Η θεία δίκη;
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών,
επέβαλε πρωτόδικα στην Κάτια Γιαννακοπούλου ποινή κάθειρξης 20 ετών. Το
δικαστήριο την κήρυξε ένοχη, αναγνωρίζοντάς της ωστόσο, με οριακή
πλειοψηφία δύο ενόρκων, τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της
ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος απέναντι της, κάτι που την απάλλαξε
από την ισόβια κάθειρξη. «Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι δικαστές, εγώ έχω
καταδικάσει αιώνια τον εαυτό μου. Ας με συγχωρήσει ο Θεός», δήλωσε στην
επ’ ακροατηρίω απολογία της.
Η δικαιοσύνη ωστόσο δεν έχει πει την
τελευταία της λέξη. Ο Εισαγγελέας Εφετών ασκεί έφεση υπέρ του νόμου. Το
Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και
επιβάλλει στην Γιαννακοπούλου την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ύστερα
από ακροαματική διαδικασία 7 ημερών και παρά την πρόταση του εισαγγελέα
της έδρας, ο οποίος πρότεινε κάθειρξη 12 ετών, αναγνωρίζοντας στην
κατηγορουμένη την τέλεση του εγκλήματος σε κατάσταση βρασμού ψυχικής
ορμής και δύο ελαφρυντικά. Μεγαλύτερη έκπληξη για την υπεράσπιση
αποτέλεσε η ομόφωνη λήψη της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ο
αυτοτελής ισχυρισμός περί βρασμού ψυχικής ορμής, όπως άλλωστε και η
άρνηση αναγνώρισης ελαφρυντικών, με τα οποία θα αποφεύγονταν και πάλι η
ισόβια κάθειρξη. Μόνο ένας ένορκος μειοψήφησε όσον αφορά το ελαφρυντικό
της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος. Η Γιαννακοπούλου στο άκουσμα
της ετυμηγορίας καταρρέει. «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να
συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για το γιο μας», ψέλλισε αποχωρώντας
υποβασταζόμενη από τα δικαστήρια. «Άλλωστε εγώ έφταιξα και πληρώνω»,
συνέχισε μέσα σε λυγμούς.
Ασκεί αναίρεση, αλλά ο Άρειος Πάγος
επικυρώνει την απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών και την ποινή της ισόβιας
κάθειρξης. Το Ε` ποινικό τμήμα του Α.Π. με την υπ’ αριθμ. 2292/2003
απόφασή του καταρρίπτει και πάλι έναν προς έναν τους υπερασπιστικούς
ισχυρισμούς της Γιαννακοπούλου, η οποία επικαλείται τέλεση της πράξης σε
βρασμό ψυχικής ορμής (άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ), μειωμένη ικανότητα για
καταλογισμό (άρθρο 36 παρ. 1 ΠΚ) και τις ελαφρυντικές περιστάσεις του
προτέρου έντιμου βίου αυτής και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος
(άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α και γ` του ΠΚ). Η Γιαννακοπούλου στήριξε το
επιχείρημα περί μειωμένου καταλογισμού της στο γεγονός ότι εξαιτίας της
συμπεριφοράς του θύματος είχε καταρρεύσει το θρησκευτικό της συναίσθημα
και η πίστη της, καθώς και ότι είχε υποστεί ερωτική και οικονομική
εκμετάλλευση. Ωστόσο, ο ΑΠ καταλήγει στην ανυπαρξία τέτοιας κατάστασης,
στηριζόμενος στις λεπτομέρειες του σχεδιασμού και τέλεσης της πράξης και
στις μετέπειτα ενέργειες διαφυγής της. Από δε τον τρόπο σχεδιασμού και
τέλεσης της πράξης αλλά και από τη λεπτομερή περιγραφή τους προέκυψε,
κατά το σκεπτικό της απόφασης, ότι ενεργούσε με τη λογική, λειτουργούσε η
σκέψη της και είχε πλήρη και σαφή αντίληψη και συνείδηση των επιμέρους
ενεργειών της κατά την τέλεση του εγκλήματος.
Εντύπωση προκαλεί η αυστηρότητα προς την
κατηγορουμένη της αιτιολογίας με την οποία απορρίφθηκαν τα προτεινόμενα
ελαφρυντικά. Το μεν πρώτο, του προτέρου εντίμου βίου της κατηγορουμένης,
απορρίφθηκε λόγω της εξωσυζυγικής ερωτικής σχέσης της με ιερωμένο, την
οποία κρατούσε κρυφή από τον σύζυγό της, της εγκατάλειψης του τέκνου της
στην πεθερά της, προκειμένου να συνευρίσκεται με τον εραστή της, της
απόκρυψης της εργασίας της από την εφορία, της μαγνητοφώνησης των
συνομιλιών της με τον Άνθιμο και της προμήθειας του όπλου με το οποίο
εκτέλεσε την πράξη της. Το δε δεύτερο, της ανάρμοστης συμπεριφοράς του
παθόντος, απορρίφθηκε διότι δεν θεωρήθηκε ανάρμοστη η κατ’ επανάληψη
εκδηλωθείσα επιθυμία του αρχιμανδρίτη να διακόψει την ερωτική του σχέση
με την έγγαμη Γιαννακοπούλου, ενώ σε κάθε περίπτωση ανάμεσα στις
εκδηλώσεις αυτές του θύματος και την δολοφονία του, είχε παρέλθει ικανός
χρόνος ώστε να εξουδετερώσει τη σημασία τους, και η κατηγορουμένη να
βρίσκεται σε πλήρη συνειδησιακή διαύγεια κατά την εκτέλεση της πράξης.
