Ο μαγικός λόγος εμφανίζεται μέσα στα πλαίσια της μαγικής τελετουργίας. Αυτού του είδους η τελετουργία έγκειται στον λόγο, τον χειρισμό αντικειμένων αλλά και των χειρονομιών. Έτσι στην περίπτωση των καταδέσμων της αρχαιότητας οι μαγικές πρακτικές δεν εξαντλούνται μόνο στα μαγικά κείμενα, όπως αυτό αποτυπώνεται πάνω σε μολύβδινα ελάσματα, αλλά περιλαμβάνει και το ίδιο το μολύβι με τις μαγικές του ιδιότητες, το δίπλωμα και το τρύπημα του ελάσματος. Οι τελετουργικές χειρονομίες δεν αφήνουν ίχνη αλλά παίζουν κι αυτές τον ρόλο τους. Τα αντικείμενα, ο χειρισμός τους αλλά και οι χειρονομίες λειτουργούν κατά τον Levi- Strauss σαν μηχανισμοί που επιτρέπουν στην τελετουργία να παρακάμψει τον λόγο: «με τη χρήση τους η τελετουργία συμπυκνώνει σε μια συγκεκριμένη και ενιαία μορφή διαδικασίες που αλλιώς θα έπρεπε να ήταν γλωσσικές. χρησιμοποιεί χειρονομίες και αντικείμενα στη θέση της αναλυτικής διατύπωσης»
Ο καλύτερος
τρόπος να εξιχνιαστεί και να αναλυθεί η μαγεία, είναι η εξέταση λογοτεχνικών
κειμένων. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ποιητές ενδιαφέρονταν για τη μαγεία και
έδωσαν κάποιες καλές περιγραφές μαγικών ενεργειών. Η πρώτη μαγική ενέργεια, που
αναφέρεται στα ελληνικά, βρίσκεται στη δέκατη ραψωδία της Οδύσσειας. Σε αυτήν ο
ήρωας του έπους εμφανίζεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στον δρόμο της
επιστροφής του από την Τροία. Το ίδιο έπος πιθανόν να γράφτηκε τον όγδοο αιώνα
π.Χ. αλλά αντικατοπτρίζει την ηρωική εποχή της Ελλάδας, η οποία συνέπιπτε με το
δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Με άλλα λόγια ο Όμηρος έκανε λόγο για
πράγματα που υποτίθεται πως συνέβησαν πεντακόσια χρόνια πριν τη γέννησή του.
Δούλευε στηριζόμενος στις προφορικές μαρτυρίες, σε παραμύθια, μύθους και
θρύλους. Η ηρωίδα-μάγισσα Κίρκη μοιάζει με την χαρακτηριστική μορφή των λαϊκών
παραμυθιών σε πολλούς πολιτισμούς.
Η μαγεία της
Κίρκης συνίσταται στη χρήση ενός ραβδιού και ότι η άμυνα του Οδυσσέα απέναντί
της περιλαμβάνει ένα βότανο που ονομάζεται μώλυ και που το έχει
αφιερώσει ο θεός Ερμής. Κάποια προαπαιτούμενα της μαγείας συνδυάζονται και εδώ.
Ένα παράξενο εργαλείο που μοιάζει με ραβδί, αλλά που είναι προφανώς
κληροδοτημένο με μαγικές ικανότητες, ένα βότανο που δεν βρίσκεται εύκολα και
ένας θεός που φανερώνει σ’ έναν ευνοούμενό του ένα μυστικό που θα τον σώσει.
Έτσι λοιπόν στην αρχή της καταγεγραμμένης ελληνικής λογοτεχνίας, βρίσκουμε τα
τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μαγεία ως ένα σύστημα κατά την ελληνιστική
εποχή. Ένα μαγικό εργαλείο, ένα μαγικό βότανο και έναν θεό που φανερώνει ένα
σπουδαίο μυστικό.
Τους αιώνες
μετά τον Όμηρο, εμφανίστηκαν κάποιοι άνθρωποι με υπερφυσικές δυνάμεις οι οποίοι
δεν μπορούν να ταξινομηθούν με μεγάλη ακρίβεια. Όπως έχει γίνει αναφορά στο
πρώτο κεφάλαιο είναι οι επονομαζόμενοι μάγοι ή θαυματοποιοί και έχουν
άμεση συνάφεια με τον σαμανισμό και τον ανιμισμό. Οι τρεις διασημότεροι μάγοι ή
σαμάνοι κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον Όμηρο και την ελληνιστική
περίοδο, όταν η μαγεία έτεινε να γίνει μια εφαρμοσμένη επιστήμη, ήταν ο Ορφέας,
ο Εμπεδοκλής και ο Πυθαγόρας. Και οι τρεις τους παρουσιάζουν ομοιότητα αλλά
φυσικά με διαφορετική ταυτότητα έκαστος.
