Δίκη και καταδίκη
Η δίκη της Louise έγινε τον Ιανουάριο του 1921.
Μια μακριά σειρά μαρτύρων παρήλασε από το
δικαστήριο και κάθε κατάθεση άνοιγε και μια τρύπα στους ήδη φαιδρούς
ισχυρισμούς της Louise. Σοφά καθοδηγημένοι από τον Thomas Lee Woolwine,
έναν δημόσιο κατήγορο-καταπέλτη ιδιαίτερα γνωστό για την σκληρή και
εξαντλητική του εξέταση, οι μάρτυρες απέδειξαν ότι η «Σπανιόλα» υπήρξε
μόνο στην φαντασία της Louise.
Η υπεράσπιση, από τη μεριά της,
παρουσίασε έναν μάρτυρα ο οποίος κατέθεσε ότι «είχε δει μια γυναίκα που
έμοιαζε με ισπανίδα» στο σπίτι του Denton, στις αρχές του Μαΐου και έναν
ακόμη που ισχυρίστηκε ότι είχε δει τον μονόχειρα, πλέον, Denton μετά
την 1η Ιουνίου. Η κ. Ida L. Gregory,
φίλη της Louise από το Denver, κατέθεσε ότι την ημέρα του φόνου ήταν
μαζί με την Louise η οποία ήταν σε μεγάλα κέφια. Τόνισε, μάλιστα, ότι
χόρευε και τραγουδούσε, συμπεριφορά που δεν χαρακτηρίζει κάποιον ο
οποίος είχε μόλις διαπράξει φόνο.
Οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν την δίκη
είχαν εντυπωσιαστεί από την ολύμπια ψυχραιμία της Louise, την οποία
επέδειξε ακόμη και στην αναπαράσταση του φόνου που έγινε στο σπίτι του
Denton. Καθώς η δίκη πλησίαζε στο τέλος της, όλοι περίμεναν εναγωνίως
την κατάθεσή της, καθώς ο δικηγόρος της είχε δηλώσει πως θα την ανέβαζε
στο εδώλιο του μάρτυρα. Απογοητεύτηκαν οι πάντες όταν αυτό, τελικά, δεν
έγινε.
Οι δώδεκα ένορκοι, όλοι άνδρες, μετά από
συνεδρίαση τεσσάρων ωρών, κατέληξαν σ’ ετυμηγορία: ένοχη. Καθώς, όμως,
είχαν γοητευτεί από την καλλονή της Louise δεν την καταδίκασαν σε
θάνατο, αλλά σε ισόβια δεσμά. Η Louise Peete οδηγήθηκε στην γυναικεία
πτέρυγα των φυλακών San Quentin.
Με τον καιρό η υπόθεση ξεχάστηκε, αν και η
Louise εξακολουθούσε να υποστηρίζει την αθωότητά της. Κάποιες
εφημερίδες έκαναν, εκ νέου, μια σύντομη αναφορά στην υπόθεση, όταν ο
Richard Peete βρέθηκε νεκρός σ’ ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας στο
Tucson, το 1924. Ο Peete, βαθειά ερωτευμένος με την Louise, είχε σταθεί
στο πλευρό της σε όλη την διάρκεια της δίκης, αλλά και μετά, κάνοντας
συχνές επισκέψεις στη φυλακή και στέλνοντας αμέτρητα γράμματα. Όμως η
αδιαφορία της Louise και οι απαντήσεις που δεν ελάμβανε τον οδήγησαν
στην κατάθλιψη και, στη συνέχεια, στην αυτοκτονία. Η Louise, μέσα από
την φυλακή, επικοινώνησε με τις αρχές του Tucson και ζήτησε να έρθουν σε
επαφή με τους συγγενείς του Peete, προκειμένου να οργανώσουν τα της
κηδείας του.
Ένας από τους δεσμοφύλακες στο San Quentin, o Clinton Duffy,
περιέγραψε την Louise λέγοντας τα εξής: «προέβαλε μιαν αύρα αθωότητας
και γλυκύτητας η οποία κάλυπτε μια καρδιά από πάγο». Της άρεσε να
κομπάζει για τους εραστές που είχε οδηγήσει στην απόγνωση και στην
αυτοκτονία, και ιδιαίτερα για τον Richard Peete, λέγοντας πως ούτε οι
τοίχοι της φυλακής κατάφεραν να εμποδίσουν την μοιραία γοητεία της.
