Μέσα σ΄ ένα σκοτεινό κελί ένας άντρας με
μαύρο πουκάμισο πενθεί για το θάνατο της αγαπημένης του. Της αγαπημένης
που ο ίδιος σκότωσε. Πού και πού κάθεται με σκυμμένο κεφάλι και σκαρώνει
στιχάκια: “Κάλλιο να ιδώ το αίμα σου στη γη να κοκκινίζει, παρά να δω τα μάτια σου άλλος να τα φιλήσει.”
Ο λόγος για τον Μιλτιάδη Μπούρο
από τη Σταμνά Μεσολογγίου. Όσοι γνωρίζουν τα γεγονότα και έζησαν από
κοντά την ιστορία μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον Μπούρο,
περιγράφοντας τον ως έναν καλό και τίμιο άνθρωπο.
Η ιστορία άρχισε στο Τρίκορφο Ναυπακτίας απ΄ όπου καταγόταν η κοπέλα που ο Μπούρος ερωτεύτηκε: η Βασιλική. Η Βασιλική Δημοπούλου
ήταν μια σεμνή, πολύ καλοφτιαγμένη και όμορφη κοπέλα, “άσπρη σαν λεύκα”
λέγαν οι παλιότεροι. Την ήθελε και τη ζήτησε σε γάμο ένας συγχωριανός
της, ο Ιωάννης Πολύζος.
Ο πατέρας του τελευταίου όμως αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεσή του για
αυτό το γάμο, γιατί η κοπέλα ήταν φτωχή και δεν ήθελε ένα τέτοιο
συνοικέσιο. Έτσι τινάχτηκαν όλα στον αέρα. Μετά από λίγο καιρό ωστόσο
ακολούθησε νέο συνοικέσιο με τον Μπούρο, ο οποίος θεώρησε σωστό και
τίμιο πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια να ρωτήσει στον Πολύζο αν
εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τη Βασιλική. Ο Πολύζος απάντησε όχι.
Έτσι ο Μπούρος δέχτηκε να προχωρήσουν σε αρραβώνες και κανονίστηκε
αντίστοιχα και η προίκα. Όλο αυτό το διάστημα ο Μπούρος αγάπησε πολύ τη
Βασιλική, μέχρι που μια μέρα ξαφνικά η οικογένεια της Βασιλικής του
ανακοίνωσε πως διαλύουν τον αρραβώνα χωρίς να του δώσουν απολύτως καμία
εξήγηση. Μπορεί να άλλαξαν απλώς γνώμη, φήμες ωστόσο θέλουν τον Πολύζο
να επιστρέφει διεκδικώντας πίσω τη Βασιλική. Για όποιο λόγο πάντως και
να διέλυσαν τον αρραβώνα ένα πράγμα ήταν σίγουρο: πως μετά από αυτό ο
Μπούρος αποφάσισε ή να την κλέψει ή να την σκοτώσει.
Από έρωτα; Από κτητικότητα; Από εμμονή;
Θίχτηκε από τα πειράγματα των συγχωριανών του; Ό,τι και να ήταν αυτό που
σκεφτόταν ο Μπούρος πρέπει να το είχε σκεφτεί πολύ καλά, διότι είχε
καταστρώσει σχέδιο και κάθε μέρα παραφύλαγε να την ξεμοναχιάσει. Οι
γονείς της ανήσυχοι τη φύλαγαν κάθε μέρα και όποτε έβγαινε για δουλειές
άλλαζε φορέματα ή μαντήλια για να μην την αναγνωρίζουν.
Ώσπου μια μέρα που επέστρεφε μαζί με τη
θεία της από τη Γυρβουλιά τη σταμάτησε ο Μπούρος στην περιοχή Τρόχη στο
Ξερόρεμα και της είπε “διάλεξε : ή θα ‘ρθεις μαζί μου ή θα σε σκοτώσω”. Η Βασιλική ξεκίνησε να πάει μαζί του. Τότε η θεία της της φώναξε “που πaς, θα μας ντροπιάσεις όλους”,
οπότε εκείνη δείλιασε και ξαναγύρισε προς τη θεία της. Ο Μπούρος τότε
έριξε και τη σκότωσε. Ήταν 1η Μαρτίου του 1925. Την επόμενη μέρα πήγε
και παραδόθηκε μόνος του στις αρχές.