Η ελληνική
φιλοσοφική σκέψη, βασισμένη στη λατρεία της λογικής, φαίνεται φυσικά εντελώς
ασύμβατη με τη μαγεία. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με τις
μαγικές πρακτικές, καταδικάζοντάς τες βέβαια απερίφραστα, τις περισσότερες
φορές. Κατά τον Ντοντς, ο Πλάτων διασταύρωσε γόνιμα την παράδοση του ελληνικού
ορθολογισμού με μαγικές-θρησκευτικές ιδέες που οι πιο απομακρυσμένες ρίζες τους
ανήκουν στον βόρειο σαμανιστικό πολιτισμό.
Υπάρχει ένα
κείμενο του Θεόκριτου, όπου αποτυπώνεται πολύ ζωντανά το πορτραίτο μιας
γυναίκας η οποία μέσω της μαγείας προσπαθεί να κερδίσει πίσω τον αγαπημένο της
ο οποίος την εγκατέλειψε για κάποια άλλη. Αυτό το έκανε με έναν μαγικό,
διαλεκτικό κατάδεσμο γράφοντας πάνω σε αυτόν για την χαμένη της αγάπη αλλά και
την επιθυμία της να γυρίσει ο αγαπημένος της πίσω. Είναι ένας κατάδεσμος ο
οποίος βρέθηκε μέσα σε μια ταφή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ακολούθησε και
τελετουργικό καύσης υλικών που το συνόδευσε. Αρχικά σύμφωνα με το ποίημα, η
νεαρή γυναίκα δίνει σαφείς οδηγίες στην υπηρέτριά της αναφορικά με τα υλικά που
θα χρησιμοποιήσουν για το τελετουργικό, αλλά και την αντίστοιχη ‘ψαλμωδία’, τα
λόγια δηλαδή, που θα ειπωθούν κατά το τελετουργικό. Στο δεύτερο κομμάτι του
ποιήματος η υπηρέτρια εξήλθε για εξωτερικές δουλειές και ακολουθεί ένας
μονόλογος από την πλευρά της γυναίκας η οποία επί της ουσίας προβάρει τα λόγια
της τελετουργίας για την χαμένη της αγάπη.
Όταν οι Έλληνες
φιλόσοφοι ήρθαν σε επαφή με τους Μαγουσαίους και το πρόσωπο του Ζωροάστρη, η
αίγλη των θεωριών τους και όσων εκπροσωπούσαν άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση στην
ελληνική σκέψη και νόηση. Μέσα από μαρτυρίες και γραπτά κείμενα έχουμε αναφορές
από τις επιδράσεις αυτές όπως του Πυθαγόρα, Δημόκριτου και φυσικά του Πλάτωνα.
Ο Ηρόδοτος υπογραμμίζοντας τον θρησκευτικό συγκρητισμό της εποχής, έκανε λόγο
για τους Πέρσες που θυσιάζουν τον Δία, του οποίου το όνομα δίνουν στον κύκλο
του ουρανού, ταυτίζοντας τον θεό των Ελλήνων με τον περσικό Αχούρα-μάζδα ή
Ωρομάζδη. Ακόμη έλεγε ότι οι Πέρσες λάτρευαν τη γη, τη φωτιά, το νερό, τους
ανέμους και την Αφροδίτη.
Ο Θαλής ο
Μιλήσιος (6ος και 7ος αιώνα π.Χ.) πίστευε στη θεωρία ότι
οι δαίμονες είναι ανώτερα όντα, κάτι ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους αλλά αρκετά
κοντά με τη φύση των ανθρώπων. Τα υπερφυσικά όντα ήταν καταταγμένα ως εξής :
θεοί - δαίμονες - ήρωες. Ο Θαλής επιπλέον πίστευε πως ο κόσμος ήταν γεμάτος από
δαίμονες.
