Louise Peete: Ο θάνατος της πήγαινε πολύ – III

Δολοπλοκίες και δολοφονίες
Την άνοιξη του 1944 η Louise αρχίζει να διασπείρει ψευδείς κατηγορίες εναντίον του Arthur Logan, λέγοντας ότι έχει χάσει τα λογικά του, γεγονός που τον έχει κάνει επιθετικό και βίαιο και οι δυο γυναίκες δεν μπορούν να τον κουμαντάρουν.  Λέει πως η καλύτερη λύση θα ήταν να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο.  Η Margaret, από την άλλη, πιέζεται προκειμένου να εξοφλήσει τα ακίνητα που έχει αγοράσει και καθώς η αναμενόμενη κληρονομιά της Louise δεν φαίνεται στον ορίζοντα, τα πρώτα σημάδια έντασης γίνονται ορατά.  Η έκρηξη ανάμεσα στις δυο γυναίκες θα γίνει λίγες μέρες αργότερα όταν μια επιταγή 200$ με την υπογραφή της Margaret, που πλαστογράφησε η Louise, αποδειχθεί ακάλυπτη όταν ο δικαιούχος προσπάθησε να την εισπράξει.  Η Margaret δεν καταγγέλει την πλαστογραφία, διαβεβαιώνει την Τράπεζα ότι τα χρήματα θα κατατεθούν στον λογαριασμό και καταστά σαφές στην Louise ότι αυτό αποτελεί δική της υποχρέωση.  Η Louise προσπάθησε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει τα χρήματα, φτάνοντας στο σημείο να απευθυνθεί και στον γιο του Judson, ο οποίος όμως δεν «τσίμπησε» το δόλωμα της κληρονομιάς.

Στις 29 Μαΐου του 1944, η Louise φεύγει από το ξενοδοχείο Glendale, όπου ζούσε με τον Judson μετά τον γάμο τους, για να πάει στο σπίτι του Pacific Palisades, όπου «είχε να κουβεντιάσει ένα θέμα» με την Margaret Logan.  Αυτή ήταν και η τελευταία μέρα που κάποιος την είδε ζωντανή.  Στις 31 Μαΐου η Louise εξαργυρώνει δυο εισιτήρια τραίνου για το Denver και καλύπτει την επιταγή των 200$.  Την ίδια μέρα μετακομίζει, μαζί με τον άντρα της στην κατοικία των Logan όπου ενημερώνει τον ταλαίπωρο Arthur ότι η Margaret είχε ένα ατύχημα και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Στις αρχές του Ιουνίου η Louise λέει σ’ ένα προϊστάμενο του τοπικού ψυχιατρείου ότι ο Arthur Logan στις 29 Μαΐου, πάνω σε μια κρίση του, χτύπησε αλύπητα την Margaret στο πρόσωπο, σπάζοντάς της την μύτη και τραυματίζοντάς την στον λαιμό.  Κλαψούρισε ότι οι δύο γυναίκες ήταν αδύνατον να χειριστούν τον Arthur κατά την διάρκεια των κρίσεων που γίνονταν όλο και πιο συχνές και ικέτεψε τον προϊστάμενο να μεσολαβήσει ώστε να κλειστεί ο Arthur στο ψυχιατρείο.  Στις 5 Ιουνίου ο Arthur Logan εισάγεται στο Κρατικό Ψυχιατρείο του Patton, με δικαστική εντολή.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν αρκετοί φίλοι και συγγενείς των Logan επισκέφθηκαν το σπίτι και διαπίστωσαν ότι η Margaret ήταν απούσα.  Για όλους η Louise είχε εξηγήσεις, ελαφρώς διαφοροποιημένες για τον καθένα.  Η γενική ιστορία, πάντως, ήταν πως η Margaret ανάρρωνε από τα χτυπήματα του Arthur και δεν εμφανιζόταν στον κόσμο μέχρι ν’ αποκατασταθεί η ζημιά που είχε γίνει στο πρόσωπό της.

Ο Arthur, από την μεριά του, ζούσε άλλο δράμα.  Μη όντας, φυσικά, ψυχοπαθής και βίαιος, πίστεψε πως η γυναίκα του είχε κουραστεί να περιποιείται έναν κατάκοιτο και τον είχε κλείσει στο νοσοκομείο για να απαλλαγεί από την φροντίδα του.  Πέθανε μόνος και βαθειά θλιμμένος στις 6 Δεκεμβρίου.  Μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του, η Louise παραχώρησε το σώμα του για ιατρική έρευνα, ισχυριζόμενη πως «αυτή ήταν η επιθυμία του κ. Logan».

