Κάτια Γιαννακοπούλου: Πυροβολώντας τον επίγειο θεό της – I

Κάτια Γιαννακοπούλου

«Kύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησον τη δούλη σου την ανάξια και αμαρτωλή και ανάπαυσε την ψυχή του πατρός Ανθίμου»
(Κάτια Γιαννακοπούλου απολογούμενη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, 8.11.2001)

Τρίτη 22 Ιουλίου 1997.
Μια περίεργη είδηση ταράζει την ελληνική επικαιρότητα. «Μυστηριώδης γυναίκα δολοφονεί εν ψυχρώ αρχιμανδρίτη έξω από το σπίτι του στην Νέα Σμύρνη» μεταδίδουν ως πρώτο θέμα τα ΜΜΕ, και δύο μέρες αργότερα το μυστήριο αρχίζει να ξετυλίγεται. Η γυναίκα συλλαμβάνεται έξω από μοναστήρι στη Μάνδρα Αττικής – το όνομα αυτής Αικατερίνη (Κάτια) Γιαννακοπούλου. Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης που αποκαλύπτονται σταδιακά συγκλονίζουν την κοινή γνώμη : Ένας ιερέας, Αρχιμανδρίτης, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας, ένας απαγορεύμενος έρωτας, πάθος, χρήμα, και οκτώ σφαίρες που γράφουν τον επίλογο σε μια από τις πλέον πρωτόγνωρες υποθέσεις των ποινικών χρονικών της χώρας.

Η Κάτια Γιαννακοπούλου ήταν μια μέση Ελληνίδα της εποχής της. Όταν συνελήφθη ήταν 42 ετών, ζούσε με τον σύζυγο και τον 18χρονο γιο της στην Καλλιθέα και εργάζοταν ως πλασιέ διαφημιστικών δώρων. Το θύμα, ο Άνθιμος Ελευθεριάδης, 59 ετών, ήταν Αρχιμανδρίτης στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου έως το έτος 1995, οπότε και απολύθηκε για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο, και μετέβη στο Λονδίνο, διακονώντας στην εκεί Μητρόπολη.

Ἐν αρχῄ ἣν ὁ λόγος…
Γνωρίστηκαν τυχαία το 1989. Η Γιαννακοπούλου δεν ήταν θρήσκα, ούτε γυναίκα της εκκλησίας, είχε να εξομολογηθεί από τα 13 της χρόνια. Λόγω προσωπικών προβλημάτων φέρεται να αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί και στράφηκε στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, τον ιερέα με τον σαγηνευτικό λόγο που γοήτευε τους συνομιλητές του και το ποίμνιο στον ιερό ναό Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου. Την γοήτευσε αμέσως, ο λόγος του και η προσωπικότητά του την μαγνήτισαν. Οι επισκέψεις της στην εκκλησία τους επόμενος δύο μήνες έγιναν συχνότερες, ο θαυμασμός της για τον Πατέρα Άνθιμο μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, δεν τον έκρυβε ούτε από τον σύζυγό της. Έγινε ο πνευματικός της, ο έρωτας όμως δεν είχε έρθει ακόμα.

Σύμφωνα με όσα η ίδια κατέθεσε επί 9 ώρες ενώπιον του 2ου Ειδικού Ανακριτή κ. Κων. Γκανιάτσου, αλλά και στην 27 σελίδων έγγραφη απολογία της, ο ιερέας ήταν αυτός που έκανε το πρώτο βήμα για να τραπεί η σχέση τους από πνευματική σε ερωτική. Μια μέρα την κάλεσε σπίτι του, και εκείνη πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κουβέντιασαν για πολλά, πνευματικά και μη. Τότε ο Άνθιμος της πρότεινε να της διδάξει τον έρωτα, εκείνη δέχθηκε και τον φίλησε επί ένα τέταρτο, χωρίς να λογαριάσει το χρόνο και την ανάσα της, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, πριν υποκύψουν αμφότεροι στο πάθος που τους κυρίευσε. Έρωτας με διάρκεια και ένταση, λέει η ίδια.