Από την άλλη ο
Παρμενίδης ο Ελάτης (6ος και 5ος αιώνας π.Χ.) αποδεχόταν
δύο αρχές, του όντος, που ήταν η πύρινη, φωτεινή, ενιαία και αναλλοίωτη, και
του μη όντος που ήταν σκοτεινή, γη και απάτη των ανθρώπων. Όλα τα φυσικά
φαινόμενα, τα επιμέρους όντα αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος αποτελούσαν κράμα των αρχών.
Όσο αυξανόταν η αναλογία του φωτεινού, τόσο αυξανόταν αντίστοιχα η ενυπάρχουσα
συνείδηση. Ουσιαστικά ο Παρμενίδης από τη μία πλευρά, πίστευε ότι το ον είναι
κάτι πνευματικό, νοερό και γίνεται κατανοητό μόνο με τη νόηση, από την άλλη
πλευρά όμως ότι εντοπίζεται σαν ένυλο πνεύμα, ουσία και υπόσταση όλων των
αισθητών, και μάλιστα παράσταση μέσα στον άνθρωπο.
Τον 4ο αιώνα
π.Χ. την εποχή του Πλάτωνα, το ορθολογιστικό πνεύμα του 5ου αιώνα είχε αρχίσει
να κάνει πίσω και οι μαγικές-μυστηριακές λατρείες γνώριζαν μεγάλη διάδοση. Η
λατρεία του Ασκληπιού είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής, ενώ συγχρόνως διαδίδονταν
οι οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης, του Άττι και του Άδωνι. Μέσα σε αυτό το
κλίμα, ο Πλάτων ελκύεται αλλά και να απωθείται συγχρόνως από τον χώρο της μαγείας.
Αποδέχεται τις ταφικές τελετές που επιδιώκουν να προκαλέσουν την παρέμβαση των
νεκρών στις υποθέσεις των ζωντανών, αλλά συγχρόνως καταδικάζει τη χρήση των
φίλτρων και τις μαγγανείες. Βιώνοντας τον αισχρό χαρακτήρα της μαγείας, ο
Πλάτων καταδικάζει τους μάγους σε πολλά κείμενα του. Στην «Πολιτεία» του
αναφέρει: «Εξάλλου, αγύρτες και μάντεις πηγαίνουν στ’ αρχοντικά των πλουσίων,
τους πείθουν πως έχουν από τους θεούς κάποια δύναμη, που την παίρνουν με θυσίες
και γητέματα να θεραπεύουν κάθε άδικη πράξη που έκαμαν αυτοί, οι πλούσιοι ή οι
προγονοί τους. Και αν θέλει κανείς να τιμωρήσει κανέναν εχθρό του με μικρή
δαπάνη, μπορούν να βλάψουν τον δίκαιο και τον άδικο, γιατί, καθώς λένε,
κατορθώνουν να πείθουν τους θεούς να τους εξυπηρετούν».
Οι Πυθαγόρειοι
επικοινωνούσαν με τους Μαγουσαίους που κατοικούσαν στην Ιωνία. Υιοθέτησαν από
το ιερατείο της Βαβυλώνας, τους «Χαλδαίους», τις πρώτες θεωρίες περί της
επιστημονικής αστρονομίας και ουράνιας αθανασίας, ενώ παράλληλα αναγόρευσαν τον
Όμηρο σε εμπνευσμένο προφήτη της σοφίας. Αναφορικά με τη σχέση των Πυθαγορείων
με τη νεκρομαντεία, φαίνεται πως ήταν αποδεκτή από αυτούς, ίσως γιατί οι
επικλήσεις προς τα πνεύματα των νεκρών αποτελούσαν μια απόδειξη της πίστης τους
στην αθανασία της ψυχής και στη δαιμονολογία. Δέχονταν δε ότι τα είδωλα των
νεκρών εμφανίζονταν με μορφή όμοια με εκείνη του ζώντος σώματος.
Η ενασχόληση
του Πυθαγόρα με τη μελέτη των μαγικών ιδιοτήτων των φυτών, ανακάλυψη των οποίων
επέδωσε στους αθάνατους θεούς έφερε και τον διαχωρισμό σε τρεις τάξεις δαιμόνων.
Τους άυλους, που βρίσκονταν δίπλα στους ύψιστους θεούς και ήταν αυθεντικοί
δαίμονες, τους ήρωες και τους υλικούς δαίμονες. Πίστευε ότι οι καθαρές ψυχές
πηγαίνουν κοντά στον θεό, ενώ οι ακάθαρτες γίνονται ή δαίμονες ή ήρωες που
εδρεύουν στον αέρα και στέλνουν στους ανθρώπους όνειρα και προμηνύματα για
υγεία ή ασθένεια.