Μέσα στη φυλακή έγραψε το τραγούδι “Βάτους και αγκάθια πάτησα Βασίλω μου”
(αναφέρεται στις δυσκολίες που πέρασε διεκδικώντας τον έρωτά της) το
οποίο τραγουδιέται ακόμα και μέχρι τις μέρες μας σε όλη τη Στερεά Ελλάδα
και χορεύεται σε ρυθμό 7/8 (συρτό-καλαματιανό).
Λέγεται πως μέχρι και την ημέρα που πέθανε ο Μπούρος δεν έβγαλε ποτέ από πάνω του το μαύρο αυτό πουκάμισο…
Έγκλημα πάθους, έγκλημα ζηλοτυπίας; Πόσο θύτης και πόσο μάλλον θύμα υπήρξε ο Μπούρος;
Ποιοι λόγοι αλήθεια τον ώθησαν σε αυτή την πράξη; Την αγαπούσε τόσο πολύ…ώστε να την σκοτώσει; “Κάλλιο να ιδώ το αίμα σου στη γη να κοκκινίζει, παρά να δω τα μάτια σου άλλος να τα φιλήσει.”
Δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα την έχει άλλος; Ή μήπως ένιωθε παράλληλα
προδωμένος, καθώς το όνομά του σπιλλώθηκε, χωρίς ο ίδιος να φταίει και ο
αρραβώνας του διαλύθηκε χωρίς να του δοθεί καμιά εξήγηση; Θα μπορούσε
σε μια τέτοια περίπτωση να γίνει λόγος και για έγκλημα τιμής;
Η αλήθεια είναι ότι όσο “στεγνό” και να
φαίνεται το να προσπαθείς να οριοθετήσεις και να βάλεις σε καλούπια μια
ανθρώπινη πράξη, μια ανθρώπινη ιστορία κατά βάση (σαν να προσπαθείς να
εκλογικεύσεις το συναίσθημα και να δεις τα πράγματα όχι τόσο από την
“ευαίσθητη” αλλά από τη νομική σκοπιά) ωστόσο υπάρχει πολύ μεγάλο
ενδιαφέρον -και όχι μόνο νομικό- στο να δούμε αν η πράξη του Μπούρου
υπαγορευόταν από παρορμητισμό/ερωτικό πάθος ή από κάποιον άλλο λόγο.
Σίγουρα ποτέ δε θα είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποια είναι η αλήθεια, όσο
πιο κοντά φτάσουμε όμως, τόσο πιο πολύ θα ξέρουμε ποια θα είναι η στάση
μας απέναντί του όταν διαβάζουμε την υπόθεση ή ακούμε το τραγούδι.
Διότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Rauch στο βιβλίο του “L΄ amour à
la lumière du crime”, ένα έγκλημα γίνεται κατανοητό από τη στιγμή που ο
δράστης παραμένει ένας από εμάς.
Το πρώτο βήμα που μπορούμε να κάνουμε
είναι να εντοπίσουμε το εγκληματικό κίνητρο του Μπούρου και να δούμε αν
όντως πρόκειται για έγκλημα πάθους. Ο προσδιορισμός του κινήτρου ως του
τελικού ειδικού αιτίου διάπραξης εγκλημάτων αποτελεί το κομβικό σημείο
ύστερα από την αποσαφήνιση του περιεχομένου του οποίου η ερευνητική
πορεία τίθεται πλέον σε τελική τροχιά. Παριστάμενο σχηματικά, το κίνητρο
του εγκλήματος αποτελεί ουσιαστικά την κορυφή ενός κωνικού σχήματος, με
το οποίο κάθε μελετητής της κοινωνικής παθολογίας μπορεί να παραστήσει
το σύνολο των αιτιών της εγκληματογένεσης1.
Ήταν το κίνητρο του Μπούρου το ερωτικό πάθος;
Η εκ ζηλοτυπίας βίαιη εγκληματική πράξη
μπορεί πολλές φορές να θεωρηθεί ως εξωτερίκευση ενός ασταθούς, ή πάντως
εν αμφιθυμία ψυχικού κόσμου. Όπως γίνεται δεκτό τόσο στις κοινωνικές όσο
και στη νομική επιστήμη, οι ορμέμφυτες και αυθόρμητες πράξεις, οι
λιγότερο “επίσημες”, από την άποψη της ψυχολογίας, δεν είναι ποτέ “απλά
λογικά προϊόντα” αλλά συνοδεύονται από ορισμένη συγκινησιακή τονικότητα,
της οποίας το πραγματικό ύψος και η προέλευση παραμένουν αφανείς2.