Η Γιαννακοπούλου αισθάνεται τύψεις για όσα συνέβησαν και αναζητά λύτρωση στον πνευματικό της. Εξομολογείται στον Άνθιμο όλα όσα μαζί έκαναν, και εκείνος της δίνει την πολυπόθητη συγχώρεση και λύτρωση, αποδίδοντας τα πάντα στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Η φράση του αυτή λειτούργησε μέσα της ως καταλύτης. Από αυτό το σημείο και μετά αφέθηκε και έζησε τον απόλυτο έρωτα με τον Πατέρα Άνθιμο, όπως συνεχίζει έως σήμερα να τον αποκαλεί, χωρίς αναστολές. Του δόθηκε απόλυτα, θέτοντας στην διάθεσή του όλο της το είναι, τα χρήματά της, αδιαφορώντας για την οικογένειά της, τα πιστεύω και τις αρχές της. Οι συνευρέσεις τους συχνές, 3 με 4 φορές την εβδομάδα, με πάθος και διάρκεια, ακόμα και στην συζυγική στέγη. Τον λάτρευε, εξάλλου εκείνος της είχε ζητήσει «να είναι η Φοίβη του και να τον διακονεί όπως η Φοίβη τον Άγιο Παύλο».

Άνθιμος Ελευθεριάδης

Έρως ο υλικός
Η σχέση τους συνεχίζεται – πάντοτε κρυφά – με την ίδια ένταση τα επόμενα 6 χρόνια, με τη Γιαννακοπούλου να έχει παραμερίσει τα πάντα για τον Άνθιμο. Ζούσε για εκείνον, τον αγαπούσε απόλυτα και άνευ όρων, στο πλευρό του βίωνε, κατά τα λεγόμενά της, την απόλυτη ταύτιση. Όπως υποστήριξε αργότερα, από το έτος 1990 έως και τον Μάρτιο του 1996 του δάνειζε μεγάλα ποσά χρημάτων, βοηθώντας τον να υλοποιήσει αυτό που του είχε ζητήσει η Παναγία σε ένα όραμα, αλλά καλύπτοντας και προσωπικές του ανάγκες. Η Γιαννακοπούλου λίγο μετά την σύλληψή της ανέφερε στους άνδρες της Ασφαλείας ότι ο αρχιμανδρίτης τής είχε πει πως πήγε στον ύπνο του η Παναγία και του ζήτησε να φροντίσει για την κατασκευή ενός μεγάλου εκκλησιαστικού έργου. Εκείνος φέρεται να απάντησε: «Δεν έχω Παρθένα μου λεφτά». Και τότε ­ κατά τα λεγόμενα πάντα της Γιαννακοπούλου ­ ο πατέρας Άνθιμος έλαβε την εξής απάντηση: «Θα σε βοηθήσει η Κάτια». Και τον βοήθησε, δίνοντας του 7 εκ. δραχμές από τον κοινό λογαριασμό που διατηρούσε με τον σύζυγό της. Το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο, κατά καιρούς η Γιαννακοπούλου κατέθετε, πάντα κρυφά από τον σύζυγό της, σημαντικά ποσά στο λογαριασμό του Άνθιμου, ακόμα και όταν αυτός βρισκόταν εκτός Ελλάδας, συνολικού ύψους κατά τους ισχυρισμούς της 27.500.000 δρχ.

Η αρχή του τέλους
Το 1995 εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια καμπής στην σχέση τους. Ο αρχιμανδρίτης αρχίζει να ασφυκτιά και της ζητά να ξεκόψουν. Βρίσκει την τέλεια ευκαιρία στην απόλυση του από την Παναγίτσα του Π. Φαλήρου από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο, αποφασίζει να φύγει στο εξωτερικό και εγκαθίσταται στο Λονδίνο. Η Γιαννακοπούλου αρνείται να δώσει τέλος στην σχέση τους. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ο Άνθιμος ήταν πλέον για εκείνη όλη της η ζωή. Τον επισκέπτεται συχνά στο Λονδίνο, ακόμα και αυθημερόν, για να μην κινήσει τις υποψίες του συζύγου της. Εκείνος όμως φαίνεται ολοένα και πιο απόμακρος, αδιάφορος, δείχνει να μην τη θέλει πια όπως παλιά. Προσπαθεί να την αποφύγει, όσο όμως εκείνος την κάνει πέρα, τόσο η Κάτια επιμένει και γίνεται φορτική. Στην σκέψη ότι τον χάνει τρελένεται, αισθάνεται μόνη, προδομένη, πονάει και υποφέρει, όπως δηλώνει.

