Τα μυστήρια του Μίθρα αποτέλεσαν κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού τον κύριο θρησκευτικό αντίπαλο, τρόπο τινά, της νεοϊδρυθείσας τότε χριστιανικής εκκλησίας. Μέχρι και τον 3ο μ. Χ. αιώνα είχαν κερδίσει αρκετό έδαφος στον δυτικό κόσμο και έτειναν να γίνουν η κυρίαρχη μυστηριακή θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. . Ως καθαρά μιλιταριστική και ανδροκρατούμενη θρησκεία μάλιστα ευνοείτο και από το ρωμαϊκό κατεστημένο. Όπως είπε ο Μάρκος Αυρήλιος, «αν κάποιο θανάσιμο αμάρτημα σταματούσε την ανάπτυξη του Χριστιανισμού, ο κόσμος θα γινόταν μιθραϊκός».
Τα μυστήρια του Μίθρα προερχόμενα από την ανατολή, όπως και ο χριστιανισμός, είχαν ορισμένα χαρακτηριστικά που τα έκαναν να μοιάζουν πολύ με τα χριστιανικά τελετουργικά, γεγονός το οποίο πρόσεξαν οι χριστιανοί Απολογητές και οι πρώτοι εκκλησιαστικοί πατέρες, και προσπάθησαν ο καθένας να το ερμηνεύσει με τον τρόπο του. Οι ερμηνείες που δόθηκαν για αυτές τις ομοιότητες και τις τρανταχτές αντιστοιχίες μεταξύ των τελετουργικών του Χριστιανισμού και των μιθραϊκών μυστηρίων ήταν πάντοτε μεταφυσικής υφής. Σύμφωνα με αυτές ο διάβολος είχε εμπνεύσει μια μίμηση των χριστιανικών μυστηρίων στους λάτρεις του Μίθρα προκειμένου να παρασύρει τους ανθρώπους μακριά από την Εκκλησία. Άρα τα μιθραϊκά τελετουργικά δεν ήταν τίποτε άλλο από δαιμονικές απομιμήσεις των χριστιανικών και απευθύνονταν σε πονηρά πνεύματα. Από αυτές τις θέσεις φαίνεται καθαρά ο πόλεμος που είχε ξεσπάσει μεταξύ της νεοϊθρυθείσας τότε Εκκλησίας και της πολύ δυναμικής, την εποχή εκείνη, μιθραϊκής μυστηριακής λατρείας. Μετά την ήττα του μιθραϊσμού και την καταστροφή των ναών και των λατρευτικών κειμένων του πολλά στοιχεία από το τελετουργικό της μιθραϊκής λατρείας χάθηκαν. Έχοντας γνώση αυτού του κενού και βασιζόμενοι σε όσα στοιχεία έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις και οι ανασκαφές, θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να ανασυνθέσουμε εκείνη την ανατολίτικη μυστηριακή λατρεία που περιελάμβανε πάμπολλα στοιχεία αστρονομίας και αστρολογίας και που διαδόθηκε ευρύτατα για κάποιους αιώνες στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για να δώσουμε μια πλήρη εικόνα της μυστηριακής λατρείας του Μίθρα θα ξεκινήσουμε από τη αρχαία περσική θρησκεία και μυθολογία όπου βρίσκονται και οι ρίζες της.
Η λατρεία του Μίθρα χρονολογείται από τις αρχές της εμφάνισης του Ινδό-ιρανικού λαού. Στο πανάρχαιο βεδικό πάνθεο, όπως και στην Μηδο-περσική θρησκεία καθώς και σε εκείνη της Αβέστα, ο Μίθρα έχει την θέση του, πότε δίπλα στον Βαρούνα και πότε δίπλα στον Αχούρα-Μάζδα, σαν ένας θεός του φωτός και της αλήθειας. Στην προ-αβεστική θρησκεία της Περσίας, ο Μίθρα καταλαμβάνει την θέση του μεσολαβητή μεταξύ του ανώτερου και φωτεινού κόσμου, όπου κυριαρχεί ο Αχούρα-Μάζδα (Ορμάζδ) και του κατώτερου κόσμου, στον οποίο ασκεί την ολέθρια δραστηριότητα του ο Άνγκρα Μαϊνίου. (Αριμάν) Την περίοδο των Αχαιμενιδών, ο Μίθρα και η θεά Αναχίτα είναι οι κυρίαρχες θεότητες, μαζί με τον Αχούρα Μάζδα. Οι πέρσες βασιλείς τιμούσαν ιδιαιτέρως τον Μίθρα, με τον οποίον μοιράζονταν την βασιλική δόξα, αφού τον επικαλούνταν ως μάρτυρα στους όρκους τους και ως υπερασπιστή τους στις μάχες. Ωστόσο, η θρησκεία των αρχαίων περσών, υπέστη τροποποιήσεις στην Μεσοποταμία και εμποτίστηκε βαθιά από την αστρολογία λόγω της επιρροής των Χαλδαίων σοφών. Μετά την κατάρρευση της περσικής αυτοκρατορίας, η θρησκεία αυτή διατηρήθηκε υπό την νέα μορφή της σε μερικά βασίλεια της Μικράς Ασίας και τότε είναι που σημαδεύτηκε από την ελληνική επίδραση.
Στην Μικρά Ασία ολόκληρο το περσικό θρησκευτικό πάνθεον εξελληνίσθηκε και μαζί με αυτό και ο Μίθρα, του οποίου η φιγούρα περνά ασυζητητί σε πρώτο πλάνο. Την εποχή του εξελληνισμού τους όμως, κατά την οποία ο Ορμάζδ ταυτίσθηκε με τον Δία, ο Αριμάν με τον Άδη, και οι άλλες φιγούρες του περσικού πανθέου αντιστοίχησαν τόσο πολύ με το ελληνικό, ο Μίθρα διατήρησε το όνομα του επειδή ο χαρακτήρας του και το αξίωμα του, δεν είχαν ένα αντίστοιχο τους μεταξύ των ελληνικών θεοτήτων. Εκείνη ακριβώς είναι η στιγμή κατά την οποία δημιουργείται το μεγάλο σύμβολο αυτής της μετοικισμένης θρησκείας, «ο Μίθρα ο ταυροκτόνος», διατηρώντας ωστόσο τον κυρίαρχο μύθο του και την λατρεία του. Ανώτατος θεός παραμένει ο θεός-Ορμάζδ, όμως ο Μίθρα παραμένει ο θεϊκός ήρωας επισκιάζοντας τον Ορμάζδ, του οποίου την θρησκεία οικειοποιήθηκε.
Έτσι ο μιθραϊσμός εξελίχθηκε σε μια εξ’ ολοκλήρου μια μυστηριακή λατρεία που τελείτο μόνο από μυημένους και μόνο για μυημένους. Τα μυστήρια του Μίθρα ήταν τελείως κλειστά. Επρόκειτο για μια λατρεία της αδελφότητας. Από αυτήν την άποψη αυτή ομοιάζει με τον αρχέγονο χριστιανισμό με τους αυστηρούς αποκλεισμούς του και με μια λατρεία εξ’ ολοκλήρου μυστική. Αλλά η οργάνωση των μιθραϊκών αδελφοτήτων ήταν πολύ πιο αυστηρή από ότι εκείνη των χριστιανικών κοινοτήτων.
Οι αδελφότητες του Μίθρα προσηλύτιζαν τα μέλη τους μόνον από τις γραμμές των ανδρών, μη έχοντας κάποια μύηση και για τις γυναίκες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις που η συμμετοχή κάποιων γυναικών στην θρησκευτική ζωή της κοινότητας είχε έναν χαρακτήρα πιο ιδιαίτερο, δέχονταν και αυτές έναν μυητικό τίτλο, της «Ύαινας» ή της «Λέαινας». Οι γυναίκες κρατήθηκαν μακριά από τα μυστήρια και δεν είχαν ποτέ έναν ενεργό ρόλο στην τέλεση των θρησκευτικών τελετουργιών, οι οποίες βρίσκονταν στα χέρια των ιερέων, των πριγκίπων και των ηγετών των οικογενειών. Τα ιερά του Μιθραϊσμού.
Η επιλογή των τόπων λατρείας του Μιθραϊσμού είναι απόδειξη μιας πολύ παλιάς καταγωγής που πλησίαζε στην πρωτόγονη βαρβαρότητα. Τα ιερά του Μίθρα ήταν κάποια σπήλαια. Αυτά τα ιερά διατηρούσαν το όνομα των σπηλαίων και προσπαθούσαν να διατηρήσουν εξ’ ίσου τον χαρακτήρα, την μορφή, τις αναλογίες και τις διαστάσεις τους. Υπήρχαν επίσης ακόμα μερικά οικοδομήματα τα οποία ποτέ δεν ήταν ψηλά και των οποίων τα κύριο δωμάτιο ήταν πάντοτε μια κρύπτη, μια αψιδωτή κάμαρα που αναπαριστούσε, όπως λεγόταν, το στερέωμα, αλλά η οποία ονομαζόταν «σπήλαιον» ή «άντρον». Με άλλα λόγια επιδιωκόταν ο ναός να αποτελεί συνεχεία του βραχώδους σπηλαίου όπου υπήρχε στις αρχές το ιερό του Μίθρα. Και αυτό το χαρακτηριστικό έχει την καταγωγή του στην πανάρχαια περίοδο της ιρανικής θρησκείας. Οι πρώτοι λάτρεις του Μίθρα τελειοποίησαν τα άγρια τελετουργικά τους σε τέτοιους απομονωμένους τόπους. Οι πρώτοι Ιέρακες έκραζαν και οι πρώτοι Λέοντες έβγαζαν βρυχηθμούς σε κάποια αληθινά σπήλαια χορεύοντας μαγικούς χορούς και φορώντας τελετουργικές μεταμφιέσεις όπως οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ή οι Ινδιάνοι της Αμερικής.
Μια τέτοια επιλογή του ιερού τόπου ίσως να μπορεί να εξηγηθεί από εκείνα που διηγείται ο Κικέρων (Cicero, De Legibus, I, 10), περί των μάγων της Περσίας οι οποίο ισχυρίζονταν ότι οι θεοί δεν δέχονταν να τους χτίσουν ναούς όπου κάποιος θα τους έκλεινε μέσα. Προς χάριν αυτής της αρχής, οι θιασώτες των μυστηρίων άργησαν να αρχίσουν την κατασκευή ναών αφιερωμένων στον Μίθρα, έχοντας κάποιους χώρους λατρείας οι οποίοι θύμιζαν σπήλαιο, το πρωταρχικό ιερό του θεού τους.
Το «σπήλαιον» δεν ήταν ποτέ ένας ναός μεγάλων διαστάσεων, επειδή αποτελούσε την έδρας μιας αδελφότητας. Η αδελφότητα κάποιου «μιθραίου» δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από μια εκατοντάδα προσώπων. Το μιθραϊκό ιερό περιλάμβανε έναν προθάλαμο και ένα μικρό σκευοφυλάκιο, μετά ακολουθούσε το κύριο δωμάτιο, η κρύπτη, στην οποία κατέβαινε μια σκάλα. Η κρύπτη ήταν χωρισμένη κατά μήκος σε τρία μέρη, έναν κεντρικό διάδρομο έχοντας ένα μέσο πλάτος 2, 50 μέτρων, που απόληγε στο στασίδι των ιεροτελεστιών και στις δύο πλευρές του βρίσκονταν δύο έδρανα τοποθετημένα κατά μήκος των πλαγίων τοίχων, των οποίων η ανώτατη επιφάνεια, πλάτους περίπου 1, 50 μέτρου, ήταν κεκλιμένη. Εδώ γονυπετούσαν ή ανακλίνονταν οι μύστες για να παρακολουθήσουν τις τελετές και για να λάβουν μέρος στα ιερά συμπόσια. Στο βάθος του ναού ήταν συνήθως διαρρυθμισμένη μια υπερυψωμένη θολωτή αψίδα στην οποία ήταν τοποθετημένη κατά κανόνα η αγαλματένια απεικόνιση του «Μίθρα ταυροκτόνου», συνοδευμένη κάποτε και από άλλες θεϊκές απεικονίσεις. Μπροστά από αυτήν ήταν τοποθετημένα τα θυσιαστήρια στα όποία έκαιγε η ιερή φλόγα.
