Από τα συνηθέστερα φαινόμενα της μαύρης μαγείας στη Ρώμη ήταν ο κατάδεσμοι (defixiones) από το ρήμα defigere που σημαίνει καρφώνω, αλλά επίσης και παραδίδω κάποιον στις υποχθόνιες δυνάμεις.
Ήταν γράμματα
του κάτω κόσμου με κατάρες γραμμένες σε μεταλλικό υλικό σε μορφή επιστολής προς
τους θεούς του κάτω κόσμου. Η χρήση του όρου ‘κατάδεσμος’ εντοπίστηκε από τον
Πλάτωνα για να κατηγοριοποιήσει αυτού του είδους την μαγεία. Αρκετοί υιοθέτησαν
τον όρο defixiones για να αναφερθούν στους διαλεκτικούς
καταδέσμους οι οποίοι ήταν γραμμένοι πάνω σε κάποια πινακίδα.
Η λογική ήταν
να καταγραφεί σε κάποιο υλικό, με κάποια συγκεκριμένη γλώσσα η κατάρα, ο
δεσμός, ο περιορισμός, το δέσιμο που επιτασσόταν από τον εκάστοτε μάγο.
Επιπλέον και η ιεροτελεστία του καταδέσμου είχε πολύ βασικό ρόλο καθώς με την
πρακτική δεσίματος , τυλίγματος και καρφώματος ολοκληρώνονταν το τελετουργικό
του καταδέσμου. Μολονότι η τυπολογία των καταδέσμων φαινόταν σχεδόν ίδια και
κοινή για τους περισσότερους που έχουν εντοπιστεί, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν
σε θεματικές. Πολλές από αυτές αφορούν τον αθλητισμό, το δράμα,
εγκληματολογικές ή εργασιακές υποθέσεις. Πάντα υπερισχύει ο ερωτισμός, η
ερωτική επαφή και ο γάμος, με μεγάλη δόση εκδίκησης και δικαιοσύνης.
Το υλικό στο
οποίο ήταν γραμμένες ήταν μολύβδινες πλάκες και πίνακες με στόχο τον εμποδισμό,
τη βλάβη, το θάνατο και την εξόντωση του αντιπάλου με πρόκληση ασθένειας ή
άλλου μέσου. Για να αυξηθεί η δύναμη του καταδέσμου κάρφωναν το αντικείμενο
αυτό με ένα καρφί και το έθαβαν ή το έριχναν σε κάποιο πηγάδι, όπου ήταν η
κατοικία των χθόνιων θεών.
Οι διαλεκτικοί
κατάδεσμοι, μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες και τα μέσα στα οποία
αναγράφονται ποικίλουν. Υπερισχύει βέβαια ο μόλυβδος, ο οποίος εντοπίζεται
συνήθως τυλιγμένος, διπλωμένος και πολύ συχνά τρυπημένος με κάποιο καρφί ή με
νύχι. Επίσης τακτικά εμφανίζονται γραμμένοι σε κερί, θραύσματα πηλού κ.α.
Σε αντίθεση με
την πληθώρα καταδέσμων που εντοπίζονται αναγραφόμενοι πάνω σε πινακίδες
κατασκευασμένες από κράματα μετάλλου, ή καθαρά από μόλυβδο, έχουν βρεθεί και
αρκετοί, γραμμένοι, πάνω σε τμήματα πηλού, ίσως αγγείων, ημιπολύτιμους λίθους,
ασβεστόλιθο, πάπυρο, πλάκες κεριού κλπ. Αξίζει να αναφερθεί πως κατά την
κλασική εποχή πολλοί ήταν γραμμένοι πάνω σε όστρακα, φαινόμενο που αρκετά
αργότερα τείνει να μοιάζει με όσους αναγράφονταν πάνω σε πάπυρο. Επιπλέον
έρευνες μαρτύρησαν τη σχέση κατάρας και οστράκου που ήταν αναγραφόμενη πάνω σε
αυτά κάνοντας πιο κατανοητό τον εξοστρακισμό, δίνοντας έτσι διαφορετική οπτική διάσταση
στους καταδέσμους προσδίδοντας πολιτική χροιά, τουλάχιστον κατά την κλασική
Αθήνα.