Η ελληνιστική
μαγεία μπορεί να ‘χαρτογραφηθεί’ γιατί υπό μία έννοια ήταν ένα ελληνικό
δημιούργημα πάνω σε αιγυπτιακό έδαφος. Έλληνες φιλόσοφοι της έδωσαν βάση και την
είχαν οργανώσει σε σύστημα με εξειδικευμένους όρους . Οι μαγικές πράξεις ήταν
συνηθισμένες, οι θεοί και οι ρόλοι τους όμως όχι. Ο Ερμής γίνεται ένα με τον
αιγυπτιακό θεό Θωβ, όχι μόνο ως προστάτης της επιστήμης και μάθησης γενικά,
αλλά και ως ο θεός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη. Η Εκάτη, η αρχαιότερη θεά του
κάτω κόσμου, γίνεται μαζί με την Περσεφόνη η κατ’ εξοχήν θεότητα των μαγισσών,
όπως κάνει και η θεά του φεγγαριού , η Σελήνη, που προΐσταται των νυχτερινών
τους τελετών. Ο Απόλλων, συνδέεται με τη μαντική τέχνη με πολλούς τρόπους. Ο
Παν, ως θεός των μαγισσών παρέχει παραδοσιακή εικόνα του Διαβόλου, άρα πρέπει
να έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μαγικές τελετές κατά την ύστερη αρχαιότητα, αν
και τα κείμενα δεν δίνουν μια ακριβή συνεκτική εικόνα αυτής της εξέλιξης.
Από την Παλαιά
Διαθήκη έχουμε αρκετά δεδομένα για τις μαγικές πρακτικές και πεποιθήσεις, και
το ίδιο το γεγονός ότι ήταν παράνομες αποδεικνύει από μόνο του ότι υπήρχαν. Με
τη σειρά της και η ιουδαϊκή μαγεία επηρεάστηκε πολύ από την ελληνική και αιγυπτιακή
μαγεία. Εκείνη την εποχή, πολλοί Εβραίοι πίστευαν στο κακό μάτι, στη δύναμη
ορισμένων λέξεων και φράσεων, του σάλιου, στους οιωνούς που έδιναν τα πουλιά,
στην προστασία από τα φυλαχτά κλπ.
Ο
Ιησούς επειδή εφάρμοσε τον εξοστρακισμό, αλλά και λόγω κάποιων εκλαϊκευμένων
εκδοχών των Ευαγγελίων, θεωρήθηκε μάγος από πολλούς. Είναι εύκολο να
καταλάβουμε ότι ακόμα και ο Μωυσής μπορούσε να φαίνεται σαν ισχυρός μάγος,
εκτός από δάσκαλος και ηγέτης. Ο Μωυσής και ο Ααρών ασκούν μαγεία κατά τον
αιγυπτιακό τρόπο πριν από τον Φαραώ για να
ανταγωνιστούν τους αιγύπτιους μάγους. Η ίδια σοφία του Σολομώντα θεωρούνταν ότι
περιείχε μαγεία μέσα από το μαγικό κείμενο ‘η Διαθήκη του Σολομώντα’ που
κυκλοφορούσε με το όνομά του. Γράφτηκε μάλλον στις αρχές του 3ου
αιώνα μ.Χ. αλλά τα χειρόγραφά του μαρτυρούν ότι δε γράφτηκαν πριν τον 15ο
ή 16ο αιώνα.
Στο έργο του
Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, ένας σπουδαίος μάγος προσφωνείται ως εξής «αν
εξορκίσεις ένα δαίμονα στο όνομα κάποιου απ’ αυτούς που ζούσαν κάποτε ανάμεσα
σας -βασιλιάδες, δίκαιους ανθρώπους, προφήτες, πατριάρχες- δεν θα σε υπακούσει.
Ασφαλώς οι εξορκιστές σας εφαρμόζουν μαγικές τέχνες όταν εξορκίζουν, όπως
ακριβώς οι εθνικοί, και χρησιμοποιούν υποκαπνισμούς και μαγικές επωδές».