Στο πλαίσιο μιας διαπροσωπικής σχέσης
γαμικής-ερωτικής φύσης, ο ανθρώπινος οργανισμός ως ψυχοσωματική οντότητα
γίνεται κατά κανόνα δεκτό ότι πολλαπλασιάζει τις αυθόρμητες πράξεις
του, οι περισσότερες μάλιστα από τις οποίες αποκτούν συγκεκριμένο
αποδέκτη, τον ερωτικό του σύντροφο. Ως ερωτική ζηλοτυπία, λοιπόν, θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί το γέννημα της σταδιακής αφύπνισης των ψυχικών
διαδικασιών εκείνων οι οποίες “ πυροδοτούνται” , όταν ένας από τους δυο
ερωτικούς συντρόφους εισπράττει την έμπρακτη εκδήλωση της προσωπικής
του απόρριψης από τον έτερο. Για τον Μπούρο τόσο η διάλυση του αρραβώνα
(του παίρνουνε ξαφνικά την κοπέλα που αγάπησε χωρίς καμία εξήγηση), όσο
και η τελική απόφαση της Βασιλικής να μην τον ακολουθήσει λειτουργούν ως
απόρριψη.
Ο έρωτας είναι ένα σύνθετο “πάθος” αποτελούμενο από την επιθυμία να αγαπάς και από την “κατοχή” του αγαπημένου αντικειμένου3.
Άρα υπάρχει μια διαρκής αντιπαράθεση της καρδιάς με το “λογικό”:
ξεκινάει συνήθως με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό για το άλλο πρόσωπο και
γρήγορα περνάει στο πάθος. Από τη μια έχουμε πιο ζωώδη και πρωτόγονα
ένστικτα και από την άλλη το “λογικό” να προσπαθεί να τα ελέγξει. Τα
φυσικά του επακόλουθα είναι η επιτάχυνση της αναπνοής, ο ακανόνιστος
ρυθμός του σφυγμού, το αναψοκοκκίνισμα και το μαράζι. Είναι το πιο
“ασυμβίβαστο” από όλα τα πάθη. Αλλά όσο ορμητικό, αδίστακτο και
πρωτόγονο από τη φύση του κι αν είναι, τόσο, όταν φτάσει στην υπερβολή
καταλήγει σε τραγωδία, όλεθρο και πόνο.
Η ερωτική ζήλια συνδέεται πολύ έντονα με
το αίσθημα της κτητικότητας. Συνήθως είναι αυτοαναφλεγόμενο “πάθος” με
την έννοια ενός φυτιλιού που στοχεύει στον αποδέκτη του αλλά ταυτόχρονα
επιστρέφει και στον ίδιο τον πομπό, έτοιμο να τον ανατινάξει (σαν ένα
όπλο που εκπυρσοκροτεί). Τέλος, όσον αφορά το κομμάτι της “εκδίκησης”
του ερωτευμένου ζηλότυπου: “η εκδίκηση είναι ανυπόμονη και ακούραστη
στο να κυνηγάει το καταραμένο αντικείμενο της αναζήτησής της. Δεν
ξεκουράζεται ούτε μέρα ούτε νύχτα έως ότου ικανοποιήσει τη δίψα της για
αίμα”4.
Και να λοιπόν που μπαίνει κι ένα νέο προς
εξέταση στοιχείο: αυτό της εκδίκησης. Ο Μπούρος σκότωσε επειδή ήταν
ερωτευμένος, επειδή δεν άντεχε στη σκέψη ότι κάποιος άλλος θα έπαιρνε
την αγαπημένη του μακριά του. Μήπως όμως σκότωσε και για έναν επιπλέον
λόγο; Επειδή κάποιο κομμάτι μέσα του επιζητούσε εκδίκηση;
Ένιωσε απόρριψη. Η σκέψη “αν δεν την έχω
εγώ δεν μπορεί να την έχει κανείς” τί ακριβώς δείχνει στ΄ αλήθεια;
Μελετώντας τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων στις οποίες η ερωτική
ζηλοτυπία αναδεικνύεται με την “εκδικητική” αυτή χροιά, διαπιστώνεται
ότι πριν από την εκάστοτε εγκληματική ενέργεια κατά κανόνα προηγείται η
οριστικοποίηση της συναισθηματικής – ερωτικής απόρριψης του δράστη.
Πράγματι, ο Μπούρος ήθελε πάνω απ’ όλα να την κλέψει. Όταν είδε και
βεβαιώθηκε πως εκείνη δε θα πήγαινε μαζί του (απόρριψη) τότε και τη
σκότωσε.
