Κατά τη αρχαία ελληνική εποχή υπερισχύει η άποψη ότι είναι πιθανό να βλάψει κανείς τον εχθρό του μέσω μαγικών μέσων, ένα από αυτά τα μέσα είναι και οι κατάδεσμοι (Κακουλέ,1948:167). Οι πινακίδες αυτές των καταρών (tabelae defixionum) είναι μια βασική πηγή για τις γνώσεις που έχουμε για τη μαγεία. Ο όρος defixio προέρχεται από το λατινικό ρήμα defigere, που σημαίνει κυριολεκτικά «μπήγω» «προσηλώνω», αλλά είχε και το δυσοίωνο νόημα του «παραδίδω κάποιον στις δυνάμεις του κάτω κόσμου». Ήταν δυνατό να καταραστείς έναν εχθρό μέσω του ομιλούμενου λόγου, είτε παρουσία του είτε πίσω από την πλάτη του, και αυτό θεωρούνταν αποτελεσματικό. Προφανώς υπήρχαν λόγοι για να γραφεί το όνομα του θύματος σε ένα λεπτό φύλλο μολύβδου με μαγικές φόρμουλες ή σύμβολα και να ταφεί αυτή η πινακίδα μέσα ή κοντά σε ανοιγμένους τάφους, σε τόπους εκτέλεσης ή πεδία μάχης. Η υπερισχύουσα άποψη ήταν για να δοθεί στα πνεύματα των νεκρών η δύναμη για να βλάψουν το θύμα. Στη συνέχεια πινακίδες των καταρών καρφώνονταν με ένα καρφί ή ρίχνονταν σε πηγάδια, πηγές ή ποτάμια.
Συνίσταται το
τελετουργικό απόθεσής του σε τάφο. Πρόκειται για ένα μεταλλικό, κατά βάση
έλασμα, και συνήθως είχε πάνω του γραμμένο το όνομα του ανθρώπου που μισούσε,
αυτός που διενεργούσε το τελετουργικό και συνοδεύοταν από μερικές αρές
-κατάρες-. Πολλές φορές ήταν καρφωμένο με κάποιο καρφί, ή υπήρχε κάποιος
πάσσαλος στον οποίο είχε τοποθετηθεί ένα ομοίωμα του εχθρού. Βασικός στόχος
ήταν να επιφέρει βλάβες ανάλογες, είτε πνευματικά, στον νου, είτε να παραλύσουν
τα άκρα, το κεφάλι, να προκληθεί καρδιακή νόσος, να τυφλωθεί κλπ. Αυτού του
είδους η μαγεία, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, λέγεται ότι
πρωτοξεκίνησε στην Ελλάδα από τους ελληνιστικούς χρόνους με απαρχές την Ασία
και την Αίγυπτο (Audollent, 1967:425). Τα έθιμα αυτά φαίνεται πως ήταν παμπάλαια και
πολύ κοινά μέχρι και σήμερα.
Οι κατάδεσμοι στην πλειοψηφία τους είναι νεκρικά ευρήματα προερχόμενα από τάφους αώρων ή βιαιοθάνατων. Οι αδικοχαμένοι αυτοί νεκροί ήταν το καλύτερο μέσο επίτευξης των στόχων που αναγράφονται στους καταδέσμους και αυτό γιατί πιστεύεται πως τα πνεύματά τους ζουν το κείμενό τους πάντα πρόθυμα για οποιαδήποτε εκδίκηση, είτε δραστηριοποιούμενα αυτά τα ίδια, είτε μεταφέροντάς τα ως αγγελιαφόροι στις χθόνιες θεότητες.