Η παρουσία απεικονίσεων του Μίθρα του ταυροκτόνου στο βάθος των μιθραίων μας αποκαλύπτει τον πρωταρχικό μύθο αυτής της θρησκείας και πιθανώς, εξ’ ίσου, την πιο επίσημη μεταξύ των θυσιών του, καθώς και την σχέση μεταξύ του μύθου, της τελετουργίας και του δείπνου των μυστών. Σε ένα μιθραίον το πέτρινο ανάγλυφο στο οποίο παριστάνεται ο Μίθρας σκοτώνοντας τον ταύρο είναι τοποθετημένο σε έναν στροφέα και έχει και τις δύο πλευρές λαξεμένες. Στο πίσω μέρος, πίσω από τον ξαπλωμένο στην γη ταύρο, φαίνεται ο Μίθρας και ο Ήλιος να στέκονται όρθιοι. Ο Μίθρας κρατά ένα κέρας πόσεως, ενώ ο Ήλιος του προτείνει ένα σταφύλι. Άλλες φορές, σε έναν από τους δευτερεύοντες πίνακες από τους οποίους είναι περιτριγυρισμένη μερικές φορές η κεντρική σκηνή, φαίνονταν ο Μίθρας και ο Ήλιος ξαπλωμένοι μπροστά σε κάποιο τραπέζι και κρατώντας ο πρώτος ένα κέρας πόσεως ενώ ο άλλος μια κούπα. Επίσης σε ένα άλλο ανάγλυφο πίνακα εμφανίζονται, στην θέση του Μίθρα και του Ήλιου, δύο μύστες καθισμένοι σαν σε μιθραϊκό δείπνο. Αυτές οι σχέσεις και οι αντιστοιχίες δηλώνουν ότι η κύρια απεικόνιση έχει μια άμεση σχέση με την λειτουργία που τελείτο στον ναό ή καλύτερα με τα διάφορα τελετουργικά και τις διάφορες στιγμές κάποιας τελετής.
Η λατρεία του Μίθρα χρονολογείται από τις αρχές της εμφάνισης του Ινδό-ιρανικού λαού. Στο πανάρχαιο βεδικό πάνθεο, όπως και στην Μηδο-περσική θρησκεία καθώς και σε εκείνη της Αβέστα, ο Μίθρα έχει την θέση του, πότε δίπλα στον Βαρούνα και πότε δίπλα στον Αχούρα-Μάζδα, σαν ένας θεός του φωτός και της αλήθειας. Στην προ-αβεστική θρησκεία της Περσίας, ο Μίθρα καταλαμβάνει την θέση του μεσολαβητή μεταξύ του ανώτερου και φωτεινού κόσμου, όπου κυριαρχεί ο Αχούρα-Μάζδα (Ορμάζδ) και του κατώτερου κόσμου, στον οποίο ασκεί την ολέθρια δραστηριότητα του ο Άνγκρα Μαϊνίου. (Αριμάν) Την περίοδο των Αχαιμενιδών, ο Μίθρα και η θεά Αναχίτα είναι οι κυρίαρχες θεότητες, μαζί με τον Αχούρα Μάζδα. Οι πέρσες βασιλείς τιμούσαν ιδιαιτέρως τον Μίθρα, με τον οποίον μοιράζονταν την βασιλική δόξα, αφού τον επικαλούνταν ως μάρτυρα στους όρκους τους και ως υπερασπιστή τους στις μάχες. Ωστόσο, η θρησκεία των αρχαίων περσών, υπέστη τροποποιήσεις στην Μεσοποταμία και εμποτίστηκε βαθιά από την αστρολογία λόγω της επιρροής των Χαλδαίων σοφών. Μετά την κατάρρευση της περσικής αυτοκρατορίας, η θρησκεία αυτή διατηρήθηκε υπό την νέα μορφή της σε μερικά βασίλεια της Μικράς Ασίας και τότε είναι που σημαδεύτηκε από την ελληνική επίδραση.
Στην Μικρά Ασία ολόκληρο το περσικό θρησκευτικό πάνθεον εξελληνίσθηκε και μαζί με αυτό και ο Μίθρα, του οποίου η φιγούρα περνά ασυζητητί σε πρώτο πλάνο. Την εποχή του εξελληνισμού τους όμως, κατά την οποία ο Ορμάζδ ταυτίσθηκε με τον Δία, ο Αριμάν με τον Άδη, και οι άλλες φιγούρες του περσικού πανθέου αντιστοίχησαν τόσο πολύ με το ελληνικό, ο Μίθρα διατήρησε το όνομα του επειδή ο χαρακτήρας του και το αξίωμα του, δεν είχαν ένα αντίστοιχο τους μεταξύ των ελληνικών θεοτήτων. Εκείνη ακριβώς είναι η στιγμή κατά την οποία δημιουργείται το μεγάλο σύμβολο αυτής της μετοικισμένης θρησκείας, «ο Μίθρα ο ταυροκτόνος», διατηρώντας ωστόσο τον κυρίαρχο μύθο του και την λατρεία του. Ανώτατος θεός παραμένει ο θεός-Ορμάζδ, όμως ο Μίθρα παραμένει ο θεϊκός ήρωας επισκιάζοντας τον Ορμάζδ, του οποίου την θρησκεία οικειοποιήθηκε.
Έτσι ο μιθραϊσμός εξελίχθηκε σε μια εξ’ ολοκλήρου μια μυστηριακή λατρεία που τελείτο μόνο από μυημένους και μόνο για μυημένους. Τα μυστήρια του Μίθρα ήταν τελείως κλειστά. Επρόκειτο για μια λατρεία της αδελφότητας. Από αυτήν την άποψη αυτή ομοιάζει με τον αρχέγονο χριστιανισμό με τους αυστηρούς αποκλεισμούς του και με μια λατρεία εξ’ ολοκλήρου μυστική. Αλλά η οργάνωση των μιθραϊκών αδελφοτήτων ήταν πολύ πιο αυστηρή από ότι εκείνη των χριστιανικών κοινοτήτων.
Οι αδελφότητες του Μίθρα προσηλύτιζαν τα μέλη τους μόνον από τις γραμμές των ανδρών, μη έχοντας κάποια μύηση και για τις γυναίκες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις που η συμμετοχή κάποιων γυναικών στην θρησκευτική ζωή της κοινότητας είχε έναν χαρακτήρα πιο ιδιαίτερο, δέχονταν και αυτές έναν μυητικό τίτλο, της «Ύαινας» ή της «Λέαινας». Οι γυναίκες κρατήθηκαν μακριά από τα μυστήρια και δεν είχαν ποτέ έναν ενεργό ρόλο στην τέλεση των θρησκευτικών τελετουργιών, οι οποίες βρίσκονταν στα χέρια των ιερέων, των πριγκίπων και των ηγετών των οικογενειών. Τα ιερά του Μιθραϊσμού.
Η επιλογή των τόπων λατρείας του Μιθραϊσμού είναι απόδειξη μιας πολύ παλιάς καταγωγής που πλησίαζε στην πρωτόγονη βαρβαρότητα. Τα ιερά του Μίθρα ήταν κάποια σπήλαια. Αυτά τα ιερά διατηρούσαν το όνομα των σπηλαίων και προσπαθούσαν να διατηρήσουν εξ’ ίσου τον χαρακτήρα, την μορφή, τις αναλογίες και τις διαστάσεις τους. Υπήρχαν επίσης ακόμα μερικά οικοδομήματα τα οποία ποτέ δεν ήταν ψηλά και των οποίων τα κύριο δωμάτιο ήταν πάντοτε μια κρύπτη, μια αψιδωτή κάμαρα που αναπαριστούσε, όπως λεγόταν, το στερέωμα, αλλά η οποία ονομαζόταν «σπήλαιον» ή «άντρον». Με άλλα λόγια επιδιωκόταν ο ναός να αποτελεί συνεχεία του βραχώδους σπηλαίου όπου υπήρχε στις αρχές το ιερό του Μίθρα. Και αυτό το χαρακτηριστικό έχει την καταγωγή του στην πανάρχαια περίοδο της ιρανικής θρησκείας. Οι πρώτοι λάτρεις του Μίθρα τελειοποίησαν τα άγρια τελετουργικά τους σε τέτοιους απομονωμένους τόπους. Οι πρώτοι Ιέρακες έκραζαν και οι πρώτοι Λέοντες έβγαζαν βρυχηθμούς σε κάποια αληθινά σπήλαια χορεύοντας μαγικούς χορούς και φορώντας τελετουργικές μεταμφιέσεις όπως οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ή οι Ινδιάνοι της Αμερικής.
Μια τέτοια επιλογή του ιερού τόπου ίσως να μπορεί να εξηγηθεί από εκείνα που διηγείται ο Κικέρων (Cicero, De Legibus, I, 10), περί των μάγων της Περσίας οι οποίο ισχυρίζονταν ότι οι θεοί δεν δέχονταν να τους χτίσουν ναούς όπου κάποιος θα τους έκλεινε μέσα. Προς χάριν αυτής της αρχής, οι θιασώτες των μυστηρίων άργησαν να αρχίσουν την κατασκευή ναών αφιερωμένων στον Μίθρα, έχοντας κάποιους χώρους λατρείας οι οποίοι θύμιζαν σπήλαιο, το πρωταρχικό ιερό του θεού τους.
Το «σπήλαιον» δεν ήταν ποτέ ένας ναός μεγάλων διαστάσεων, επειδή αποτελούσε την έδρας μιας αδελφότητας. Η αδελφότητα κάποιου «μιθραίου» δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από μια εκατοντάδα προσώπων. Το μιθραϊκό ιερό περιλάμβανε έναν προθάλαμο και ένα μικρό σκευοφυλάκιο, μετά ακολουθούσε το κύριο δωμάτιο, η κρύπτη, στην οποία κατέβαινε μια σκάλα. Η κρύπτη ήταν χωρισμένη κατά μήκος σε τρία μέρη, έναν κεντρικό διάδρομο έχοντας ένα μέσο πλάτος 2, 50 μέτρων, που απόληγε στο στασίδι των ιεροτελεστιών και στις δύο πλευρές του βρίσκονταν δύο έδρανα τοποθετημένα κατά μήκος των πλαγίων τοίχων, των οποίων η ανώτατη επιφάνεια, πλάτους περίπου 1, 50 μέτρου, ήταν κεκλιμένη. Εδώ γονυπετούσαν ή ανακλίνονταν οι μύστες για να παρακολουθήσουν τις τελετές και για να λάβουν μέρος στα ιερά συμπόσια. Στο βάθος του ναού ήταν συνήθως διαρρυθμισμένη μια υπερυψωμένη θολωτή αψίδα στην οποία ήταν τοποθετημένη κατά κανόνα η αγαλματένια απεικόνιση του «Μίθρα ταυροκτόνου», συνοδευμένη κάποτε και από άλλες θεϊκές απεικονίσεις. Μπροστά από αυτήν ήταν τοποθετημένα τα θυσιαστήρια στα όποία έκαιγε η ιερή φλόγα.
Η παρουσία απεικονίσεων του Μίθρα του ταυροκτόνου στο βάθος των μιθραίων μας αποκαλύπτει τον πρωταρχικό μύθο αυτής της θρησκείας και πιθανώς, εξ’ ίσου, την πιο επίσημη μεταξύ των θυσιών του, καθώς και την σχέση μεταξύ του μύθου, της τελετουργίας και του δείπνου των μυστών. Σε ένα μιθραίον το πέτρινο ανάγλυφο στο οποίο παριστάνεται ο Μίθρας σκοτώνοντας τον ταύρο είναι τοποθετημένο σε έναν στροφέα και έχει και τις δύο πλευρές λαξεμένες. Στο πίσω μέρος, πίσω από τον ξαπλωμένο στην γη ταύρο, φαίνεται ο Μίθρας και ο Ήλιος να στέκονται όρθιοι. Ο Μίθρας κρατά ένα κέρας πόσεως, ενώ ο Ήλιος του προτείνει ένα σταφύλι. Άλλες φορές, σε έναν από τους δευτερεύοντες πίνακες από τους οποίους είναι περιτριγυρισμένη μερικές φορές η κεντρική σκηνή, φαίνονταν ο Μίθρας και ο Ήλιος ξαπλωμένοι μπροστά σε κάποιο τραπέζι και κρατώντας ο πρώτος ένα κέρας πόσεως ενώ ο άλλος μια κούπα. Επίσης σε ένα άλλο ανάγλυφο πίνακα εμφανίζονται, στην θέση του Μίθρα και του Ήλιου, δύο μύστες καθισμένοι σαν σε μιθραϊκό δείπνο. Αυτές οι σχέσεις και οι αντιστοιχίες δηλώνουν ότι η κύρια απεικόνιση έχει μια άμεση σχέση με την λειτουργία που τελείτο στον ναό ή καλύτερα με τα διάφορα τελετουργικά και τις διάφορες στιγμές κάποιας τελετής.