Καθώς και ο Arthur είχε βγει από το τοπίο, η Louise αισθάνθηκε ότι ήταν πλέον ασφαλής στο ωραίο της σπίτι.  Είχε καταφέρει να ξεγελάσει τους πάντες: τους ευεργέτες της, τον νέο της σύζυγο, τους φίλους και συγγενείς των Logan, το προσωπικό του ψυχιατρείου, τον δικαστή, την τράπεζα και τις αρχές του Patton.  Είχε, επιπλέον, καταφέρει να ξεγελάσει την υπεύθυνη επιτηρήσεων κ. Weisbrod, για αρκετούς μήνες.

Πίνακας της Nina Bays, εμπνευσμένος από την Louise Peete.

Μια ημέρα του Δεκέμβρη, λίγο μετά τον θάνατο του Arthur, η κ. Weisbrod, διαβάζοντας κάποιες αναφορές επιτηρητών, παρατήρησε κάτι περίεργο στις αναφορές του Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου της Louise.  Τις προσκόμισε στον Walter Lentz, ερευνητή του τοπικού εισαγγελέα, ο οποίος διαπίστωσε ότι η υπογραφή της Margaret είχε πλαστογραφηθεί.  «Σίγουρα τις υπέγραψε μόνη της η Peete», είπε.  «Κι αυτό αποτελεί παραβίαση των όρων αποφυλάκισης.  Για τι είχε καταδικαστεί;»

«Για φόνο πρώτου βαθμού», απάντησε η Weisbrod.  «Έκανε 18 χρόνια φυλακή για τον φόνο του Denton».

Ο Lentz παρουσίασε τις αναφορές στον εισαγγελέα Fred Howser, ο οποίος θυμόταν την δολοφονία του 1920 και ανέθεσε στον διευθυντή ανθρωποκτονιών Thad Brown να ερευνήσει την υπόθεση.  Η έρευνα του Brown αποκάλυψε ότι οι φίλοι και οι συγγενείς των Logan δεν τους είχαν δει από τον Ιούνιο, οπότε η Louise και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο σπίτι τους, στο οποίο είχαν κάνει διάφορες επεμβάσεις και είχαν επιφέρει αλλαγές, σαν να ήταν δικό τους.  Όλοι είχαν να διηγηθούν μια διαφορετική ιστορία, ειπωμένη από την Louise, που εξηγούσε την απουσία της Margaret.  Ο ντετέκτιβ ανακάλυψε επίσης ότι ο Arthur δεν είχε δεχθεί καμία επίσκεψη στο ψυχιατρείο από την μέρα της εισαγωγής του μέχρι εκείνη του θανάτου του.

Το κρύο, ομιχλώδες βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου του 1944, δύο αυτοκίνητα με αστυνομικούς έφθασαν στο σπίτι των Logan.  Ενώ οι ντετέκτιβς Ray Vaughan και Harry Hansen εξερευνούσαν το κελάρι, οι Thad Brown και Marjorie Jones γλίστρησαν στην μπροστινή πόρτα και κρυφοκοίταξαν από το παράθυρο.  Είδαν την Louise και τον σύζυγό της να εξετάζουν τα περιεχόμενα ενός κουτιού.  Ο Brown χτύπησε το κουδούνι για να του ανοίξει μια ξαφνιασμένη όσο και απρόθυμη Louise.  O ντετέκτιβ την ρώτησε πού ήταν η Margaret και η Louise απάντησε ότι βρισκόταν σε ένα σανατόριο, όπου ανάρρωνε μετά από πλαστική επέμβαση που είχε κάνει στο πρόσωπο, προκειμένου να διορθωθεί η ζημιά που της είχε προξενήσει ο ξυλοδαρμός της από τον Arthur.  Η Louise ισχυρίστηκε ότι η Margaret ντρεπόταν και δεν ήθελε να συναντά φίλους και συγγενείς, αλλά επισκεπτόταν συχνά την ίδια.

Ο Brown έγινε ανυπόμονος και ρώτησε την Louise ποιος υπέγραφε τις αναφορές επιτήρησής της, από τον Ιούνιο και μετά.  Ο Brown την κατακεραύνωσε λέγοντας ότι η υπογραφή δεν ήταν της Margaret και την κατηγόρησε ότι της είχε υπογράψει μόνη της.  Η Louise δεν τα έχασε και παραδέχτηκε ότι έτσι ήταν, μόνο που το είχε κάνει μετά από αίτημα της Margaret, η οποία βαριόταν (!) να ασχολείται με αυτά.

«Τι συμβαίνει, Louise;», ρώτησε ο Brown.  «Το ξανάκανες;»
Mετά από μια σύντομη παύση, η Louise αναστέναξε, σαν να παραδινόταν στο αναπόφευκτο. «Ξέρεις», είπε στον Brown, «πριν από χρόνια ο Gene Biscailuz, ο σερίφης του Los Angeles, μου είχε πει ότι θα το ξανάκανα.  Δεν θα μιλήσω σε κανέναν, παρά μόνο σ’ αυτόν.  Θέλω να δω τον Gene».

Συνεχίζεται

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013