Η
μαύρη μαγεία των καταδέσμων και των καταπασσαλεύσεων άνθησε στην εποχή του
Πλάτωνα. Οι κατάδεσμοι με παραγωγή από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 5ο
μ.Χ, αιώνα, είχαν πάντα μεγάλη διάδοση στον λαό (Βακαλούδη, 2001:76). Ήταν
αυτές οι πλάκες μετάλλου χαραγμένες με μαγικούς χαρακτήρες και κατάρες. Ανήκαν
στον χώρο της ελληνικής λαϊκής δεισιδαιμονίας και του λαϊκού αντικοινωνικού
τσαρλατανισμού. Έχουν γίνει αρκετές μελέτες πάνω στο θέμα των καταδέσμων τόσο
από Έλληνες όσο και από ξένους εξερευνητές μεταξύ των οποίων R. Wunsch, A.Audollent. Μεγάλο θέμα αποτέλεσε το αν οι αρχαίοι κατάδεσμοι συνέχισαν
να εξαπλώνονται και να υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Κάποιοι από τους ερευνητές
όπως η Miss Macdonald υποστήριξε ότι από τον 4ο
αιώνα μ.Χ. οι κατάδεσμοι παύουν να υπάρχουν.
Ο R.Wunsch ισχυρίστηκε ότι η χρήση των καταδέσμων
έπαψε με τη λήξη των ιπποδρομιών, ενώ αντίθετα ο Audollent αναφέρει πως οι κατάδεσμοι συνεχίζουν να μας απασχολούν και
μετά τον 4ο αιώνα. Το μέλλον αποκαλύπτει, με τη συνδρομή της
αρχαιολογικής σκαπάνης, ότι οι κατάδεσμοι ουδέποτε έπαψαν να μας απασχολούν και
συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα. Οι αλλαγές που παρουσιάζονται έχουν
να κάνουν με το υλικό κατασκευής τους, τον τόπο που εντοπίζονται και το
τελετουργικό που τα συνοδεύει. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μ. Ψελλού ο
οποίος είπε αναφορικά με τα δαιμόνια ότι «κατεργάζονται τραγικά πάθη δεμένα με
λεπτό τμήμα κεριού ή μολύβδου»(Ψελλός:122,869,) ενώ ο Θεόδωρος Βαλσαμών κάνει
λόγο για «κηρόπλαστα ειδώλια» τα οποία έριχναν οι μάγοι στους ταφικούς
θαλάμους.
Αναφορικά με
τον τόπο παρατηρείται πως οι αρχαίοι συνήθιζαν να θάβουν τους καταδέσμους μέσα
στους τάφους^υ^Λ,1987: xii). Κατά τους αρχαίους χρόνους οι κατάδεσμοι ρίχνονταν στα
«φρέατα» ή την θάλασσα(Α^ο1^η^1967^χνίί). Αρκετά μεταγενέστερα βέβαια, και αυτό
με τον ισχυρισμό ότι με κανέναν τρόπο δεν επρόκειτο να λυθούν αυτά τα μάγια.
Κατά τον David Jordan, ο οποίος
έκανε εκτενείς μελέτες πάνω στις μολύβδινες αυτές πινακίδες, αποτυπώνονται
κατάρες. Αυτές οι κατάρες ανήκουν σε δύο είδη. Αρχικά προσευχές που
απευθύνονται σε θεότητες, συνήθως χθόνιες και φυσικά κατάρες που
συνεπάγονται μαγικές δραστηριότητες. Η διάκριση αυτή έγινε από τον H.S. Versnel(1991) ο οποίος ονομάζει τον πρώτο τύπο “judicial prayers”. Αυτό που μας απασχολεί βέβαια στην παρούσα εργασία είναι το
δεύτερο σε σχέση με τις κατάρες. Οι πινακίδες αυτού του είδους
πρωτοεμφανίζονται στις αρχές του 5ου αιώνα και φτάνουν μέχρι τους ρωμαϊκούς
χρόνους. Τα αρχαιότερα ευρήματα μας δείχνουν ότι είναι συχνά γραμμένα με έναν
ειδικό τρόπο ή είναι τρυπημένα με καρφιά. Χρησιμοποιείται βέβαια ο όρος
κατάδεσμος, παρόλο που υπαινίσσεται δέσιμο παρά τρύπημα.