Προκειμένου να τον κρατήσει κοντά της, αρχίζει να τον απειλεί και να τον εκβιάζει. Μαγνητοφωνεί τις ερωτικές τους συνερεύσεις και τις τηλεφωνικές συζητήσεις τους. Δεκάδες κασέτες με το καταγεγραμμένο υλικό κατατίθενται στην συνέχεια στον ανακριτή ώστε να αποκαλυφθεί η πραγματική φύση της σχέσης τους. «Η Κάτια Γιαννακοπούλου, την στιγμή που κατάλαβε ότι ο άνθρωπος αυτός που λάτρευε έκρυβε ένα άλλο, ψεύτικο πρόσωπο κάτω από το ράσο του, κατέγραψε πολλές συνομιλίες που αποδεικνύουν πλήρως τους ισχυρισμούς της» δήλωσε αργότερα στα ΜΜΕ ο Αλ. Κατσαντώνης, συνήγορος υπεράσπισης της Γιαννακοπούλου.

Ο Άνθιμος ωστόσο συνεχίζει να την αγνοεί. Τον Σεπτέμβριο του 1996 επισκέπτεται την Ελλάδα για να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα χωρίς να την ενημερώσει. Η Γιαννακοπούλου το μαθαίνει και καταλαβαίνει πως ήρθε το τέλος. Προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει, αλλά αντιμετωπίζει την άρνηση του ιερέα, ακόμα και την σκληρότητά του. Στις 7 Μαρτίου 1997 συναντιούνται στο σπίτι του, διαπληκτίζονται και η Γιαννακοπούλου τραυματίζει τον Άνθιμο στο λαιμό με μαχαίρι.

Στο διάστημα που ακολουθεί, η Γιαννακοπούλου προσπάθησε κατ` επανάληψη να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον αρχιμανδρίτη, αυτός όμως, άλλοτε της έλεγε να μην τον ενοχλεί, άλλοτε την απέφευγε και άλλοτε προσποιείτο ότι δεν καταλάβαινε ποια ήταν.  Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών περιγράφει σκαιότατα την συνέχεια: «Υστερα από αυτά η Γιαννακοπούλου, όντας άτομο εγωϊστικό που ήθελε πάντα “να γίνεται το δικό της” και θεωρώντας τον εαυτό της αδικημένο που ο αρχιμανδρίτης την απέρριπτε και είχε αποφασίσει μόνος του χωρίς αυτήν να διακοπεί η όλη σχέση τους, αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον σκοτώσει».

Ο επίλογος
Η Κάτια είχε πάρει πια την απόφασή της. Τον Ιούνιο του έτους 1997 μεταβαίνει στην πλατεία Ομόνοιας και αγοράζει ένα οκτάσφαιρο πιστόλι μάρκας Geco 225, διαμετρήματος 9 mm, μετασκευασμένο ώστε να πυροβολεί φυσίγγια 7,65 mm και τρία κουτιά με φυσίγγια, αντί του συνολικού ποσού των 500.000 δραχμών, τα οποία και κρύβει στο υπνοδωμάτιό της. Στο διάστημα που ακολουθεί επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον Άνθιμο, επικαλούμενη διάφορες αφορμές. Εκείνος αρνείται την επικοινωνία και αρκείται στην διαβεβαίωση ότι μόλις θα έλθει στην Ελλάδα θα κανονίσουν τις οικονομικές τους εκκρεμότητες.

Στις 20 Ιουλίου 1997 η Γιαννακοπούλου τηλεφώνησε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Λονδίνο, ζητώντας τον αρχιμανδρίτη, αλλά την πληροφόρησαν ότι αυτός βρισκόταν στην Ελλάδα. Ο Άνθιμος της το αρνήθηκε, όταν αμέσως μετά αυτή του τηλεφώνησε στο κινητό του τηλέφωνο, λέγοντάς της ότι θα της τηλεφωνούσε εκείνος στις την επόμενη ημέρα. Πράγματι στις 21 Ιουλίου ο αρχιμανδρίτης επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της και της είπε ότι βρίσκεται στην Ελλάδα, οπότε αυτή του ανέφερε για το θέμα των χρημάτων, αφού κατά τους ισχυρισμούς της, μόνο αυτό τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Αυτός της απάντησε ότι θα μείνει λίγες ημέρες στην Ελλάδα και ότι θα την συναντούσε τις επόμενες ημέρες, όχι όμως στο σπίτι του.