Τελετουργίες της μιθραϊκής λατρείας
Το τελετουργικό των μιθραϊκών αδύτων περιλάμβανε, από την μια μεριά, την κανονισμένη τελετουργία της λατρείας, με τις καθημερινές θρησκευτικές της πρακτικές, με τις περιοδικές και τις ετήσιες ιεροτελεστίες της, και από την άλλη πλευρά, τις λεγόμενες «τελετές της μύησης», συσχετισμένες με την θρησκευτική λατρεία. Κάθε άδυτο υπηρετείτο από έναν ή περισσότερους ιερείς. Ο ιερέας ήταν ένας μύστης που είχε έναν ανώτερο βαθμό, εκείνον του «Πατέρα», μολονότι δεν ήταν όλοι οι «Πατέρες» ιερείς, και τα ιδιαίτερα τελετουργικά των μυήσεων τελούνταν από τους Πατέρες με την βοήθεια των ιερέων, όχι όμως και από τον ιερέα μόνο του. Τα ιδιαίτερα καθήκοντα του ιερέα ήταν, πιθανώς, όπως και στην περίπτωση των μάγων της Περσίας, εκείνα της επίβλεψης για την συντήρηση της αιώνιας φλόγας, της υποχρέωσης του να απευθύνει στον Ήλιο τρεις προσευχές καθημερινά, του να τελεί τις υποδεικνυόμενες θυσίες για ορισμένες ημέρες ή να φροντίζει για την εκτέλεση τους απαγγέλλοντας τις παραδοσιακές ευχές και του να κάνει σπονδές με την ιερή χειρολαβή που έπαιζε έναν ρόλο τόσο σημαντικό στην λειτουργία της Αβέστα.
Οι μιθραϊκές αδελφότητες δεν ήταν καθοδηγούμενες από τους ιερείς, οι οποίοι υπήρχαν στην λατρεία τους αλλά μόνο για τις ανάγκες της λατρείας. Και ο πιο υψηλός βαθμός της μιθραϊκής μύησης, εκείνος του «Πατρός», όπως είπαμε δεν ταυτίζεται με την ιδιότητα του ιερέα-μάγου, αλλά ήταν ανεξάρτητος από εκείνη. Η Αβέστα μας φανερώνει ότι η δύναμη του μαγικού ιερατείου περιοριζότανε στην οργάνωση της επίσημης λατρείας. Αυτό το ιερατείο δεν θα σκεφτόταν ποτέ να συστήσει μερικές αδελφότητες πάνω στις οποίες να είναι κυρίαρχο.
Η λατρεία του Μίθρα είχε μια εβδομάδα, στην οποία οι επτά ημέρες ήταν αφιερωμένες στις επτά πλανητικές θεότητες και στην οποία ήταν αφιερωμένη κατά ιδιαίτερο τρόπο η πρώτη ημέρα, η ημέρα του Ηλίου. Υπήρχαν ακόμα και μερικοί εποχιακοί εορτασμοί, μεταξύ των οποίων διακρίνονται η γέννηση του Ηλίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 25 Δεκεμβρίου, καθώς και μια άλλη σημαντική γιορτή στην ισημερία της άνοιξης, επειδή σε αυτήν την περίοδο του έτους φαίνεται ότι γίνονταν συνήθως οι μυήσεις.
Η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια
Η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια είχε έντονο το στοιχείο του αποκρυφισμού. Με την μύηση το νέο μέλος δεσμευόταν ότι δεν αποκαλύψει την εσωτερική διδασκαλία που του εκμυστηρεύονταν και ότι δεν θα κοινολογήσει το μυστικό των τελετουργικών στα οποία συμμετείχε. Η μιθραϊκή μύηση ήταν πολύ επηρεασμένη από τα μαγικά τελετουργικά της ανατολής. Μπορεί βέβαια τα μυστήρια να είναι μια θρησκεία και όχι μια μαγεία, και οι δύο τύποι μύησης να είναι διαφορετικοί, αλλά από την άλλη μεριά, η μαγεία δεν ήταν ξένη στα μυστήρια και οι μάγοι κατείχαν μια πληθώρα από συνταγές για την καταπολέμηση των κακών πνευμάτων.
Μεταξύ των προϋποθέσεων οι οποίες απαιτούνταν για την μύηση απαριθμούνται μερικές «δοκιμασίες» αρκετά δύσκολες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιαζηνός μιλά περί «βασανισμών και μυστικιστικών καυτηριασμών» στους οποίους υποβάλλονταν οι πιστοί του Μίθρα. Εκείνα τα εγκαύματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σημάδι που έθεταν στο μέτωπο τους οι μυούμενοι στον βαθμό του Στρατιώτη όπως θα δούμε παρακάτω. Σύμφωνα με έναν σχολιασμό του Αγίου Γρηγορίου, οι βασανισμοί συνίσταντο στην δοκιμασία με την βοήθεια του νερού, της φωτιάς, του χιονιού, της πείνας, της δίψας και κάποιων εκτεταμένων αγώνων. Τηρούνταν αναμφισβήτητα η νηστεία και η εγκράτεια. Το μυητικό τελετουργικό διατηρούσε ορισμένες αιματηρές τελετές και αναπαραστάσεις κάποιων αγώνων στους οποίους υποβάλλονταν μύστες και μυούμενοι.
Ο ιστορικός Λαμπρίδιος γράφει σχετικά με τον Κόμοδο, ότι αυτός ο αυτοκράτορας τέλεσε τα μυστήρια του Μίθρα με έναν αληθινό φόνο, την εποχή που, σύμφωνα με το έθιμο, θα έπρεπε μόνο να μιμούνταν κάτι τέτοιο. Η πληροφορία φαίνεται να είναι αξιόπιστη: υπήρχε στα αλήθεια μια προσποίηση φόνου που διαπράτετο από τον μύστη ή ενώπιον αυτού, ή ίσως ακόμα και από πάνω του. Ο Κόμοδος τελώντας τα τελετουργικά πιθανώς με την ιδιότητα του «Πατρός» και εξ’ αφορμής της μύησης κάποιου «Στρατιώτη», θα δολοφόνησε τον υποψήφιο ενώ έπρεπε μόνο να προσποιηθεί ότι τον σκότωνε. Πιθανώς δεν επρόκειτο για προσποίηση ενός συνηθισμένου φόνου ούτε μιας ανθρωποθυσίας που προσφερόταν άμεσα στον θεό, αλλά μάλλον ενός αγώνα ο οποίος μπορούσε να έχει εξ’ αρχής μια σημασία μαγικό-θρησκευτική. Και μόνο με την έννοια αυτή ο θάνατος κάποιου νικημένου θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ανθρωποθυσία. Αργότερα, ο αγώνας αυτός μετασχηματίσθηκε σε μια δοκιμασία περισσότερο ή λιγώτερο επικίνδυνη και κατά συνεπείαν σε ένα λειτουργικό μύθευμα. Αλλά ο Κόμοδος διέπραξε έναν αληθινό φόνο επειδή ο υποψήφιος δεν υπερασπίσθηκε τον εαυτό του. Ο ιστορικός Λαμπρίδιος λέει καθαρά ότι δεν επρόκειτο παρά μόνο για την προσποίηση κάποιας θανάτωσης και δεν είχε υπόψη μια ανθρωποθυσία. Η πανάρχαια θρησκεία των Περσών ωστόσο γνώριζε ανθρωποθυσίες, τελούμενες, όπως φαίνεται, κυρίως στην λατρεία του Αριμάν. (Ηροδότου, VII, 113-114). Τις ανθρωποθυσίες των Περσών μάγων επιβεβαιώνει και ο Λατίνος ιστορικός Πλίνιος, όμως την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν γίνονταν πλέον ανθρωποθυσίες στα πλαίσια των μυστηρίων.
Σύμφωνα με τον Λαμπρίδιο ο Κόμοδος είχε σκοτώσει λιοντάρια και ανθρώπους, καθώς και μερικούς σακάτες και από τα δύο πόδια μετημφιεσμένους σε δράκοντες οι οποίοι φορούσαν τεχνητές ουρές κατασκευασμένες από πανί. Το κείμενο είναι αρκετά ασαφές, πιθανώς λόγω του ότι ο ιστορικός δεν καταλάβαινε πολύ καλά τα δεδομένα τα οποία περιέγραφε αλλά η πληροφορία φαίνεται να αναφέρεται στα τελετουργικά των μυστηρίων του Μίθρα, όπου ο αυτοκράτορας Κόμοδος, εξοπλισμένος με ένα ρόπαλο, παριστάνοντας τον Μίθρα που κυνηγούσε αγρία θηρία είχε εξοντώσει στα αλήθεια έναν ορισμένο αριθμό «Λεόντων», αντί να προσποιηθεί ότι τους κυνήγησε. Στα μνημεία δεν αναπαρίσταται το σκηνικό ενός τέτοιου τελετουργικού. Όμως σε ορισμένα ανάγλυφα παρουσιάζεται ο υπέρτατος θεός καταβάλλοντας έναν γίγαντα, έναν άνθρωπο του οποίου το σώμα τελειώνει σε μια ουρά φιδιού. Τον ρόλο αυτού θα έπαιζαν οι σακάτες για τους οποίους μιλά ο Λαμπρίδιος. Φαίνεται ότι πρόθεση του Κόμοδου ήταν να αποδώσει με έναν τρόπο όσο το δυνατόν πιο αληθινό τον αγώνα του Ορμάζδ εναντίων των θηρίων. Είναι ευνόητο ένας χριστιανός συγγραφέας όπως ο άγιος Ιουστίνος να μέμφεται τις τελετές του Μίθρα, για την έλλειψη τους σε σοβαρότητα, υπονοώντας ότι οι υποψήφιοι στην μύηση εμπαίζονταν. Τους περιγράφει με τα μάτια δεμένα στο μέσο ενός ξέφρενου πλήθους που σειόταν γύρω τους. «Κάποιοι μιμούνταν τον κρωγμό του ιέρακος και χτυπούσαν τα φτερά τους. Άλλοι έβγαζαν βρυχηθμούς όπως τα λιοντάρια. Κάποιοι μεταξύ των υποψηφίων, έχοντας τα χέρια δεμένα με έντερα κότας, πηδούσαν πάνω από λάκκους γεμάτους με νερό. Ένα άτομο, που έκανε την εμφάνιση του με ένα ξίφος, απέκοπτε τα εντόσθια, ως κάποιος ελευθερωτής. Αλλά ακόμα συνέβαιναν πράγματα πολύ πιο άσχημα.» Οι πιο πολλές πληροφορίες είναι πραγματικές. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι καταναλώνονταν παρά πολλά πουλερικά με την ευκαιρία των τελετών του Μίθρα. Το τελετουργικό των δεμένων χεριών με έντερα πτηνών ήταν πιθανώς μια από αυτές τις δοκιμασίες που αποτελούσαν μέρος της μύησης. Ο άκομψος χαρακτήρας του βεβαιώνει την παλαιότητα του.
Οι επτά βαθμίδες των μυστών
Οι επτά βαθμίδες της μιθραϊκής μύησης είχαν καθορισθεί με βάση τους επτά πλανήτες και αντιστοιχούσαν στις επτά πλανητικές σφαίρες τις οποίες η ψυχή ήταν υποχρεωμένη να διασχίσει για να φθάσει στην κατοικία των μακαρίων. Κατά συνέπεια ο καθορισμός των επτά βαθμίδων των μυστών δεν είναι προγενέστερος της αστρολογικής επίδρασης της Βαβυλώνας.