Στην ύστερη
αρχαιότητα οι Εβραίοι είχαν τη φήμη τρομερών μάγων και τα ονόματα των θεοτήτων
τους( Γιαχβέ, Σαβαώθ, Αδοναί) εντοπίζονται στους μαγικούς παπύρους. Πολλοί που
δεν γνώριζαν, ενδεχομένως να θεωρούσαν τον Γιαχβέ μυστική θεότητα γιατί δεν
μπορούσαν να την δουν και το αληθινό του όνομα δεν λεγόταν. Εδώ πάλι φαίνεται
μία παρανοημένη θεολογία ή θρησκευτική ιεροτελεστία να βρίσκεται στη βάση
διαφόρων εικασιών για τη μαγεία.
Οι ρίζες της
καβάλα, της αποδεδειγμένης δηλαδή παράδοσης, πιστεύεται πως ανάγονται στον
πρώτο αιώνα μ.Χ. όταν εμφανίστηκαν στη Παλαιστίνη τα πρώτα φυλλάδια
θρησκευτικού περιεχομένου.
Η καβάλα εξηγείται καλύτερα ως σύστημα ή
μέθοδος της ιουδαϊκής μυστικής πίστης που είχε μέσα της μαγικά στοιχεία.
Η κορυφαία ίσως
μορφή της μάγισσας στην αρχαία ελληνική ποίηση είναι η Μήδεια, όπως
παρουσιάζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη αλλά και στον τέταρτο
«Πυθιόνικο» του Πινδάρου. Η Μήδεια, η οποία κατέχει την τέχνη των μαγικών
βοτάνων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως δηλητήρια, είναι το πρότυπο της
μοχθηρής, εκδικητικής μάγισσας, η οποία διαπράττει πλήθος φόνων: φονεύει τον
αδελφό της Άψυρτο, τον βασιλιά της Ιωλκού, Πελία, ακόμη και τα ίδια τα παιδιά
της, για να εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγο της Ιάσονα, ενώ προσπάθησε να
δηλητηριάσει και τον Θησέα, γιο του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα.
Στα κείμενα αυτά, η γλώσσα είναι άτεχνη και ακατέργαστη, τόσο
ξένη προς τα θαυμαστά επίπεδα εκλεπτυσμένης τελειότητας της ελληνικής γλώσσας,
που γνωρίζουμε από τα έργα των μεγάλων κλασικών. Η ποιότητα της γλώσσας
είναι τόσο κακή, ώστε αβίαστα συνάγεται το συμπέρασμα πως οι συντάκτες των
κειμένων προέρχονταν από περιβάλλον χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και ανήκαν στα
στρώματα των σκλάβων, των φτωχών βιοτεχνών και των μικρεμπόρων. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στα κείμενα των πινακίδων απαντώνται συχνά οι λέξεις καπηλείον
(μαγαζί) και εργαστήριον. Στις περιπτώσεις αυτές, συχνά η κατάρα
είχε ως στόχο την εργασία κάποιου ανταγωνιστή.
Αξίζει φυσικά
να σημειωθεί πως καμία σχέση δεν εντοπίζεται με την αρμονία και τη μουσικότητα
της γλώσσας στα έργα των μεγάλων τραγικών, με την εκπληκτική ακρίβεια και
λιτότητα του Θουκυδίδη, με την περίτεχνη τελειότητα των ρητορικών κειμένων, η
γλώσσα των κειμένων με τις ερωτικές κατάρες των καταδέσμων. Στα μαγικά βέβαια
κείμενα της αρχαιότητας μπορεί να μην γίνεται λόγος για την υφολογική
τελειότητα των μεγάλων κλασικών, υπάρχει όμως ένα πάθος, μια ένταση και ένας
αυθορμητισμός. Είναι η γλώσσα των ανθρώπων του λαού, τη ζωή, τα ενδιαφέροντα
και τις ανησυχίες των οποίων δεν μπορούμε να καταλάβουμε, μελετώντας τα
ψηφίσματα και τις συνθήκες.
Γι’ αυτούς τους φτωχούς και απόκληρους της κοινωνίας, τα
μάγια, τα ξόρκια και οι επικλήσεις σε θεούς και δαίμονες που αυτοί είχαν
επιλέξει, ήταν μια διέξοδος από τα βάσανα και τις αγωνίες της καθημερινής ζωής,
ενώ αποκαλύπτουν μια άλλη Ελλάδα που δεν πρόκειται κανείς να ανακαλύψει,
μελετώντας αποκλειστικά τα συγγράμματα των μεγάλων κλασικών.
Απόσπασμα από τη Διπλωματική εργασία της Φέκου Μαγδαλινής