέκκου από τον πατριαρχικό θρόνο, το 1282, και αφού ματαιώθηκαν τα σχέδια του για ένωση των δύο εκκλησιών, οι μοναχοί και ο ιεροδιάκονος της μονής της Μεγίστης Λαύρας που συλλειτούργησαν μαζί του και με τους Λατίνους, αφορίστηκαν από την ιερά σύνοδο του αγίου όρους. Ο ιεροδιάκονος μετά από σύντομο χρονικό διάστημα νόσησε και σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες της μονή έλιωσε σε λίγες μέρες με τρόπο παρόμοιο που λειώνει ένα κερί. Οι δε μοναχοί, αφού πέθαναν και τάφηκαν έξω από το κοιμητήριο της μονής, κατά την εκταφή τους βρέθηκαν άλιωτοι και τυμπανισμένοι, με πραγματικά τρομακτικά χαρακτηριστικά. Τα τρία από τα επτά σώματα των μοναχών μεταφέρθηκαν στον νάρθηκα του κοιμητηρίου των αγίων Αποστόλων, όπου και έμειναν εκεί σε κοινή θέα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Κατά τα τελευταία χρόνια της παραμονή τους εκεί κάποιος προσκυνητής αντικρίζοντας τα έπαθε ανακοπή καρδιά από το σοκ και πέθανε. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα μετέφεραν σε μία σπηλιά, στην παραλία της Ρουμανικής σκήτης, που αφού τα τοποθέτησαν μέσα, έχτισαν την είσοδο με λιθάρια για να μην μπορεί να τους δει κανείς. Τα υπόλοιπα 4 σώματα (και τα πιο τρομακτικά) μεταφέρθηκαν αμέσως μετά την εκταφή τους σε μία δύσβατη σπηλιά κοντά στη μονή της Μεγίστης Λαύρας όπου και παραμένουν εκεί ακόμη και σήμερα.

Παρακάτω δημοσιεύεται το αντίγραφο της ιδιοχείρου επιστολής του Ιερομονάχου Γαβριήλ που πιστοποιεί το γεγονός.

«Εις αδελφός ήκουε διά τους αφωρισμένους όπου είναι εις την Λαύραν του Άθωνος, καί οι όποιοι έδέχθησαν καί συνελλειτούργησαν με τόν Ίωάννην Βέκκον, τόν τότε Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Είχε άμφιβολίαν όμως αν είναι πράγματι αληθινά όλα αυτά, καί πάντοτε ερευνούσε και ερωτούσε αν ευρίσκεται κανείς νά τους είδεν, ιδίοις όμμασιν ώς αυτόπτης μάρτυς διά νά πεισθεί από την αμφιβολίαν οπού είχε…

Καί από τους πολλούς οπού ερώτησε τού είπαν ότι ό Πνευματικός τούς έχει ιδεί, καί ήρθε καί με έρώτησε έάν γνωρίζω καί εάν τους είδα ιδίοις όμμασι, καί τον έπληροφόρησα ότι τους είδα καί είναι βεβαιότατα, επειδή εγώ ήρθα εις το Αγιον Ορος, εις τα 1885, ετών είκοσι…

Μετά δύο έτη, επειδή έτυχε νά πάρουμε σιτάρι από την Μονήν Κωνσταμονίτου 1200 οκάδες, πηγαίναμε διά θαλάσσης με την βάρκα την ιδικήν μας νά τό περιλάβομε, όπου ήμουν 22 ετών καί ήτο τόν Σεπτέμβριον μήνα δύο ημέρας μετά του Τιμίου Σταυρού.

Επήγαμε τό εσπέρας καί έμείναμε εις τόν άρσανάν της Μεγ. Λαύρας, όπως τό πρωΐ έξακολουθήσωμε τό ταξίδιόν μας, καθώς καί έγινε.

Μόλις όμως εξακολουθήσαμε ολίγον διάστημα, από τήν Λαύραν, ακούω καί μου λέγει ό Γέροντας μου, Μελέτιος Μοναχός,