Ο άγιος Ιερώνυμος γράφοντας στην Λαέτια, είχε την χαρά να της αποδείξει την μιθραίκή μόρφωση του μνημονεύοντας τις επτά βαθμίδες της μιθραϊκής μύησης. Το έτος 377 μ.Χ. ο νομάρχης της Ρώμης Γράκχος προσηλυτισμένος πρόσφατα στον Χριστιανισμό, απέδειξε τον ζήλο του καταστρέφοντας ένα μιθραίο. Ο άγιος Ιερώνυμος υπενθυμίζει αυτό το ευσεβές κατόρθωμα: «Δεν είναι άραγε αλήθεια ότι ο συγγενής σας Γράκχος, του οποίου το όνομα είναι συνώνυμο με την ευγένεια των πατρικίων, της εποχή που ήταν νομάρχης της πόλης κατεδάφισε και κατέστρεψε το άντρο του Μίθρα μαζί με όλες τις θηριώδεις απεικονίσεις που εξυπηρετούσαν στην μύηση του Ιέρακος, του Κρύφιου, του Στρατιώτη, του Λέοντος, του Πέρση, του Ηλιοδρόμου και του Πατρός, γεγονός για το οποίο έλαβε το βάπτισμα του Χριστού, και το οποίο ήταν, για να το πω έτσι, μια εγγύηση της πίστεως του;» (Ep. CVII, ad Laetam.) Οι επιγραφές επιβεβαιώνουν λεπτομερειακά αυτήν την απαρίθμηση. Οι «θηριώδεις μορφές» αποτελούν το σύνολο των λατρευτικών αντικειμένων, αγάλματα και ανάγλυφα απεικονίζονται τις θεότητες, αλλά κυρίως τους πάγκους των μυστών που έφεραν ορισμένα διακριτικά σημάδια σχετικά με τα ονόματα τους. Ο «Ιέραξ» εμφανιζόταν στις τελετουργίες με ένα κεφάλι πουλιού, ενώ ο «Λέοντας» με το μουσούδι του ίδιου ζώου.
Ο Πορφύριος συσχετίζει τις ζωικές επωνυμίες των βαθμίδων μύησης με τα σύμβολα του ζωδίου και με την μετεμψύχωση. Η ιδέα της μετεμψύχωσης δικαιολογείται με την έννοια ότι παρόμοιοι χαρακτηρισμοί προϋποθέτουν την ύπαρξη στην αρχή ενός είδους μυστικιστικής κοινωνίας μεταξύ μιας ανθρώπινης ομάδας και ενός ζωικού είδους. Είναι μια σχέση ανάλογη με εκείνη που υπάρχει στην βάση του τοτεμισμού χωρίς όμως να είναι ακριβώς μια σχέση τοτεμική. Δικαιολογημένα οι Ιερακες και οι Λέοντες του Μίθρα παραβάλλονταν με τις Άρκτους της Αρτέμιδος της Βραυρώνος, με τους Ταύρους του Διονύσου και με τους πώλους της Δήμητρας. Εδώ συναντούμε τα ονόματα περισσότέρων ζώων που υπάρχουν στην υπηρεσία μιας μόνης θεότητας αλλά η αρχή είναι η ίδια. Αρχικά δεν γίνεται λόγος ούτε περί της ιδιαίτερης σχέσης μιας ομάδας με ένα συγκεκριμένο ζώο, όπως στην τοτεμική σχέση, ούτε περί της λατρείας μιας θεότητας αναπαριστάμενης με την μορφή κάποιου ζώου και με το οποίο οι άνθρωποι θα πίστευαν ότι είχαν ταυτισθεί ενδυόμενοι το δέρμα του ζώου στο οποίο ήταν αφιερωμένοι. Στην αρχή, το ίδιο το ζώο ήταν προικισμένο με το πνεύμα, ήταν ένα πνεύμα. Οι άνθρωποι απλώς αποκτούσαν το πνεύμα του είδους στο οποίο το ζώο ανήκε τρώγοντας το κρέας και φορώντας το δέρμα του. Το πνεύμα έχαιρε μιας κάποιας ανεξαρτησίας επέλεγε σε ποιους θα μεταδιδόταν.
Σίγουρα, οι Ιέρακες και οι Κρύφιοι πρέπει να θεωρούνταν κατώτερες βαθμίδες. O Πορφύριος αναφέρει κατά τρόπο σαφή για τους Ιέρακες ότι ήταν «επικουρικοί». Στις αναπαραστάσεις του Μίθρα του ταυροκτόνου εμφανίζεται συχνά ένας Ιέραξ ερχόμενος προς τον θεό και τον οποίον ο Μίθρας φαίνεται κάποιες φορές ότι τον κοιτά. Ο Ιέραξ είναι πιθανώς ο αγγελιαφόρος που αποστέλλεται στον Μίθρα, πιθανώς εκ μέρους του Ηλίου, με την εντολή να θυσιάσει τον ταύρο. Ό ρόλος του συνιστά μιαν ένδειξη αρκετά καθαρή του υφισταμένου λειτουργήματος το οποίο τελούσαν οι Ιέρακες σαν αγγελιοφόροι και σαν υπηρέτες φροντίζοντας για τα ασήμαντα χρειώδη δίπλα στους μύστες κατά την περίοδο της εκτέλεσης της θεϊκής υπηρεσίας. Ο βαθμός τους μπορεί να απονεμετο σε παιδιά μιας και με βεβαιότητα αυτός ήταν κανόνας στους πανάρχαιους χρόνους, όπου η νεανική τάξη αποτελούσε το πρώτο βήμα προς τους ανώτερους βαθμούς.
Περί των Κρύφιων δεν είναι γνωστόν σχεδόν τίποτε, παρά μόνο ότι αυτοί δεν ήταν ορατοί κατά τις τελετουργίες. Δεν απεικονίζονται ούτε στα ανάγλυφα, κάτι που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αφού έμεναν κρυμμένοι. Το όνομα τους προερχόταν από το γεγονός ότι στις συγκεντρώσεις της κοινότητας ήταν «κρυμμένοι από ένα πέπλο». Στην γενική οικονομία των μυστηρίων, αυτή η τάξη, που βρισκόταν μεταξύ της κατηγορίας για τα παιδιά, των Ιεράκων, και της κατηγορίας για τους ενήλικες, των Στρατιωτών, ήταν, τουλάχιστον στην αρχή, η τάξη που προοριζόταν για τους εφήβους που έφταναν στην ηλικία της ήβης και υπόκειντο σε μια ιδιαίτερη κατηγορία, όντες αποχωρισμένοι από τις μητέρες τους μαζί με τις οποίες περνούσαν την παιδική ηλικία, αλλά χωρίς να γίνονται ακόμα αποδεκτοί εξ’ ολοκλήρου στην κοινωνία των ανδρών, καθώς συνηθιζόταν στους περισσότερους απολίτιστους λαούς.
Ο Στρατιώτης ανήκε, όπως φαίνεται στην κατηγορία των λεγομένων μυστών. Στην οικονομία των μυστηρίων, ο τίτλος έχει μια ψηλή θρησκευτική σημασία. Στην παλιά διαμόρφωση των τάξεων των μυστών , οι Στρατιώτες ήταν χωρίς αμφιβολία μια αδελφότητα νεαρών σχηματισμένη από αληθινούς πολεμιστές, που ως αποστολή τους είχαν το κυνήγι και η μάχη. Ο Τερτυλλιανός που φαίνεται να γνώριζε καλά τα μυστήρια του Μίθρα, μιλά επί μακρόν για την μύηση του Στρατιώτη. Ο διάβολος λέει ο Τερτυλλιανός «βαπτίζει ορισμένους από τους πιστούς του. Τους υπόσχεται ότι τα αμαρτήματα τους θα συγχωρεθούν αφότου λουσθούν. Και εάν αναφερθώ ακόμα περισσότερο στον Μίθρα, εκείνος (ο διάβολος) τους σημαδεύει στο μέτωπο τους στρατιώτες του, τελεί την προσφορά του ψωμιού, δίνει μια εικόνα της ανάστασης και της εξωνήσης με την κορώνα και με το σπαθί». Το συμπέρασμα που εξάγεται από εδώ είναι ότι η μύηση των Στρατιωτών περιελάμβανε μια βάπτιση με την ευκαιρία της οποίας έκαναν κάποιο σημάδι στο μέτωπο του μυούμενου.
Ο Τερτυλλιανός θεωρεί ότι το τελετουργικό αυτό σε μεγάλο μέρος ομοιάζει κατά τρόπο εκπληκτικό με το χριστιανικό βάπτισμα, στην δεδομένη περίπτωση με αυτό το «σημάδεμα» που το συνοδεύει και το οποίο αργότερα ονομάσθηκε χρίσμα. Οι πρώτοι ισχυρισμοί του Τερτυλλιανού είναι γενικής τάξης, επειδή ξέρει ότι ο διάβολος βαφτίζει και άλλους εκτός από τους θιασώτες του Μίθρα. Όμως μόνο στην λατρεία του Μίθρα το μέτωπο του μύστη σημαδεύεται με ένα σημάδι στο βάπτισμα, όπως στην Χριστιανική Εκκλησία. Μόνο που ο Μίθρα το έκανε με έναν πιο βίαιο τρόπο από ότι η Εκκλησία. Αυτός σημάδευε τους ανθρώπους του με πυρακτωμμένο σίδερο, όταν ο χριστιανός επίσκοπος ή ιερέας αργότερα αρκείται να κάνει με το δάχτυλό του στο μέτωπο του νεοφύτου το σημείο του σταυρού, ένα σημάδι από λάδι που εξαλείφεται αργότερα και το οποίο ο χριστιανός το επαναλαμβάνει συχνά από μόνος του. Ο σκοπός του τελετουργικού ήταν ο ίδιος: ο Στρατιώτης αφιερωνόταν στον Μίθρα, όπως ο χριστιανός αφιερώνεται στον Χριστό.
Οι πληροφορίες σχετικά με τους Λέοντες είναι λίγες. Ο Τερτυλλιανός τους μνημονεύει μόνο παροδικά όταν μιλά περί της λατρείας των φυσικών στοιχείων στις παγανιστικές θρησκείες: διαπιστώνοντας την ύπαρξη μιας τέτοιας λατρείας στους «μάγους της Περσίας, τους ιεροφάντες της Αιγύπτου και τους γυμνοσοφιστές της Ινδίας», επισημαίνει κατόπιν την ταύτιση των θεών με τα φυσικά στοιχεία και προσθέτει: «Έτσι παρουσιάζονται οι Λέοντες του Μίθρα, ως μυστικιστικοί αντιπρόσωποι της ξηρασίας και του καύσωνα». Από αυτό φαίνεται ότι ο Τερτυλλιανός γνώριζε την θεολογία του Μίθρα τόσο καλά όσο γνώριζε και τα τελετουργικά του. Στο ίδιο πράγμα αναφέρεται ο Πορφύριος, όταν επιβεβαιώνει την χρήση του μέλιτος στην αφιέρωση των Λεόντων: Οι Λέοντες έβαζαν μέλι στην γλώσσα και έχυναν μέλι στα χέρια τους. Σύμφωνα μάλιστα με τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, (Or. IV, 52), ο αυτοκράτορας Ιουλιανός μετά την αποστασία του από τον Χριστιανισμό, καθάριζε τα χέρια του με μέλι όταν άγγιζε τον ευχαριστιακό άρτο. Και από αυτήν του την ενέργεια φαινόταν ότι ήταν μυημένος στον Μίθρα.
Το μέλι χρησιμοποιείτο και στην μύηση της επόμενη βαθμίδας, εκείνης του «Πέρση». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πορφυρίου, το μέλι δεν έχει μόνο μια καθαρτική ιδιότητα, αλλά και ικανότητα συντήρησης. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, η χρήση του μέλιτος δικαιολογείται από τον υψηλό βαθμό της μύησης. Υποτίθεται ότι αυτός ο βαθμός της μύησης θα είχε θεσπιστεί για να θυμίζει την περσική καταγωγή της μιθραϊκής λατρείας και για την συμπερίληψη των ξένων προσήλυτων στο περσικό έθνος.