Κάθε χρόνο η Louise έκανε αίτηση
αποφυλάκισης υπό όρους και κάθε χρόνο η αίτησή της εισέπραττε απόρριψη
με κύρια αιτιολογία ότι, καθώς δεν είχε κανέναν τρόπο να συντηρήσει τον
εαυτό της, γρήγορα θα οδηγούνταν στην παρανομία. Τα χρόνια περνούσαν, η
Louise είχε πια μεταφερθεί στη νέα γυναικεία φυλακή του Tehachapi, τα
καστανά της μαλλιά είχαν γεμίσει με γκρίζες πινελιές, και περνούσε τον
χρόνο της φροντίζοντας τον κήπο της φυλακής και, ιδιαίτερα, τον ροδώνα.
Συχνοί επισκέπτες της ήταν οι Logan, φίλοι της από παλιά, οι οποίοι
διαβεβαίωναν ότι η Louise δεν ήταν άπορη και θα μπορούσε να συντηρήσει
τον εαυτό της, αν αποφυλακιζόταν υπό όρους.
Στις αρχές του 1939 η υπόθεσή της επανεξετάστηκε. Ένα από τα μέλη της επιτροπής αποφυλακίσεων, η Emily Latham, μίλησε με την δημοσιογράφο Caroline Walker,
η οποία είχε καλύψει με συγκλονιστικό τρόπο την δίκη. Η Walker είπε:
«Αυτή η γυναίκα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για ν’ αφεθεί ελεύθερη.
Κατάφερε σε όλη της τη ζωή να συντηρηθεί μέσα από κλοπές, ψεύδος, βία.
Σημειώστε τα λόγια μου, αν την αφήσετε ελεύθερη αυτό θα αποβεί τραγικό
για κάποιον».
«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, μ’ εσάς
τους δημοσιογράφους», αποκρίθηκε η Latham. «Δεν μπορείτε να δεχθείτε
ότι η φυλακή μπορεί πραγματικά να σωφρονίσει έναν άνθρωπο».
Στις 11 Απριλίου του 1939, η Louise Peete βγήκε από το Tehachapi, μετά από δεκαοκτώ χρόνια εγκλεισμού.
Ελεύθερη ξανά
Για να αποφύγει την δημοσιότητα και την προκατάληψη, της επετράπη να πάρει ψευδώνυμο. Η Louise διάλεξε το Anna B. Lee,
από την αγαπημένη της κινηματογραφική ηθοποιό. Επιτηρήτριά της ήταν η
Emily Latham, η οποία την βοήθησε να βρει δουλειά σε μια καντίνα που
εξυπηρετούσε αξιωματικούς του στρατού, κατά την διάρκεια του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1942 μια συνάδελφος της Louise εξαφανίστηκε
ανεξήγητα, ενώ το σπίτι της βρέθηκε άνω κάτω. Όταν οι αστυνομικοί
επισκέφτηκαν την «Anna Lee», στενή φίλη της γυναίκας, εκείνη τους δήλωσε
ότι η φίλη της είχε υποκύψει σε τραύματα που της είχαν προκληθεί από
πτώση. Με μνημειώδη αμέλεια, οι αστυνομικοί δέχτηκαν την εξήγηση της
Louise, χωρίς να το ψάξουν παραπέρα ούτε να ζητήσουν πιστοποιητικό
θανάτου και ταφής. Εννοείται πως δεν έγινε καμία έρευνα για το παρελθόν
της Anna Lee.
Το καλοκαίρι του 1943 η επιτηρήτρια Emily
Latham αρρωσταίνει και η Louise μετακομίζει στο διαμέρισμά της για να
την προσέχει. Δυο εβδομάδες αργότερα η Emily Latham θα πεθάνει από
εγκεφαλικό. Φεύγοντας από το σπίτι της επιτηρήτριάς της, η Louise θα
κλέψει ένα 32άρι πιστόλι, που ανήκε στον πατέρα της δεσποινίδας Latham.