Υπάρχουν
δύο μεγάλες συλλογές. Η πρώτη είναι του Wunsch(1987) και
αφορά αττικούς καταδέσμους. Λίγο μετά τη συλλογή του Erich Ziebarth(1899) δημοσίευσε
κάποιες επιπλέον πινακίδες οι οποίες βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο ης
Αθήνας. Οι πινακίδες αυτές περιλαμβάνονται στη δημοσίευση του Audollent(1904), τη δεύτερη μεγάλη συλλογή που είχε στόχο να συμπεριλάβει
όλους τους σημαντικότερους καταδέσμους (quoquot innotuerunt) που δεν είχε
συμπεριλάβει ο Wunsch(1987) είτε γραμμένοι στα ελληνικά, είτε στα λατινικά είτε σε
κάποια άλλη γλώσσα. Τη περίοδο που ο Audollent συνέλεγε το υλικό του υπήρχε μόνο ένας
κατάδεσμος από την Αίγυπτο και κανένας από την Σικελία. Σήμερα υπάρχουν πολλά
ευρήματα από όλες τις περιοχές και είναι εύκολο να έχει κανείς πρόσβαση. Ο Jordan(1985c) έχει δώσει
βιβλιογραφία, με τη φιλοδοξία να είναι πλήρης, σε σχέση με τους ελληνικούς
καταδέσμους τους οποίους δεν συμπεριέλαβαν οι Audollent και Wunsch. Για τους λατινικούς καταδέσμους μπορεί κανείς να
συμβουλευτεί τον Besnier(1920) και για τα ευρήματα μετά το 1920 τον Solin(1968:23-31). Η
αρχαιότερη ελληνική πινακίδα καταδέσμου εντοπίζεται στη Σικελία, τέλη του 6ου
αιώνα π.Χ., και ανάλογα παραδείγματα εντοπίζονται στην Ελλάδα και
ειδικότερα στην Αττική στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. όπου ο αριθμός
τους αυξήθηκε αρκετά κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.
(Βακαλούδη,2001:77). Αναμενόμενη συνέχεια των καταδέσμων αποτελούν και εκείνοι
της ρωμαϊκής εποχής που βρέθηκαν στην Αθήνα και περιγράφονται ως «μολύβδινα
ελάσματα ενεπίγραφα εύρεθέντα έν Αττική πέραν της ακαδημίας τα μεν είσίν
ατρύπητα, τα δε τρυπημένα με ΏνΉ δυο Ή τρία καρφιά. έτι ένδεκα, Ών έν με
τέσσερα καρφία(Ι) αυτόθεν»(Βακαλούδη,2001).
Το υλικό που
χρησιμοποιείται είναι ο μόλυβδος, όπως αναφέρθηκε πολλάκις, ο οποίος χαρακτηρίζεται
ως ψυχρός, άθυμος, άχρηστος, άτιμος γιατί αστρολογικά συνδέονταν με τον πλανήτη
Κρόνο (αρχαίος ελληνικός θεός της βιαιότητας) και κατά συνέπεια θεωρούνταν το
κατεξοχήν κατάλληλο στοιχείο έλξης του κακού. Οι θεοί που επικαλούνται οι
κατασκευαστές των καταδέσμων είναι οι γνωστοί υποχθόνιοι Εκάτη, Ερμής,
Περσεφόνη, Δήμητρα, Κόρες, Ερινύες και γενικά οι δαίμονες και οι νεκυοδαίμονες
του Κάτω Κόσμου. Το ρήμα που τους εξαναγκάζει να υπακούσουν και να εκτελέσουν
τις εντολές του καταδέσμου είναι το «έξορκίζω σε» . Τα χαρακτηριστικά
ρήματα που χρησιμοποιούνται για την κατάδεση και βλάβη των θυμάτων είναι το «καταδίδημι»
«καταδέω» «δέω» «καταγράφω» «ανατίθημι» (Βακαλούδη,2001:77).