Μετά τον βαθμό του Πέρση ακολουθούσε ο Ηλιοδρόμος. Όπως και ο Μίθρα, ο συγκεκριμένος μύστης, ήταν εξομοιωμένος με τον Ήλιο. Αυτός δεν έτρεχε μπροστά από τον Ήλιο, αλλά ανέβαινε μαζί του στο άρμα του. Η αντίστοιχη μυθική σκηνή φιγουράρει συχνά στους μικρούς πίνακες των ανάγλυφων. Από το άρμα του ο Ήλιος απλώνει το χέρι του στον Μίθρα, που ανεβαίνει δίπλα του. Λοιπόν ο Μίθρας ήταν ο πρώτος του Ηλιοδρόμος, όπως επίσης ήταν και ο πρώτος Πέρσης. Στην οικονομία των μυστηρίων και στην αστρολογική τους ερμηνεία, ο βαθμός αυτός, υπεράνω του οποίου δεν υπάρχει παρά μόνον ο ανώτατος βαθμός, παρουσιάζει τον μύστη στον δρόμο προς τον ουρανό, όπου δεν του μένει πια παρά μόνο να εισδύσει μαζί με τον Μίθρα για να αγγίξει την σφαίρα της θεότητας. Η μυθική σκηνή παρουσιάζει πιθανώς την ανάβαση- ανάληψη του Μίθρα στον ουρανό μετά το πέρας των κατορθωμάτων του και αναπαριστά την υποδοχή των εκλεκτών στον ουρανό του Αχούρα Μάζδα. Εδώ δεν γίνεται λόγος για ευτυχία στον κάτω κόσμο, την κατοικία των θνητών, αλλά για την ευτυχία του ουρανίου κόσμου, της σφαίρας του αιωνίου φωτός.
Ο ανώτατος βαθμός ήταν εκείνος του Πατρός, του οποίου η τάξη, στην ιεραρχική διαβάθμιση αντιστοιχούσε σε εκείνη του Μίθρα στον ουρανό. Ο όρος «Πατήρ» μπορούσε να συναντηθεί παντού και έτσι είναι πιθανόν η υιοθεσία του να μην οφείλετε σε επίδραση των ελληνικών θιάσων. Στην αρχή, οι Πατέρες ήταν πιθανώς οι πιο ηλικιωμένοι, οι σοφοί γέροντες, οι τηρητές των ιερών παραδόσεων της φυλής. Στην οικονομία των μυστηρίων ήταν οι πλήρως μυημένοι, εκείνοι των οποίων η κοινωνία με τον Μίθρα ήταν πλήρης. Επικεφαλής τους ήταν ο «Πατήρ Πατέρων», αδιαφιλονίκητος μεγάλος μαέστρος των τελετών της μύησης και πνευματικός οδηγός ολόκληρης της κοινότητας που ήταν διαβαθμισμένη σε διαφορετικές τάξεις.
Θυσίες στα μυστήρια του Μίθρα
Κρίνοντας από τα ερείπια που ανακαλύφθηκαν στους τόπους όπου τελούνταν οι θυσίες, φαίνεται ότι αυτές ήταν αρκετά πολυάριθμες στην λατρεία του Μίθρα. Οι ανασκαφές φανέρωσαν μια πληθώρα σιδερένιων, ορειχάλκινων και μπρούντζινων μαχαιριών και ακόμα μερικές αλυσίδες που χρησιμοποιούνταν πιθανώς στο δέσιμο των θυμάτων. Θυσιάζονταν βόδια, πρόβατα, κατσίκες, γουρούνια, και ένας μεγάλος αριθμός από κότες. Φαίνεται ότι κάποιες φορές θυσιάζονταν και άγρια ζώα, όπως για παράδειγμα αγριόχοιροι, ελάφια, λύκοι και αλεπούδες. Επειδή αυτό το τελευταίο ζώο ήταν το ζώο του Αριμάν, δεν φανταζόμαστε ότι θα μπορούσε να φιγουράρει σε μια θυσία που θα προσφερόταν στους ουράνιους θεούς. Κατά συνέπεια είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι οι θιασώτες του Μίθρα τελούσαν και ένα τελετουργικό του Αριμάν και θυσίαζαν προς τιμή του. Εξάλλου, το γεγονός αυτό είναι επιβεβαιωμένο και από τα αφιερώματα στα οποία εμφανίζεται το όνομα του. Όσο αντίθετο να ήταν κάτι τέτοιο με τις αρχές της Αβέστα δεν πρέπει να μας εκπλήττει, επειδή η ύπαρξη της λατρείας του Αριμάν στους αρχαίους Πέρσες είναι επιβεβαιωμένη από τον Ηρόδοτο (Ηροδότου, VII, 113-114) και τον Πλούταρχο (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 33). Μόνο μια μεταρρύθμιση κυριαρχούμενη από μια θεολογική αρχή θα μπορούσε να στερήσει την έκφραση σεβασμού από έναν θεό τόσο πολύ ισχυρό. Στην παρούσα περίσταση τα μυστήρια δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά μόνον να διατηρούν την αρχαία παράδοση της περσικής λατρείας.
Η θυσία του ταύρου
Η πρώτη θυσία ήταν η θυσία του ταύρου που τελέσθηκε από τον ίδιο τον Μίθρα προσωπικά, και οι πιστοί του συνέχισαν το παράδειγμα του. Η πιο γνωστή μιθραϊκή αναπαράσταση της είναι η εξής: σε ένα σπήλαιο, φαίνεται ο ταύρος πεσμένος στην γη, με τα μπροστινά πόδια διπλωμένα κάτω από αυτόν και με τα πισινά τεντωμένα. Ο Μίθρα στέκεται έχοντας καβαλήσει το ζώο με το αριστερό του γόνατο διπλωμένο και με το δεξί του πόδι απλωμένο πάνω από το δεξί μπούτι του ταύρου. Με το αριστερό του χέρι τραβά προς τα πάνω το πεσμένο ζώο, του οποίου το κεφάλι στρέφεται προς τον ουρανό, και με το δεξί του χέρι του χώνει στο πίσω μέρος του τραχήλου ένα μικρό σπαθί. Ο Μίθρα ο ίδιος έχει το κεφάλι του γυρισμένο, σαν να κοιτάζει πίσω, συχνά με μια περίεργη έκφραση λύπης. Ένας Ιέρακας που υπάρχει στα αριστερά του σκύβει προς αυτόν. Στην αριστερή γωνία εμφανίζεται συχνά η φιγούρα του Ήλιου, ενώ στην δεξιά εκείνη της Σελήνης. Στο κάτω μέρος φαίνεται ένας σκύλος χιμώντας προς το αίμα που αναβλύζει από την πληγή και το ίδιο κάνει ένα φίδι. Ένας σκορπιός πιάνει με τις δαγκάνες του τους όρχεις του ετοιμοθάνατου ζώου και το τσιμπάει με την άκρη της λαβής. Κάποιες φορές συμμετέχει στην σκηνή και ένα μυρμήγκι. Άλλοτε κάτω από τον ταύρο παριστάνεται ένας κρατήρας, βάζο με δύο λαβές, και ένα λιοντάρι φαίνεται να κοιτάζει ή να πίνει από αυτό, ενώ το φίδι φαίνεται να κάνει το ίδιο πράγμα από την αντίθετη μεριά. Από την μια και την άλλη πλευρά στέκονται δύο νέοι άνδρες, ο ένας εκ των δύο, ο Καούτες, κρατώντας έναν σηκωμένο δαυλό, και ο άλλος ο Καουτοπάτες κρατάει έναν δαυλό γερμένο προς την γη, και οι δύο είναι ντυμένοι όπως ο Μίθρας και φέρουν στο κεφάλι το ίδιο είδος σκούφιας. Σαν μια τελευταία λεπτομέρεια, αλλά η οποία πιθανώς δεν είναι και η λιγότερο σημαντική, η ουρά του ταύρου, σηκωμένη πίσω, τελειώνει με μια χεριά στάχυα. Είχαν παρατηρηθεί ακόμα μνημεία στα οποία, αντί για αίμα, από την πληγή του ταύρου χυνόταν στάχυα.
Τα ανάγλυφα συνιστούν μια μαρτυρία του γεγονότος ότι για τον Μίθρα και τον ταύρο πρωταρχικά υπήρχε ένας ολόκληρος μυστικός θρύλος. Η αβεστική παράδοση, διατήρησε τον θρύλο για τον θυσιαζόμενο ταύρο στις αρχές του κόσμου από τον οποίον εμφανίσθηκαν οι πλανήτες. Από το σπέρμα του που συγκεντρώθηκε και καθαρίσθηκε από την σελήνη, γεννήθηκαν όλα τα είδη των ωφέλιμων ζώων. Η ψυχή του ταύρου ανεβαίνοντας μέχρι τους θεούς, έγινε το πνεύμα που προστατεύει τα κοπάδια. Εκείνος ο ταύρος που σκοτώθηκε από τον Μίθρα ήταν ο θεϊκός ταύρος η θυσία του οποίου θα πραγματοποιείτο, σύμφωνα με την αβεστική πίστη, στο τέλος των χρόνων από το χέρι του Σαοσυάντ: τότε το πάχος του θεϊκού ταύρου, ανακατεμένο με τον χυμό του λευκού φυτού haoma, θα γινόταν για τους εκλεκτούς ένα ποτό της αθανασίας. Έτσι ο Μίθρας που με την θυσία του ταύρου έγινε δημιουργός θα γινόταν και σωτήρας.
Συνήθως οι μύθοι δεν έχουν μια λογική πολύ αυστηρή. Όμως η ερμηνεία του μύθου πρέπει να είναι η εξής: Η σκηνή της θυσίας του ταύρου ο οποίος κυνηγιέται και κατόπιν σκοτώνεται αποδεικνύει την αρχαιότητα του μύθου που αντιστοιχεί στις συνήθειες ενός λαού ο οποίος ασχολείτο με το κυνήγι. Σύμφωνα με τον μύθο η εντολή του Ηλίου να θανατωθεί ο ταύρος μεταφέρθηκε στον Μίθρα από τον κόρακα-Ιέρακα και ότι ο Μίθρας παρά την θέληση του την εκτέλεσε. Από εδώ προκύπτει και η παρουσία του Ηλίου σε ορισμένους πίνακες. Εκείνη της Σελήνης οφείλεται παρομοίως στις σχέσεις μεταξύ αυτής και του ταύρου. Οι δορυφόροι του Αριμάν, ο σκορπιός, το μυρμήγκι και το φίδι, εκείνα που προσπαθούσαν να δηλητηριάσουν ή να ρουφήξουν το σπέρμα της ζωής, δεν κατάφεραν να το κάνουν. Οι Καούτες και Καουτοπάτες είναι οι αντικαταστάτες του Μίθρα, ο Καύτης εκπροσωπώντας τον ήλιο ο οποίος ανεβαίνει στην αψίδα ή την μέρα που προχωρεί, από το ηλιοστάσιο του χειμώνα μέχρι την ισημερία της άνοιξης, και ο Καυτοπάτης αναπαριστών τον ήλιο στην παρακμή του ή την ημέρα η οποία μικραίνει. Τα στάχυα από την ουρά του ταύρου μας φανερώνουν ότι το στάρι προέρχεται από τον θυσιασμένο ταύρο, με το στάρι φτιαχνόταν το ψωμί του δείπνου. Η θυσία του ταύρου τοποθετήθηκε στις αρχές του χρόνου σαν αρχή της ζωής στην γη ακριβώς γιατί η αποστολή της ήταν να προκαλέσει την αναγέννηση της φύσης.
Δεν έχει νόημα να ερευνηθεί το πως μπορούσε να θυσιαστεί ένας ταύρος πριν καν να υπάρξουν τα ζώα. Επειδή τότε δεν υπήρχαν ούτε άνθρωποι και δεν υπήρχε ούτε καμμία τάξη των πραγμάτων. Αυτός ο ταύρος πρώτα δεν ήταν τόσο ένα ζώο, όσο ένα ζωντανό πνεύμα, ένα πρωτότυπο του ταύρου της θυσίας, φέρνοντας μέσα του το σπέρμα από το οποίο θα γεννιόνταν όλες οι υπάρξεις. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ταύρος που θυσιαζόταν κάθε έτος δεν ήταν ένα συνηθισμένο ζώο. Ήταν μια εκδήλωση της παγκόσμιας ζωής, η πιο τέλεια έκφρασή αυτής, σε αυτήν ήταν συμπυκνωμένες, για να το πούμε έτσι, οι ιδιότητες της: και για αυτό, με την μεσολάβηση της θυσίας, αυτές οι ιδιότητες μπορούσαν να διαδοθούν σε ολόκληρη την φύση. Έτσι θεωρείτο ο πρωταρχικός ταύρος. Το θύμα που θυσιαζόταν ετησίως ήταν στην πραγματικότητα θεϊκό, επειδή ο πρωταρχικός ταύρος ήταν κατ’ εξοχή θεϊκός. Όσο για τις συνθήκες της θυσίας του, ήταν το ίδιο νεφελώδεις όπως και ο ταύρος ο ίδιος.