Από την άλλη το γεγονός ότι ήταν ήδη
οπλισμένος, καθώς και το γεγονός ότι κάθε βράδυ την παραμόνευε
παραπέμπουν αν όχι σε καλοστημένο και ως προς όλες τις λεπτομέρειες
υπολογισμένο σχέδιο, τουλάχιστον σε ένα υποτυπώδες σχέδιο που
απομακρύνεται στοιχειωδώς από τον παρορμητισμό και αυθορμητισμό που
χαρακτηρίζει συνήθως τα εγκλήματα πάθους.
Σίγουρα ποτέ δε θα μάθουμε το πώς ακριβώς
σκέφτηκε, ένιωσε και ενήργησε ο δράστης που θανάτωσε το έτερον του
ήμισυ. Σε αντίθεση με άλλα εγκλήματα (ληστεύω μια τράπεζα για να γίνω
πλούσιος, κλέβω για να φάω, σκοτώνω γιατί απειλούμαι και βρίσκομαι σε
άμυνα) τα εγκλήματα ερωτικού πάθους θα έχουν πάντα μέσα τους κάτι
σκοτεινό και λιγότερο ευδιάκριτο. Είναι ίσως αυτό που δυσκολεύει τη
νομολογία να κρατήσει λιγότερο δύσπιστη στάση απέναντι σε αυτού του
είδους τα εγκλήματα. Είναι αυτό που την κάνει να αγνοεί πως ο βρασμός σε
αυτού του είδους τα εγκλήματα δεν εξαντλείται στις αψιθυμίες της
στιγμής. Το θόλωμα του μυαλού του δράστη μπορεί να ξεκινήσει σε αρκετά
πρότερο σημείο από αυτό της εγκληματικής απόφασης και είναι δυνατό να
συντηρηθεί αν δεν μεσολαβήσει ικανό χρονικό διάστημα μεταξύ απόφασης και
τέλεσης το οποίο να επιτρέπει την ήρεμη σκέψη. Παρόλα αυτά, «η
νομολογία παγίως μεταφράζει το οποιοδήποτε μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα
ως την σκόπιμα σπαταλημένη ευκαιρία του κατηγορουμένου να αποκτήσει
ήρεμη σκέψη και καταδικάζει σε 44 από τις 48 περιπτώσεις τους
κατηγορουμένους για το ότι φόνευσαν “ήρεμοι” το έτερόν τους ήμισυ»5.
Ποιος ξέρει όμως, μπορεί να είναι κι έτσι…
Βάτους κι αγκάθια πάτησα, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν Βασίλω, όσο να σ’αγαπήσω
Και τώρα που σ’αγάπησα, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν Βασίλω, μου λένε να σ’αφήσω.
Μου λένε να σ’αφήσω και να σε παρατήσω.
Φέτος τα στάρια χάλασαν, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω και τι ψωμί θα φάμε
στο δρόμο που θα πάμε.
Φέτος τ’αμπέλια χάλασαν, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω, και τι κρασί θα πιούμε
Όταν στεφανωθούμε;
Κάλλιο να΄ιδώ το αίμα σου, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω, στη γη να κοκκινίζει,
Παρά να δω τα μάτια σου, άλλως να τα φιλήσει.
Στη Πάτρα πάω κι έρχομαι, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω, τι θέλεις να σου στείλω;
Στείλε μου χτένι και γυαλί, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω, και μια πυκνή τσατσάρα.
Το χτένι να χτενίζεσαι και το γυαλί να βλέπεις,
Κι αυτήν την πυκνοτσάτσαρα
Αμάν αμάν, Βασίλω μου, να στρώνεις τα μαλλιά σου.
1. Π. Παπαϊωάννου, Εγκλήματα ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική θεώρηση και Νομολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001, σελ.31
2. Ν. Κ. Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον, τ. Α΄, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1985, σελ.151-152
3. L. Forbes Winslow, The insanity of passion and crime, London John Ouseley, LTD, 1913, σελ. 46-50
4. L. Forbes Winslow, The insanity of passion and crime, London John Ouseley, LTD, 1913, σελ. 17
5. Π. Παπαϊωάννου, Εγκλήματα ζηλοτυπίας-Εγκληματολογική θεώρηση και Νομολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ 143-144
Οι πληροφορίες για την ιστορική προέλευση του ως άνω τραγουδιού έχουν ληφθεί από την ιστοσελίδα www.trikorfonews.gr, όπως σχετικώς παραπέμπει σε βιβλίο του Ιερώνυμου Δελημάρη.
Πηγή