Οι κατάδεσμοι
της κλασικής εποχής εμφανίζουν στο σύνολό τους τοπικά χαρακτηριστικά και είναι
πιθανότατα έργο μη επαγγελματιών. Στη ρωμαϊκή περίοδο ωστόσο, φαίνεται πως
υπάρχουν ψήγματα επαγγελματισμού. Πιθανότατα να γράφονται από επαγγελματίες
γραφείς και όχι από μάγους, επιπλέον υπάρχουν και ενδείξεις ότι γίνεται και
χρήση παπύρων κυρίως από την Αίγυπτο. Τα κείμενα αυτών των πινακίδων εμφανίζουν
συχνά μαγικά ονόματα με εβραϊκά ή αιγυπτιακά στοιχεία. Οι κατάδεσμοι ανάλογα με
τον στόχο τους αφορούν στην ερωτική απομόνωση του εχθρού ή στην αποτυχία της
εργασίας του, στην κατάδεση της γλώσσας του αντιπάλου -φιμωτικοί κατάδεσμοι-
(Βακαλούδη,2001:77), στην αποτυχία αντιδίκων στο δικαστήριο και στην παράλυση
του νου και της γλώσσας τους κατά τη διάρκεια δίκης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
προκαλεί το γεγονός ότι οι πρωιμότεροι από αυτούς έχουν ως στόχο έναν αντίδικο.
Αυτό σημαίνει ότι αυτήν την εποχή ο πολίτης ένιωθε ότι χάνει την εμπιστοσύνη
του στη δικαιοσύνη που απονεμόταν με βάση τους νόμους, που ο ίδιος είχε ψηφίσει
χάρη στη Δημοκρατία και τον Ορθό λόγο. Έτσι ένιωθε την ανάγκη να καταφύγει στις
δυνάμεις του υπερφυσικού. Οι πλέον συνηθισμένοι είναι οι κατάδεσμοι του
Ιπποδρόμου κατά ηνιόχων και των αλόγων τους. Οι αρματηλάτες έκαναν ευρύτατη
χρήση αυτών των μαγικών για τη νίκη τους και την ήττα και καταστροφή των
αντιπάλων τους.
Κάποιοι κατάδεσμοι
παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μια γυναίκα ζητά από τη Δήμητρα και την Κόρη
να τιμωρήσουν εκείνους που την κατηγόρησαν ότι άσκησε φαρμακεία, μαγεία στον
άντρα της. Μια άλλη γυναίκα ζητά από τη Δήμητρα, την Κόρη και τους άλλους
χθόνιους και υποχθόνιους θεούς να τιμωρήσουν την πρώην ερωμένη του συζύγου της.
Μια τρίτη δυσανασχετεί για την άδικη κατηγορία εις βάρος της, ότι είτε η ίδια,
είτε κάποια άλλη, την οποία πλήρωσε, κατασκεύασε κατάδεσμο για να βλάψει έναν
άνδρα. Έτσι λοιπόν για να εκδικηθεί καταριέται με αυτόν τον κατάδεσμο τον εχθρό
της να υποφέρει φριχτά για τις άδικες κατηγορίες που της απέδωσε. Άρα ως
απόρροια αυτών των ενδεικτικών καταρών μπορεί να αναχθεί το συμπέρασμα ότι οι
γυναίκες έπαιζαν πολύ σπουδαίο ρόλο στη χρήση των καταδέσμων και της
φαρμακείας, ιδιαιτέρως στον τομέα της ερωτικής μαγείας.
Οι μολύβδινοι
κατάδεσμοι είναι δείγμα μαύρης μαγείας και στόχος τους είναι να βλάψουν. Τα
φυλακτήρια(σαν τα φυλακτά) εντοπίζονται στον χώρο της λευκής μαγείας και σκοπός
τους είναι να βοηθήσουν τον κάτοχό τους ή άλλους. Και σε αυτήν την περίπτωση
χρησιμοποιούνται μεταλλικά ελάσματα αλλά το μέταλλο που επιλέγεται είναι πιο
πολύτιμο, ασήμι, μπρούτζος ή χρυσός.
Δεν φαίνεται να
υπάρχει κάποια συνολική παρουσίαση των ελληνικών ευρημάτων της λευκής μαγείας.