Η μιθραϊκή λειτουργία
Ωστόσο η θυσία του ταύρου, του οποίου ο μύθος φαίνεται να συσχετιζόταν τόσο στενά με το ιερό δείπνο των μυστών, δεν είχε καθόλου, όπως φαίνεται, την έννοια του να παρέχει κρέας για αυτό το γεύμα. Ο πρωταρχικός ταύρος δεν φαγώθηκε και ούτε καν κόπηκε σε κομμάτια: η ζωή εξήλθε από το σώμα του για να μεταδοθεί με γοργότητα στην γη. Ο ταύρος της εσχατολογικής θυσίας δεν πρέπει ούτε καν να διαμελίσθηκε για να τραφούν οι εκλεκτοί. Λέγεται μόνον ότι το λίπος του μπήκε σαν συνθετικό στο ποτό της αθανασίας. Όπως η ουράνια soma στην βεδική μυθολογία, είναι σπέρμα ενός ζωικού θύματος και είναι ταυτισμένο με το φεγγάρι, έτσι και το περσικό haoma είναι το σπέρμα του πρωταρχικού ταύρου. Οι μύθοι αυτοί αφήνουν να εννοηθεί ότι στο τελετουργικό του Μίθρα, το κρέας του θυσιασμένου ταύρου στην μεγάλη θυσία δεν τρωγόταν ποτέ. Στα συστατικά του μιθραϊκού δείπνου περιλαμβάνετο μόνον η θεϊκή ουσία του ταύρου και όχι η φυσική του μορφή και ουσία. Μια τέτοια θυσία είναι λοιπόν τελείως ευσιμβίβαστη με την αποχή από την κατανάλωση κρέατος στα λειτουργικά δείπνα. Όπως θα μπορούσε να είναι το ίδιο ταιριαστή με την άσκηση του ίδιου είδους αποχής και εκτός του ιερού σπηλαίου.
Ο Τερτυλλιανός λέει ότι ο διάβολος σύστησε στα πλαίσια της λατρείας του Μίθρα την «προσφορά του ψωμιού». Όμως η προσφορά των ψωμιών συναντιέται σχεδόν παντού στις αρχαίες λατρείες. Το ότι το συγκεκριμένο μiθραϊκό τελετουργικό είχε μια μεγάλη ομοιότητα με το χριστιανικό αντίστοιχο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προσφορά στην μιθραϊκή λατρεία δεν ήταν μια απλή προσφορά, αλλά αποτελούσε το μιθραϊκό ισοδύναμο του χριστιανικού δείπνου και λάμβανε χώρα σε συνθήκες απολύτως όμοιες με εκείνες στις οποίες στις οποίες τελείται το χριστιανικό δείπνο. Αυτή η σχέση εξέπληξε ήδη τον άγιο Ιουστίνο, ο οποίος όπως και ο Τερτυλλιανός, έζησε αρκετά κοντά για πολύ καιρό τον παγανισμό πριν να προσηλυτιστεί στην πίστη του Χριστού. Περιγράφοντας το χριστιανικό δείπνο, στο οποίο δεν έπαιρναν μέρος παρά μόνον οι βαπτισμένοι πιστοί, ο άγιος Ιουστίνος λέει ότι το ψωμί και η κούπα με το κρασί δεν θεωρούνται ότι είναι κοινό ψωμί και ποτό. Όπως μέσω της δύναμης του Θεϊκού Λόγου, ο Ιησούς Χριστός απέκτησε σώμα και αίμα για την σωτηρία των ανθρώπων, το ίδιο και η τροφή η οποία πρέπει να θρέψει το σώμα και το αίμα του πιστού είναι εξαγιασμένη με την προφορά της ευχαριστιακής προσευχής και έγινε σώμα και αίμα του Ενσαρκωμένου Λόγου, όπως μπορούμε να δούμε στις «Πράξεις των Αποστόλων». Και όπως διαβάζει τους λόγους της σύστασης, ο άγιος Ιουστίνος τους ερμηνεύει με τον ακόλουθο τρόπο: «είναι εκείνα που οι κακοί δαίμονες με την μίμηση παρέγραψαν και τα μιμήθηκαν και στα μυστήρια του Μίθρα. Επειδή στις τελετές μύησης παρουσιάζονται το ψωμί και μια κούπα με κρασί, ξαφνικά με ορισμένες μορφές τις οποίες ξέρετε ή μπορείτε να μάθετε». Η πληροφορία είναι ακριβής. Ο άγιος Ιουστίνος γνώριζε τέλεια την μιθραϊκή λατρεία, το τελετουργικά και τις μορφές της. Μπορεί να αποφεύγει να διαβάσει αυτά τα λόγια για να μην σοκάρει υψηλά πρόσωπα στα οποία απευθύνεται επαναλαμβάνοντας μερικές κουβέντες του μυστηρίου, ή ίσως να ενεργεί έτσι ίσως επειδή το περιεχόμενο των τύπων τον έκανε και αυτόν να διστάζει. Οι μιθραϊκοί τύποι ήταν κάποιες μυστικές εκφράσεις ανάλογες με το «Αυτό είναι το σώμα μου», «Αυτό είναι το αίμα μου», που θυμίζουν στον χριστιανό την υψηλή σημασία της Θείας Ευχαριστίας. Ο Τερτυλλιανός χαρακτηρίζει την μιθραϊκή λειτουργία ως προσφορά ψωμιού, και ο άγιος Ιουστίνος ισχυρίζεται ότι το σερβιριζόμενο ποτό ήταν νερό. Μπροστά στους μύστες ήταν τοποθετημένα ψωμιά ενώ εκείνοι ήταν ξαπλωμένοι σε μαξιλάρια που βρίσκονταν κατά μήκος του ναού. Στην συνέχεια τους προσφέρονταν οι κούπες. Οι ιερές ευχές προφέρονταν από αυτούς, ή ίσως από τον «πατέρα των Πατέρων».
Στην πραγματικότητα, η αναλογία ήταν αξιοσημείωτη, επειδή το ιερό ψωμί και το ποτό αναπαριστούσαν την ουσία του ταύρου, του μυστικιστικού ταύρου, του θεϊκού ταύρου ο οποίος ήταν ο Μίθρα. Και αυτή η σχέση δεν ήταν ούτε αμυδρή ούτε υπονοούμενη. Πιθανώς εκφραζόταν κατηγορηματικά, επειδή ο άγιος Ιουστίνος την γνώριζε, ήταν εντυπωσιασμένος από αυτήν, και δεν μπορούσε να μην διακρίνει σε αυτήν μια πίστη και μια λειτουργική οικονομία σε ένα σύνολο παρόμοιο με την χριστιανική πίστη και την χριστιανική λειτουργία. Αναγκασμένος να εξηγήσει μια τέτοια αντιστοιχία και γνωρίζοντας κατά τα άλλα πολύ καλά ότι τα τελετουργικά των μυστηρίων δεν ήταν καθόλου μια μίμηση των πρόσφατης ημερομηνίας χριστιανικών τελετουργιών, μέμφεται την μίμηση του ευχαριστιακού δείπνου από τους δαίμονες.
Τα μυστήρια του Μίθρα ήταν μια θρησκεία επιβλητική. Ο θεός ήταν νέος, όμορφος, γενναίος και ακηλίδωτος. Επιπλέον ήταν ο μόνος σωτηριολογικός θεός που δεν πέθαινε. Αυτός ο θεός κήρυττε μια αυστηρή ηθική την οποία αυτός πρώτος ακολουθούσε. Το πόσο βαθιά και πνευματική ήταν η θρησκεία του φαίνεται εάν συγκριθεί με εκείνες τις μυστηριακές λατρείες της Δήμητρας και της Κόρης, ή του Διονύσου με τις πομπές του από παλαβωμένες γυναίκες, ή της Κυβέλης και του Άττη, αλλά ακόμα και εκείνης της Ίσιδος και του Όσιρη, με το νεκρικό τελετουργικό τους γεμάτο με πλουσιοπάροχα τραπέζια. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο ακόμα τώρα την αιτία για την οποία η θυσία του ταύρου τελείτο με τέτοια σοβαρότητα. Αυτή η σωτηριακή θυσία αναπαριστούσε στις αρχές το πάθημα ενός θεού. Πιθανώς η εξήγηση να είναι ότι ο Μίθρα όντας ένας θεός σωτήρας – και με μια συμπεριφορά πιο αυθεντική από ότι η πλειοψηφία των άλλων θεών των μυστηριακών θρησκειών – να ήταν αυτός ο ίδιος, κατά κάποιον ορισμένο τρόπο, ένας θεός ο οποίος έπασχε.
Τελικά ο μιθραϊσμός πιθανώς επειδή δεν μπόρεσε να αφομοιώσει την ελληνική φιλοσοφία και ίσως να προσαρμοσαρμοσθεί στις απαιτήσεις των καιρών εξαλείφθηκε από την Ευρώπη πρώτα και την Μικρά Ασία αργότερα αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για το άστρο του Χριστιανισμού που τότε ανέτειλε.
το άρθρο ανήκει στον διδάκτορα του τομέα της ιστορίας και φιλοσοφίας των θρησκειών, κ Τσοπάνη Κων/νο
Το τελετουργικό των μιθραϊκών αδύτων περιλάμβανε, από την μια μεριά, την κανονισμένη τελετουργία της λατρείας, με τις καθημερινές θρησκευτικές της πρακτικές, με τις περιοδικές και τις ετήσιες ιεροτελεστίες της, και από την άλλη πλευρά, τις λεγόμενες «τελετές της μύησης», συσχετισμένες με την θρησκευτική λατρεία. Κάθε άδυτο υπηρετείτο από έναν ή περισσότερους ιερείς. Ο ιερέας ήταν ένας μύστης που είχε έναν ανώτερο βαθμό, εκείνον του «Πατέρα», μολονότι δεν ήταν όλοι οι «Πατέρες» ιερείς, και τα ιδιαίτερα τελετουργικά των μυήσεων τελούνταν από τους Πατέρες με την βοήθεια των ιερέων, όχι όμως και από τον ιερέα μόνο του. Τα ιδιαίτερα καθήκοντα του ιερέα ήταν, πιθανώς, όπως και στην περίπτωση των μάγων της Περσίας, εκείνα της επίβλεψης για την συντήρηση της αιώνιας φλόγας, της υποχρέωσης του να απευθύνει στον Ήλιο τρεις προσευχές καθημερινά, του να τελεί τις υποδεικνυόμενες θυσίες για ορισμένες ημέρες ή να φροντίζει για την εκτέλεση τους απαγγέλλοντας τις παραδοσιακές ευχές και του να κάνει σπονδές με την ιερή χειρολαβή που έπαιζε έναν ρόλο τόσο σημαντικό στην λειτουργία της Αβέστα.
Οι μιθραϊκές αδελφότητες δεν ήταν καθοδηγούμενες από τους ιερείς, οι οποίοι υπήρχαν στην λατρεία τους αλλά μόνο για τις ανάγκες της λατρείας. Και ο πιο υψηλός βαθμός της μιθραϊκής μύησης, εκείνος του «Πατρός», όπως είπαμε δεν ταυτίζεται με την ιδιότητα του ιερέα-μάγου, αλλά ήταν ανεξάρτητος από εκείνη. Η Αβέστα μας φανερώνει ότι η δύναμη του μαγικού ιερατείου περιοριζότανε στην οργάνωση της επίσημης λατρείας. Αυτό το ιερατείο δεν θα σκεφτόταν ποτέ να συστήσει μερικές αδελφότητες πάνω στις οποίες να είναι κυρίαρχο.