«παιδί μου Γαβριήλ εδώ παρεμπρός υπάρχουν οι αφωρισμένοι, οι οποίοι έδέχθησαν τους Λατινόφρονας εις την Μεγίστην Λαύραν, καί συλλειτούργησαν με τόν Ίωάννην Βέκκον καί τους μετ' αύτού, τους οποίους εγώ τους έχω ιδεί καί άλλοτε, αλλά επειδή είσαι νέος καί ίσως νά γίνει κάποτε λόγος καί νά λέγουν μερικοί οτι ψέματα είναι όλα αυτά, και ότι δεν υπάρχουν τίποτα, ούτε άφωρισμένοι, αλλά τά λέγουν διά φοβέρα εις τους ανθρώπους, δι αυτό νά πάμε, νά τους ίδης ιδίοις όμμασι, νά μή πιστεύεις ότι καί αν σου λέγουν μετά, διότι καί ή Αγία Γραφή λέει, ό οφθαλμός είναι πιστότερος της ακοής…

Και λέγοντας ο Γέροντας τα τοιαύτα, φθάσαμε εις ενα άπότομον γκρεμνόν, όπου μόνον να τόν ιδεί ό άνθρωπος τρομάζει, καί μού λέγει,

«εδώ είναι »,

Εγώ δέ περιεργαζόμουν νά τους ιδώ καί τόν λέγω

«με κοροϊδεύεις;»

Λοιπόν γέλασε καί μού λέγει,

«τί νομίζεις, μήπως είναι κανένας Σταυρός ή τίποτα Εικόνες για νά τους βλέπουν οι άνθρωποι και νά κάμνουν τόν Σταυρόν τους; ενώ έχουν του διαβόλου την μορφήν, την οποίαν θά ίδης και τότε θά πιστέψεις...»

Τότε λοιπόν προσεγγίσαμεν εις την απότομον έκείνην χαράδραν καί μετά κόπου πολλού, βγήκαμε έξω, καί μέ τά είκοσι νύχια πού λέει ο λόγος, ανεβήκαμε πέντε-έξι μέτρα καί έπειτα είδα ένα σπήλαιον καί εισήλθαμε, καί βλέπω εκεί μέσα ένα ελεεινόν θέαμα:

Τρεις ανθρώπους ακουμπισμένους εις τόν βράχον, όρθιοι, μέ τά ρούχα, ράσα καί ζωστικά, οι οφθαλμοί ανοικτοί, τά μαλλιά καί τό γένειον καί των τριών μακρύ καί κατάλευκον, τά πρόσωπα των όπως είναι τό χρώμα της φούμας ( μαύρο ), ομοίως καί αι χείρες προς τά κάτω, οι δάκτυλοι ολίγον έστραμμένοι προς τά μέσα, οι όνυχες των χειρών εως 2-4 πόντους μεγάλοι, των δε ποδών δεν έφαίνοντο, επειδή ήσαν καλυμμένα με τις κάλτσες και τα παπούτσια…

Μάλιστα θέλησα νά τους ψηλαφήσω νά ιδώ αν πραγματικά τό σώμα ήτο μαλακό, ή μόνον ξηρό δέρμα καί οστά, αλλά δέν μου άφησε ό Γέρων και μου λέγει,

«μή βάλεις εσύ χέρι επί την οργήν του Θεού…»

Είς όλα όμως τα άλλα έβαλα μεγάλην επιμέλειαν, μόνον χέρι δέν έβαλα. Καί τότε διόλου δεν εδειλίασα, τώρα όμως, όταν τους ενθυμηθώ, ταράττεται ή ψυχή μου καί δεν ημπορώ ούτε νά κοιμηθώ ήμερόνυκτα ολόκληρα, ούτε νά φάγω δύο καί τρεις ημέρας, ενώ τότε όπου τους είδα ούτε έβαλα τίποτε εις τόν νουν μου…

Γράφω το παρόν, ίδια χειρί εις τάς 2 Μαρτίου 1964 εν τη Ιερά Μονή Ξενοφώντος, Γαβριήλ Ιερομόναχος Πνευματικός, από τό Ιβηριτικό Κελί «Γεννέσιον του Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστού Ιωάννου», του επιλεγομένου «Μαλλάκι».


Σημ: Το χειρόγραφο έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο “Φιλήματα Ιούδα” της ιεράς μονής Εσφιγμένου το έτος 1993. Η φωτογραφία στην αρχή του άρθρου είναι τραβηγμένη στο σπήλαιο των αφορισμένων το έτος 1932 και εικονίζει τα σώματα δύο αφορισμένων μοναχών που συλλειτούργησαν με τον αιρεσιάρχη πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το έτος 1932 στο περιοδικό “Κήρυξ των Ορθοδόξων”, αριθ. Φύλ. 132 του έτους 1932 και στη συνέχεια στο περιοδικό “Δίστομον ρομφαίαν” το έτος 1934.

Ιωάννης Καρυοφυλάκης.

Πηγή 

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013