Πάθος, απελπισία ή εκδίκηση;
Ο καθηγητής εγκληματολογίας κ. Γ. Πανούσης
χαρακτήρισε την Γιαννακοπούλου ιδεοληπτική εγκληματία. Ανήκει σε
αυτούς που από ιδεοληψία θρησκευτική ή άλλη αποκτούν εμμονές. Το ερωτικό
στοιχείο στην περίπτωσή της, κατά τον κ. Πανούση, είναι θολό. Δεν είναι
το κυρίαρχο. «Μπαίνει από το παράθυρο στη σχέση τους», σχολιάζει. Η
ψυχοσύνθεσή της είναι που τα καθορίζει όλα. Στο πρόσωπο του ιερωμένου
βλέπει τα πάντα. Τον σκοτώνει όταν η ιδεοληψία της καταρρέει και
αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα.
Τελικά τι ώθησε τη Γιαννακοπούλου στο έγκλημα, το πάθος, η εκδίκηση ή η απελπισία; Ο συνήγορός της κ. Αλ. Κατσαντώνης δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι η Γιαννακοπούλου σκότωσε «από απελπισία». Αντιθέτως, ο εισαγγελέας εφετών Β. Δερβέντζας
στην πρότασή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που αποφάσισε για
την εξακολούθηση ή μη της προσωρινής κράτησης της Γιαννακοπούλου μετά
την πάροδο του εξαμήνου, σκιαγράφησε την Γιαννακοπούλου ως άτομο
επικίνδυνο, που σκότωσε από εκδίκηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι: «Η
περίπτωση της κατηγορούμενης δεν είναι συνήθης στα εγκληματολογικά
χρονικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και μοναδική …. Το πάθος όμως
αυτό της κατηγορούμενης, ερωτικό, που μετεξελίχθηκε σε όμοιο εκδίκησης,
είναι, όπως διδάσκει η ανθρώπινη ιστορία και φιλολογία, εγκληματογόνο
και μπορεί να οδηγήσει αυτή και πάλι στο έγκλημα, όχι, φυσικά, πλέον σε
βάρος του μη υπάρχοντα παθόντα, αλλά έτερων ατόμων, τα οποία αυτή, υπό
την επήρεια της εκ του πάθους διέγερσης της, ήθελε θεωρήσει υπαίτια των
συμβάντων, όπως είναι οι οικείοι του θανόντα ή της ίδιας, άλλες
γυναίκες, τις οποίες αυτή ήθελε θεωρήσει υπαίτιες του χωρισμού της από
το θανόντα, ή και έτερα πρόσωπα. Η κατηγορούμενη, εξάλλου, είναι
αποφασιστικό άτομο και δεν υφίσταται τους πόνους, που η ζωή δίνει προς
όλους, εσώψυχα, αλλά παίρνει εύκολα την εκδίκηση στα χέρια της». Το
Συμβούλιο δέχτηκε την πρότασή του, με το υπ’ αριθμ. 424/1998 Βούλευμα,
και διέταξε την εξακολούθηση για έξι ακόμα μήνες της προσωρινής κράτησης
της Γιαννακοπούλου, η οποία, κατά την κρίση του, ήταν άτομο
«παθιασμένο, εκδικητικό, χωρίς αναστολές, με συμπεριφορά ενέχουσα έντονη
κοινωνική απαξία και ισχυρή και σταθερή ροπή της στη διάπραξη σοβαρών
εγκλημάτων».
Η Γιαννακοπούλου παραμένει έως σήμερα
κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θηβών. Είναι
αναμφισβήτητα μια από τις «διάσημες» κρατούμενες. Κατά καιρούς
ακούγονται πολλά για εκείνη, τόσα και διαφορετικά ώστε τείνει να γίνει
αστικός μύθος της κοινωνίας των φυλακών. Λένε ότι κυκλοφορεί νυχθημερόν
με μαύρα γυαλιά ηλίου, ότι τουλάχιστον στο παρελθόν προσευχόνταν
συνέχεια για συγχώρεση και είχε γεμίσει το κελί της με φωτογραφίες του
πατέρα Άνθιμου, ότι είναι υποχόνδρια, εριστική και απόμακρη. Περί τα
τέλη του 2009 κυκλοφόρησε η είδηση ότι θα καταθέσει μέσω του συνηγόρου
της αίτηση χάριτος για άφεση του υπολοίπου της ποινής της, νέο που
προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Έως σήμερα πάντως η Γιαννακοπούλου
εκτίει κανονικά την ποινή της, δέχεται συχνότατα τις επισκέψεις των
οικείων και κυρίως του συζύγου της, και βγαίνει από τη φυλακή όποτε
λαμβάνει άδεια.
Πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν
μαχαίρᾳ ἀπολοῦνται (Μτθ 26:52). Η Κάτια τιμώρησε, πρώτα τον εαυτό της
και ύστερα εκείνον. Και τώρα τιμωρείται.