Η λατρεία του Μίθρα είχε μια εβδομάδα, στην οποία οι επτά ημέρες ήταν αφιερωμένες στις επτά πλανητικές θεότητες και στην οποία ήταν αφιερωμένη κατά ιδιαίτερο τρόπο η πρώτη ημέρα, η ημέρα του Ηλίου. Υπήρχαν ακόμα και μερικοί εποχιακοί εορτασμοί, μεταξύ των οποίων διακρίνονται η γέννηση του Ηλίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 25 Δεκεμβρίου, καθώς και μια άλλη σημαντική γιορτή στην ισημερία της άνοιξης, επειδή σε αυτήν την περίοδο του έτους φαίνεται ότι γίνονταν συνήθως οι μυήσεις.
Η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια
Η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια είχε έντονο το στοιχείο του αποκρυφισμού. Με την μύηση το νέο μέλος δεσμευόταν ότι δεν αποκαλύψει την εσωτερική διδασκαλία που του εκμυστηρεύονταν και ότι δεν θα κοινολογήσει το μυστικό των τελετουργικών στα οποία συμμετείχε. Η μιθραϊκή μύηση ήταν πολύ επηρεασμένη από τα μαγικά τελετουργικά της ανατολής. Μπορεί βέβαια τα μυστήρια να είναι μια θρησκεία και όχι μια μαγεία, και οι δύο τύποι μύησης να είναι διαφορετικοί, αλλά από την άλλη μεριά, η μαγεία δεν ήταν ξένη στα μυστήρια και οι μάγοι κατείχαν μια πληθώρα από συνταγές για την καταπολέμηση των κακών πνευμάτων.
Μεταξύ των προϋποθέσεων οι οποίες απαιτούνταν για την μύηση απαριθμούνται μερικές «δοκιμασίες» αρκετά δύσκολες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιαζηνός μιλά περί «βασανισμών και μυστικιστικών καυτηριασμών» στους οποίους υποβάλλονταν οι πιστοί του Μίθρα. Εκείνα τα εγκαύματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σημάδι που έθεταν στο μέτωπο τους οι μυούμενοι στον βαθμό του Στρατιώτη όπως θα δούμε παρακάτω. Σύμφωνα με έναν σχολιασμό του Αγίου Γρηγορίου, οι βασανισμοί συνίσταντο στην δοκιμασία με την βοήθεια του νερού, της φωτιάς, του χιονιού, της πείνας, της δίψας και κάποιων εκτεταμένων αγώνων. Τηρούνταν αναμφισβήτητα η νηστεία και η εγκράτεια. Το μυητικό τελετουργικό διατηρούσε ορισμένες αιματηρές τελετές και αναπαραστάσεις κάποιων αγώνων στους οποίους υποβάλλονταν μύστες και μυούμενοι.
Ο ιστορικός Λαμπρίδιος γράφει σχετικά με τον Κόμοδο, ότι αυτός ο αυτοκράτορας τέλεσε τα μυστήρια του Μίθρα με έναν αληθινό φόνο, την εποχή που, σύμφωνα με το έθιμο, θα έπρεπε μόνο να μιμούνταν κάτι τέτοιο. Η πληροφορία φαίνεται να είναι αξιόπιστη: υπήρχε στα αλήθεια μια προσποίηση φόνου που διαπράτετο από τον μύστη ή ενώπιον αυτού, ή ίσως ακόμα και από πάνω του. Ο Κόμοδος τελώντας τα τελετουργικά πιθανώς με την ιδιότητα του «Πατρός» και εξ’ αφορμής της μύησης κάποιου «Στρατιώτη», θα δολοφόνησε τον υποψήφιο ενώ έπρεπε μόνο να προσποιηθεί ότι τον σκότωνε. Πιθανώς δεν επρόκειτο για προσποίηση ενός συνηθισμένου φόνου ούτε μιας ανθρωποθυσίας που προσφερόταν άμεσα στον θεό, αλλά μάλλον ενός αγώνα ο οποίος μπορούσε να έχει εξ’ αρχής μια σημασία μαγικό-θρησκευτική. Και μόνο με την έννοια αυτή ο θάνατος κάποιου νικημένου θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ανθρωποθυσία. Αργότερα, ο αγώνας αυτός μετασχηματίσθηκε σε μια δοκιμασία περισσότερο ή λιγώτερο επικίνδυνη και κατά συνεπείαν σε ένα λειτουργικό μύθευμα. Αλλά ο Κόμοδος διέπραξε έναν αληθινό φόνο επειδή ο υποψήφιος δεν υπερασπίσθηκε τον εαυτό του. Ο ιστορικός Λαμπρίδιος λέει καθαρά ότι δεν επρόκειτο παρά μόνο για την προσποίηση κάποιας θανάτωσης και δεν είχε υπόψη μια ανθρωποθυσία. Η πανάρχαια θρησκεία των Περσών ωστόσο γνώριζε ανθρωποθυσίες, τελούμενες, όπως φαίνεται, κυρίως στην λατρεία του Αριμάν. (Ηροδότου, VII, 113-114). Τις ανθρωποθυσίες των Περσών μάγων επιβεβαιώνει και ο Λατίνος ιστορικός Πλίνιος, όμως την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν γίνονταν πλέον ανθρωποθυσίες στα πλαίσια των μυστηρίων.
Σύμφωνα με τον Λαμπρίδιο ο Κόμοδος είχε σκοτώσει λιοντάρια και ανθρώπους, καθώς και μερικούς σακάτες και από τα δύο πόδια μετημφιεσμένους σε δράκοντες οι οποίοι φορούσαν τεχνητές ουρές κατασκευασμένες από πανί. Το κείμενο είναι αρκετά ασαφές, πιθανώς λόγω του ότι ο ιστορικός δεν καταλάβαινε πολύ καλά τα δεδομένα τα οποία περιέγραφε αλλά η πληροφορία φαίνεται να αναφέρεται στα τελετουργικά των μυστηρίων του Μίθρα, όπου ο αυτοκράτορας Κόμοδος, εξοπλισμένος με ένα ρόπαλο, παριστάνοντας τον Μίθρα που κυνηγούσε αγρία θηρία είχε εξοντώσει στα αλήθεια έναν ορισμένο αριθμό «Λεόντων», αντί να προσποιηθεί ότι τους κυνήγησε. Στα μνημεία δεν αναπαρίσταται το σκηνικό ενός τέτοιου τελετουργικού. Όμως σε ορισμένα ανάγλυφα παρουσιάζεται ο υπέρτατος θεός καταβάλλοντας έναν γίγαντα, έναν άνθρωπο του οποίου το σώμα τελειώνει σε μια ουρά φιδιού. Τον ρόλο αυτού θα έπαιζαν οι σακάτες για τους οποίους μιλά ο Λαμπρίδιος. Φαίνεται ότι πρόθεση του Κόμοδου ήταν να αποδώσει με έναν τρόπο όσο το δυνατόν πιο αληθινό τον αγώνα του Ορμάζδ εναντίων των θηρίων. Είναι ευνόητο ένας χριστιανός συγγραφέας όπως ο άγιος Ιουστίνος να μέμφεται τις τελετές του Μίθρα, για την έλλειψη τους σε σοβαρότητα, υπονοώντας ότι οι υποψήφιοι στην μύηση εμπαίζονταν. Τους περιγράφει με τα μάτια δεμένα στο μέσο ενός ξέφρενου πλήθους που σειόταν γύρω τους. «Κάποιοι μιμούνταν τον κρωγμό του ιέρακος και χτυπούσαν τα φτερά τους. Άλλοι έβγαζαν βρυχηθμούς όπως τα λιοντάρια. Κάποιοι μεταξύ των υποψηφίων, έχοντας τα χέρια δεμένα με έντερα κότας, πηδούσαν πάνω από λάκκους γεμάτους με νερό. Ένα άτομο, που έκανε την εμφάνιση του με ένα ξίφος, απέκοπτε τα εντόσθια, ως κάποιος ελευθερωτής. Αλλά ακόμα συνέβαιναν πράγματα πολύ πιο άσχημα.» Οι πιο πολλές πληροφορίες είναι πραγματικές. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι καταναλώνονταν παρά πολλά πουλερικά με την ευκαιρία των τελετών του Μίθρα. Το τελετουργικό των δεμένων χεριών με έντερα πτηνών ήταν πιθανώς μια από αυτές τις δοκιμασίες που αποτελούσαν μέρος της μύησης. Ο άκομψος χαρακτήρας του βεβαιώνει την παλαιότητα του.
Οι επτά βαθμίδες των μυστών
Οι επτά βαθμίδες της μιθραϊκής μύησης είχαν καθορισθεί με βάση τους επτά πλανήτες και αντιστοιχούσαν στις επτά πλανητικές σφαίρες τις οποίες η ψυχή ήταν υποχρεωμένη να διασχίσει για να φθάσει στην κατοικία των μακαρίων. Κατά συνέπεια ο καθορισμός των επτά βαθμίδων των μυστών δεν είναι προγενέστερος της αστρολογικής επίδρασης της Βαβυλώνας.
Ο άγιος Ιερώνυμος γράφοντας στην Λαέτια, είχε την χαρά να της αποδείξει την μιθραίκή μόρφωση του μνημονεύοντας τις επτά βαθμίδες της μιθραϊκής μύησης. Το έτος 377 μ.Χ. ο νομάρχης της Ρώμης Γράκχος προσηλυτισμένος πρόσφατα στον Χριστιανισμό, απέδειξε τον ζήλο του καταστρέφοντας ένα μιθραίο. Ο άγιος Ιερώνυμος υπενθυμίζει αυτό το ευσεβές κατόρθωμα: «Δεν είναι άραγε αλήθεια ότι ο συγγενής σας Γράκχος, του οποίου το όνομα είναι συνώνυμο με την ευγένεια των πατρικίων, της εποχή που ήταν νομάρχης της πόλης κατεδάφισε και κατέστρεψε το άντρο του Μίθρα μαζί με όλες τις θηριώδεις απεικονίσεις που εξυπηρετούσαν στην μύηση του Ιέρακος, του Κρύφιου, του Στρατιώτη, του Λέοντος, του Πέρση, του Ηλιοδρόμου και του Πατρός, γεγονός για το οποίο έλαβε το βάπτισμα του Χριστού, και το οποίο ήταν, για να το πω έτσι, μια εγγύηση της πίστεως του;» (Ep. CVII, ad Laetam.) Οι επιγραφές επιβεβαιώνουν λεπτομερειακά αυτήν την απαρίθμηση. Οι «θηριώδεις μορφές» αποτελούν το σύνολο των λατρευτικών αντικειμένων, αγάλματα και ανάγλυφα απεικονίζονται τις θεότητες, αλλά κυρίως τους πάγκους των μυστών που έφεραν ορισμένα διακριτικά σημάδια σχετικά με τα ονόματα τους. Ο «Ιέραξ» εμφανιζόταν στις τελετουργίες με ένα κεφάλι πουλιού, ενώ ο «Λέοντας» με το μουσούδι του ίδιου ζώου.
Ο Πορφύριος συσχετίζει τις ζωικές επωνυμίες των βαθμίδων μύησης με τα σύμβολα του ζωδίου και με την μετεμψύχωση. Η ιδέα της μετεμψύχωσης δικαιολογείται με την έννοια ότι παρόμοιοι χαρακτηρισμοί προϋποθέτουν την ύπαρξη στην αρχή ενός είδους μυστικιστικής κοινωνίας μεταξύ μιας ανθρώπινης ομάδας και ενός ζωικού είδους. Είναι μια σχέση ανάλογη με εκείνη που υπάρχει στην βάση του τοτεμισμού χωρίς όμως να είναι ακριβώς μια σχέση τοτεμική. Δικαιολογημένα οι Ιερακες και οι Λέοντες του Μίθρα παραβάλλονταν με τις Άρκτους της Αρτέμιδος της Βραυρώνος, με τους Ταύρους του Διονύσου και με τους πώλους της Δήμητρας. Εδώ συναντούμε τα ονόματα περισσότέρων ζώων που υπάρχουν στην υπηρεσία μιας μόνης θεότητας αλλά η αρχή είναι η ίδια. Αρχικά δεν γίνεται λόγος ούτε περί της ιδιαίτερης σχέσης μιας ομάδας με ένα συγκεκριμένο ζώο, όπως στην τοτεμική σχέση, ούτε περί της λατρείας μιας θεότητας αναπαριστάμενης με την μορφή κάποιου ζώου και με το οποίο οι άνθρωποι θα πίστευαν ότι είχαν ταυτισθεί ενδυόμενοι το δέρμα του ζώου στο οποίο ήταν αφιερωμένοι. Στην αρχή, το ίδιο το ζώο ήταν προικισμένο με το πνεύμα, ήταν ένα πνεύμα. Οι άνθρωποι απλώς αποκτούσαν το πνεύμα του είδους στο οποίο το ζώο ανήκε τρώγοντας το κρέας και φορώντας το δέρμα του. Το πνεύμα έχαιρε μιας κάποιας ανεξαρτησίας επέλεγε σε ποιους θα μεταδιδόταν.