Δεδομένου ότι τα περισσότερα φυλακτήρια ανήκουν στη ρωμαϊκή εποχή και
παρουσιάζουν, όπως ακριβώς και οι κατάδεσμοι, αρκετές επιδράσεις με εβραϊκό και
αιγυπτιακό περιεχόμενο. Δεν είναι καθόλου σαφές για ποιο λόγο ο ελλαδικός χώρος
δεν έδωσε πολλά δείγματα τέτοιων φυλακτηρίων. Τα δύο πιο γνωστά είναι της
Φθιώτιδας και της Αμοργού.
Οι
καταπασσαλεύσεις ήταν κηρόπλαστα, μολύβδινα, ή από άλλο υλικό, ομοιώματα του
θύματος, τα οποία οι μάγοι κατέδεναν με δεσμά και κατατρυπούσαν με πασσαλίσκους
ή καρφιά στα σημεία όπου επιθυμούσαν να βλάψουν, και κατόπιν τα έχωναν μέσα σε
τάφους. Κάποτε, η κατάρα του μάγου στόχευε στην απώλεια της ψυχής του θύματος.
Η κατάδεση των χεριών και των ποδιών εξομοίωνε στην πρακτική των
καταπασσαλεύσεων μ’ εκείνη των καταδέσμων όπου συναντάται η έκφραση «..καταδω
και..Δρόμωνα πόδας και χειρας». Ένα παρόμοιο ομοίωμα που ανακαλύφθηκε και
ανήκει στον 3ο αιώνα π.Χ. αποτελεί ένα χαρακτηριστικό διαχρονικό
δείγμα της δαιμονικής αυτής βλαπτικής πρακτικής, που όχι μόνο διατηρήθηκε μέσα
στους αιώνες αλλά εμπλουτιζόταν διαρκώς με τη βοήθεια του μαγικού
συγκρητισμού(ανταλλαγής δηλαδή δαιμονικών μαγικών πρακτικών μεταξύ των λαών).
Είναι ένα σώμα ύψους 0.06μ, μέχρι τα γόνατα, κατασκευασμένο από σκληρό μόλυβδο,
που το κεφάλι του είχε κοπεί με μια μαχαιριά. Στέκεται στα γόνατα με τα χέρια
και τα πόδια δεμένα πίσω με ισχυρά μολύβδινα δεσμά. Σταυρωτά σφιχτά επίσης
δένουν το επάνω μέρος του κορμού. Δύο σιδερένια καρφιά είναι μπηγμένα στο
στήθος και την κοιλιά. Οι πρακτικές που είχαν να κάνουν με τους καταδέσμους και
τις καταπασσαλεύσεις ολοκληρώνονταν με τις γοητείες, τις επικλήσεις δηλαδή που
οι άνθρωποι αυτοί έψαλλαν στους τάφους προς τους νεκρούς και τους χθόνιους
δαίμονες για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους.
Ο ίδιος ο
Πλάτωνας ειρωνικά περιγράφει το σκοταδισμό, τον φόβο και την καχυποψία που
επικρατούσαν ανάμεσα στους συμπολίτες τους, καθώς ανακάλυπταν κέρινα ομοιώματα
στο κατώφλι τους ή σε τρίστρατα ή στους τάφους των γονιών τους, πολλές φορές
τρυπημένα με περόνες. Η αιτία που οι γοητείες γίνονταν στους τάφους ήταν η
πεποίθηση ότι η μαντική δύναμη των νεκρομάντεων προερχόταν από τους νεκρούς.
Αυτό οδήγησε τους μάγους στην ιδέα να μετατρέψουν σε έργο τη δύναμη που είχαν
τα φαντάσματα και να θάβουν στους τάφους τους καταδέσμους, ώστε να στρέφουν εναντίον
του θύματος τη βλαπτική μανία των δυνάμεων του κάτω κόσμου και των νεκρών.
Απόσπασπα από τη Διπλωματική εργασία της Φέκου Μαγδαλινής