Η Κάτια τότε συνειδητοποιεί ότι ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Έτσι το πρωινό της ημέρας εκείνης πήγε στην πολυκατοικία που βρίσκεται το διαμέρισμά του και του χτύπησε το κουδούνι, για να της ανοίξει. Ο Ελευθεριάδης της ζήτησε να φύγει, κάνοντάς της παρατήρηση που τόλμησε να πάει εκεί χωρίς προηγούμενο τηλέφωνο. Αυτή όμως δεν έφυγε και ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ο ιερέας βλέποντας τη επιμονή της, της ζητά από το θυροτηλέφωνο να φύγει, γιατί αλλιώς θα φωνάξει την αστυνομία. Η Γιαννακοπούλου πληγωμένη από την απόρριψη φεύγει και πηγαίνει σπίτι της, όπου περίμενε να ξημερώσει.

Την επόμενη ημέρα, 22 Ιουλίου 1997, η Γιαννακοπούλου είναι έτοιμη. Στις 8.30 π.μ. αφού ντύθηκε, λίγο πιο προκλητικά από ό,τι συνήθως, και πήρε μαζί της και άλλα ενδύματα, διαβατήριο και όσα χρήματά της είχε στο σπίτι, ζήτησε από τον άνδρα της να της ετοιμάσει το γάλα της, ώστε αυτή να βρει την ευκαιρία να πάρει μαζί της το όπλο και τα φυσίγγια.  Έφυγε από το σπίτι της, λέγοντας στον άνδρα της ότι πηγαίνει σε μία δουλειά και θα γυρίσει Με το αυτοκίνητο του κουνιάδου της, για να μην την αναγνωρίσει ο Άνθιμος, πήγε στη Νέα Σμύρνη και στάθμευσε στην οδό Φιλαδελφείας, λίγο πιο μακρυά από τον αριθμό 8, περιμένοντας τον Άνθιμο να εμφανιστεί. Στο σημείο εκείνο περίμενε σχεδόν δύο ώρες.

Γύρω στις 10.30` π.μ. ο αρχιμανδρίτης βγήκε από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκε προς το τζιπ του. Η Γιαννακοπούλου, μόλις τον είδε, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς αυτόν. Ο Άνθιμος δεν την αντιλήφθηκε καθώς εκείνη φορούσε την περούκα που εκείνος της είχε αγοράσει για τις κρυφές συναντήσεις του και μαύρα γυαλιά ηλίου. «Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Ελεγα: Τι πάω να κάνω; Έβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω», θα πει αργότερα στον ανακριτή. Μόλις τον είδε προσπάθησε να του μιλήσει. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και της γύρισε την πλάτη. Έβγαλε το περίστροφο από την τσάντα της και τράβηξε τη σκανδάλη. Πυροβόλησε «ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες». 8 φορές. Στο κεφάλι, στο υπογάστριο και στο υπόλοιπο σώμα του, την πρώτη φορά από πίσω σχεδόν εξ` επαφής και τις επόμενες επτά φορές από απόσταση μισού μέτρου, με «πρωτοφανή ψυχραιμία, αναλγησία αλλά και αποφασιστικότητα» και με τα δυο της χέρια τεντωμένα, «για καλύτερα βλητικά αποτελέσματα», σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις. Ο Άνθιμος κείται στο οδόστρωμα νεκρός. Μέσα στον πανικό που ακολούθησε, η Γιαννακοπούλου χάθηκε στο πλήθος. Περιπλανήθηκε για δύο ημέρες ώσπου συνελήφθη έξω από μοναστήρι στην Μάνδρα Αττικής.

«Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε η απολογία της ενώπιον του ανακριτή. Η Γιαννακοπούλου φάνηκε να είναι ακόμα και μετά την πράξη της ολοκληρωτικά δοσμένη στον Άνθιμο. Δηλώνει μετανιωμένη, νιώθει τύψεις για τον Άνθιμο, την οικογένειά της, τον εαυτό της. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου». Η οικογένειά της, ο σύζυγός της κι ο τότε 18χρονος γιός της, στέκονται στο πλευρό της.

Συνεχίζεται

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013