Η παλιά φίλη της Louise, Margaret Logan κατορθώνει να της ανατεθεί η επιτήρηση.. Της προσφέρει δουλειά -να φροντίζει τον κατάκοιτο, 75χρονο σύζυγό της, Arthur Logan- και η Louise μετακομίζει στο άνετο σπίτι των Logan, στο Pacific Palisades, με θέα στον ωκεανό. Ήταν Νοέμβριος του 1943.
Η Margaret Logan εργαζόταν σ’ ένα
εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών (μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε περίοδο
πολέμου) και, ταυτόχρονα κάνει και την μεσίτρια ακινήτων. Ήδη, από το
1921, είχε πιστέψει στην αθωότητα της Louise και υπέγραφε με χαρά την
μηνιαία αναφορά επιτήρησης. Οι δύο γυναίκες, και λόγω της
συγκατοίκησης, συνδέθηκαν στενά και η Louise άρχισε να επηρεάζει την
Margaret αναφορικά με τον εγκλεισμό του Arthur σε ψυχιατρείο,
προκειμένου να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Η Louise αναλαμβάνει
να ετοιμάσει τα σχετικά έγγραφα τα οποία, όμως, δεν γίνονται δεκτά προς
υπογραφή από τον δικαστή ο οποίος, αντί του ψυχιατρείου, δίνει εντολή
να εισαχθεί ο Arthur σ’ ένα νοσοκομείο για γενικές εξετάσεις. Την Ημέρα
των Ευχαριστιών η Margaret, τσακισμένη από τις τύψεις, τον φέρνει ξανά
στο σπίτι και στις αρχές του επόμενου χρόνου (1944) εγκαταλείπει την
δουλειά στο εργοστάσιο ώστε να αφοσιωθεί σε αυτήν της μεσίτριας, γεγονός
που θα της άφηνε περισσότερο ελεύθερο χρόνο να περνά με τον άνδρα της.
Ήδη από τους πρώτους μήνες της
εγκατάστασής της στο σπίτι των Logan, η Louise έχει πείσει την Margaret
για μια κληρονομιά στο Denver, την οποία επρόκειτο να εισπράξει. Με
εγγύηση τα χρήματα αυτής της κληρονομιάς, τα οποία η Louise «θα δάνειζε
με μεγάλη χαρά στην αγαπημένη της φίλη», η Margaret προβαίνει σε σοβαρές
αγορές ακινήτων με σκοπό να τα πουλήσει αργότερα και να αποκομίσει
σοβαρό κέρδος. Καθώς δεν είχε εξοφλήσει τα ακίνητα αυτά και επειδή η
«κληρονομιά» δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, η Margaret πιέζεται πολύ από
τους πιστωτές της. Σε μια κίνηση απελπισίας, δανείζει χρήματα στην
Louise, προκειμένου εκείνη να μεταβεί στο Denver και να εξακριβώσει τα
αίτια της καθυστέρησης στην εκταμίευση της κληρονομιάς.
Η Louise, φυσικά, γύρισε χωρίς νέα και λίγες μέρες αργότερα γνώρισε έναν ταμία τραπέζης, που άκουγε στο όνομα Lee Borden Judson.
Ο Judson ήταν ένας γκριζομάλλης διοπτροφόρος ο οποίος, πριν ασχοληθεί
με την τράπεζα, είχε εργασθεί ως ρεπόρτερ και είχε ασχοληθεί με τη
διαφήμιση. Όπως οι Bosley, Peete και Denton πριν από αυτόν, μόλις ήρθε
σε επαφή με την Louise ένοιωσε γοητευμένος από αυτήν και την βρήκε
αρκετά ελκυστική ώστε να την ζητήσει σε γάμο. Παντρεύτηκαν μιαν
εβδομάδα αργότερα και ο Judson συμφώνησε στο αίτημα της Louise να
κρατήσουν τον γάμο μυστικό, καθώς αποτελούσε παραβίαση των όρων
αποφυλάκισής της. Η Margaret Logan καλοδέχτηκε σπίτι της τον Judson ως
φίλο της Louise.
Συνεχίζεται