Η σχέση του
καταδέσμου με τον μόλυβδο έδωσε το έναυσμα για μια λόγια συζήτηση καθώς πολλοί
ήταν εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν πως ο μόλυβδος, ως φορέας κειμένου,
χρησιμοποιήθηκε ακριβώς λόγω θαμπότητας του υλικού και του γκρίζου χρώματός του. Άλλοι βέβαια δεν πείθονται με αυτό το
επιχείρημα καθώς προβάλλονται και άλλα είδη φορέων παρόμοιων κειμένων. Στις
αρχαίες φιλολογικές πηγές απαντούν συχνά πληροφορίες για καταδέσμους πάνω σε
δέλτους καλυμμένες με κερί που έχουν όμως διατηρηθεί μόνο σε σπάνιες
περιπτώσεις.
Στην Αίγυπτο
εντοπίζονται οι περισσότεροι κατάδεσμοι που έχουν γραφεί πάνω σε πάπυρο. Αξίζει
όμως να σημειωθεί ότι και άλλες περιοχές έχουν εντοπιστεί σε πάπυρο, απλά στην
Αίγυπτο βοηθά το ξηρό κλίμα για τη διατήρησή τους. Τα κέρινα ή μολύβδινα
πινακίδια, ανήκουν στους διαδεδομένους φορείς γραφής κατά την αρχαιότητα,
τουλάχιστον για ανεπίσημα κείμενα. Σε αντίθεση με τους χάλκινους πίνακες ή τα
ξύλινα λευκώματα που χρησιμοποιούνταν για επίσημα έγγραφα. Ο μόλυβδος
χρησιμοποιούνταν περισσότερο ακόμα και στην ιδιωτική αλληλογραφία κατά την
ύστερη αρχαϊκή και κλασική εποχή.
Τα στοιχεία που μπορούν να συλλεχθούν από τους καταδέσμους
κατά την ελληνιστική εποχή περιορίζονται και όσα υπάρχουν είναι ιδιαίτερα
εύθραυστα. Εντοπίζονται αρκετοί κατάδεσμοι στην Αθήνα κατά τον 4ο
αιώνα π.Χ. αλλά και γενικότερα στην κλασική Ελλάδα κατά τον 5ο
αιώνα. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να
εντοπιστούν σε καλή κατάσταση οι κατάδεσμοι καθώς πολλοί από αυτούς
εντοπίστηκαν τυχαία και αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ‘επιβίωσή’ τους και
φυσικά τη διατήρησή τους. Πολύ μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε και η συμβολή του
‘κακού ματιού’ και τις προσπάθειες εξόντωσής του. Πολλοί ήταν αυτοί που
έσπευδαν να ξορκίσουν το κακό μάτι με μαγικές προσευχές γραμμένες στους
καταδέσμους, εξ’ ού και η πληθώρα αυτών.
Η επιλογή του
υλικού είναι δυνατόν να εξηγηθεί εύκολα. Αρχικά οι μάγοι δεν χρησιμοποιούσαν
ιδιαίτερους φορείς γραφής. Ο μόλυβδος έγινε αργότερα το κυρίαρχο υλικό όταν
δόθηκε στη χρήση του μια αρχαιοπρεπής τελετουργική χροιά και στις ιδιότητές του
μια σημασία, η οποία εξαρχής δεν υφίσταντο. Πολλοί κατάδεσμοι φέρουν μια οπή,
ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις σώζεται το αντικείμενο που προκάλεσε την οπή, ένα
σιδερένιο καρφί, με το οποίο τρυπήθηκε το μολύβδινο πινακίδιο, αφού πρώτα είχε
διπλωθεί.
Για τον χώρο απόθεσης των καταδέσμων θα μπορούσαμε να
διακρίνουμε μια χρονολογική εξέλιξη, αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν
είναι και τόσο σαφή. Οι ελληνικοί κατάδεσμοι της κλασικής εποχής προέρχονται
στο σύνολό τους από τάφους και αυτό πιστοποιείται από την αρχαιολογική σκαπάνη.
Απόσπασμα από την Διπλωματική εργασία της Φέκου Μαγδαλινής