Σίγουρα, οι Ιέρακες και οι Κρύφιοι πρέπει να θεωρούνταν κατώτερες βαθμίδες. O Πορφύριος αναφέρει κατά τρόπο σαφή για τους Ιέρακες ότι ήταν «επικουρικοί». Στις αναπαραστάσεις του Μίθρα του ταυροκτόνου εμφανίζεται συχνά ένας Ιέραξ ερχόμενος προς τον θεό και τον οποίον ο Μίθρας φαίνεται κάποιες φορές ότι τον κοιτά. Ο Ιέραξ είναι πιθανώς ο αγγελιαφόρος που αποστέλλεται στον Μίθρα, πιθανώς εκ μέρους του Ηλίου, με την εντολή να θυσιάσει τον ταύρο. Ό ρόλος του συνιστά μιαν ένδειξη αρκετά καθαρή του υφισταμένου λειτουργήματος το οποίο τελούσαν οι Ιέρακες σαν αγγελιοφόροι και σαν υπηρέτες φροντίζοντας για τα ασήμαντα χρειώδη δίπλα στους μύστες κατά την περίοδο της εκτέλεσης της θεϊκής υπηρεσίας. Ο βαθμός τους μπορεί να απονεμετο σε παιδιά μιας και με βεβαιότητα αυτός ήταν κανόνας στους πανάρχαιους χρόνους, όπου η νεανική τάξη αποτελούσε το πρώτο βήμα προς τους ανώτερους βαθμούς.
Περί των Κρύφιων δεν είναι γνωστόν σχεδόν τίποτε, παρά μόνο ότι αυτοί δεν ήταν ορατοί κατά τις τελετουργίες. Δεν απεικονίζονται ούτε στα ανάγλυφα, κάτι που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αφού έμεναν κρυμμένοι. Το όνομα τους προερχόταν από το γεγονός ότι στις συγκεντρώσεις της κοινότητας ήταν «κρυμμένοι από ένα πέπλο». Στην γενική οικονομία των μυστηρίων, αυτή η τάξη, που βρισκόταν μεταξύ της κατηγορίας για τα παιδιά, των Ιεράκων, και της κατηγορίας για τους ενήλικες, των Στρατιωτών, ήταν, τουλάχιστον στην αρχή, η τάξη που προοριζόταν για τους εφήβους που έφταναν στην ηλικία της ήβης και υπόκειντο σε μια ιδιαίτερη κατηγορία, όντες αποχωρισμένοι από τις μητέρες τους μαζί με τις οποίες περνούσαν την παιδική ηλικία, αλλά χωρίς να γίνονται ακόμα αποδεκτοί εξ’ ολοκλήρου στην κοινωνία των ανδρών, καθώς συνηθιζόταν στους περισσότερους απολίτιστους λαούς.
Ο Στρατιώτης ανήκε, όπως φαίνεται στην κατηγορία των λεγομένων μυστών. Στην οικονομία των μυστηρίων, ο τίτλος έχει μια ψηλή θρησκευτική σημασία. Στην παλιά διαμόρφωση των τάξεων των μυστών , οι Στρατιώτες ήταν χωρίς αμφιβολία μια αδελφότητα νεαρών σχηματισμένη από αληθινούς πολεμιστές, που ως αποστολή τους είχαν το κυνήγι και η μάχη. Ο Τερτυλλιανός που φαίνεται να γνώριζε καλά τα μυστήρια του Μίθρα, μιλά επί μακρόν για την μύηση του Στρατιώτη. Ο διάβολος λέει ο Τερτυλλιανός «βαπτίζει ορισμένους από τους πιστούς του. Τους υπόσχεται ότι τα αμαρτήματα τους θα συγχωρεθούν αφότου λουσθούν. Και εάν αναφερθώ ακόμα περισσότερο στον Μίθρα, εκείνος (ο διάβολος) τους σημαδεύει στο μέτωπο τους στρατιώτες του, τελεί την προσφορά του ψωμιού, δίνει μια εικόνα της ανάστασης και της εξωνήσης με την κορώνα και με το σπαθί». Το συμπέρασμα που εξάγεται από εδώ είναι ότι η μύηση των Στρατιωτών περιελάμβανε μια βάπτιση με την ευκαιρία της οποίας έκαναν κάποιο σημάδι στο μέτωπο του μυούμενου.
Ο Τερτυλλιανός θεωρεί ότι το τελετουργικό αυτό σε μεγάλο μέρος ομοιάζει κατά τρόπο εκπληκτικό με το χριστιανικό βάπτισμα, στην δεδομένη περίπτωση με αυτό το «σημάδεμα» που το συνοδεύει και το οποίο αργότερα ονομάσθηκε χρίσμα. Οι πρώτοι ισχυρισμοί του Τερτυλλιανού είναι γενικής τάξης, επειδή ξέρει ότι ο διάβολος βαφτίζει και άλλους εκτός από τους θιασώτες του Μίθρα. Όμως μόνο στην λατρεία του Μίθρα το μέτωπο του μύστη σημαδεύεται με ένα σημάδι στο βάπτισμα, όπως στην Χριστιανική Εκκλησία. Μόνο που ο Μίθρα το έκανε με έναν πιο βίαιο τρόπο από ότι η Εκκλησία. Αυτός σημάδευε τους ανθρώπους του με πυρακτωμμένο σίδερο, όταν ο χριστιανός επίσκοπος ή ιερέας αργότερα αρκείται να κάνει με το δάχτυλό του στο μέτωπο του νεοφύτου το σημείο του σταυρού, ένα σημάδι από λάδι που εξαλείφεται αργότερα και το οποίο ο χριστιανός το επαναλαμβάνει συχνά από μόνος του. Ο σκοπός του τελετουργικού ήταν ο ίδιος: ο Στρατιώτης αφιερωνόταν στον Μίθρα, όπως ο χριστιανός αφιερώνεται στον Χριστό.
Οι πληροφορίες σχετικά με τους Λέοντες είναι λίγες. Ο Τερτυλλιανός τους μνημονεύει μόνο παροδικά όταν μιλά περί της λατρείας των φυσικών στοιχείων στις παγανιστικές θρησκείες: διαπιστώνοντας την ύπαρξη μιας τέτοιας λατρείας στους «μάγους της Περσίας, τους ιεροφάντες της Αιγύπτου και τους γυμνοσοφιστές της Ινδίας», επισημαίνει κατόπιν την ταύτιση των θεών με τα φυσικά στοιχεία και προσθέτει: «Έτσι παρουσιάζονται οι Λέοντες του Μίθρα, ως μυστικιστικοί αντιπρόσωποι της ξηρασίας και του καύσωνα». Από αυτό φαίνεται ότι ο Τερτυλλιανός γνώριζε την θεολογία του Μίθρα τόσο καλά όσο γνώριζε και τα τελετουργικά του. Στο ίδιο πράγμα αναφέρεται ο Πορφύριος, όταν επιβεβαιώνει την χρήση του μέλιτος στην αφιέρωση των Λεόντων: Οι Λέοντες έβαζαν μέλι στην γλώσσα και έχυναν μέλι στα χέρια τους. Σύμφωνα μάλιστα με τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, (Or. IV, 52), ο αυτοκράτορας Ιουλιανός μετά την αποστασία του από τον Χριστιανισμό, καθάριζε τα χέρια του με μέλι όταν άγγιζε τον ευχαριστιακό άρτο. Και από αυτήν του την ενέργεια φαινόταν ότι ήταν μυημένος στον Μίθρα.
Το μέλι χρησιμοποιείτο και στην μύηση της επόμενη βαθμίδας, εκείνης του «Πέρση». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πορφυρίου, το μέλι δεν έχει μόνο μια καθαρτική ιδιότητα, αλλά και ικανότητα συντήρησης. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, η χρήση του μέλιτος δικαιολογείται από τον υψηλό βαθμό της μύησης. Υποτίθεται ότι αυτός ο βαθμός της μύησης θα είχε θεσπιστεί για να θυμίζει την περσική καταγωγή της μιθραϊκής λατρείας και για την συμπερίληψη των ξένων προσήλυτων στο περσικό έθνος.
Μετά τον βαθμό του Πέρση ακολουθούσε ο Ηλιοδρόμος. Όπως και ο Μίθρα, ο συγκεκριμένος μύστης, ήταν εξομοιωμένος με τον Ήλιο. Αυτός δεν έτρεχε μπροστά από τον Ήλιο, αλλά ανέβαινε μαζί του στο άρμα του. Η αντίστοιχη μυθική σκηνή φιγουράρει συχνά στους μικρούς πίνακες των ανάγλυφων. Από το άρμα του ο Ήλιος απλώνει το χέρι του στον Μίθρα, που ανεβαίνει δίπλα του. Λοιπόν ο Μίθρας ήταν ο πρώτος του Ηλιοδρόμος, όπως επίσης ήταν και ο πρώτος Πέρσης. Στην οικονομία των μυστηρίων και στην αστρολογική τους ερμηνεία, ο βαθμός αυτός, υπεράνω του οποίου δεν υπάρχει παρά μόνον ο ανώτατος βαθμός, παρουσιάζει τον μύστη στον δρόμο προς τον ουρανό, όπου δεν του μένει πια παρά μόνο να εισδύσει μαζί με τον Μίθρα για να αγγίξει την σφαίρα της θεότητας. Η μυθική σκηνή παρουσιάζει πιθανώς την ανάβαση- ανάληψη του Μίθρα στον ουρανό μετά το πέρας των κατορθωμάτων του και αναπαριστά την υποδοχή των εκλεκτών στον ουρανό του Αχούρα Μάζδα. Εδώ δεν γίνεται λόγος για ευτυχία στον κάτω κόσμο, την κατοικία των θνητών, αλλά για την ευτυχία του ουρανίου κόσμου, της σφαίρας του αιωνίου φωτός.
Ο ανώτατος βαθμός ήταν εκείνος του Πατρός, του οποίου η τάξη, στην ιεραρχική διαβάθμιση αντιστοιχούσε σε εκείνη του Μίθρα στον ουρανό. Ο όρος «Πατήρ» μπορούσε να συναντηθεί παντού και έτσι είναι πιθανόν η υιοθεσία του να μην οφείλετε σε επίδραση των ελληνικών θιάσων. Στην αρχή, οι Πατέρες ήταν πιθανώς οι πιο ηλικιωμένοι, οι σοφοί γέροντες, οι τηρητές των ιερών παραδόσεων της φυλής. Στην οικονομία των μυστηρίων ήταν οι πλήρως μυημένοι, εκείνοι των οποίων η κοινωνία με τον Μίθρα ήταν πλήρης. Επικεφαλής τους ήταν ο «Πατήρ Πατέρων», αδιαφιλονίκητος μεγάλος μαέστρος των τελετών της μύησης και πνευματικός οδηγός ολόκληρης της κοινότητας που ήταν διαβαθμισμένη σε διαφορετικές τάξεις.
Θυσίες στα μυστήρια του Μίθρα
Κρίνοντας από τα ερείπια που ανακαλύφθηκαν στους τόπους όπου τελούνταν οι θυσίες, φαίνεται ότι αυτές ήταν αρκετά πολυάριθμες στην λατρεία του Μίθρα. Οι ανασκαφές φανέρωσαν μια πληθώρα σιδερένιων, ορειχάλκινων και μπρούντζινων μαχαιριών και ακόμα μερικές αλυσίδες που χρησιμοποιούνταν πιθανώς στο δέσιμο των θυμάτων. Θυσιάζονταν βόδια, πρόβατα, κατσίκες, γουρούνια, και ένας μεγάλος αριθμός από κότες. Φαίνεται ότι κάποιες φορές θυσιάζονταν και άγρια ζώα, όπως για παράδειγμα αγριόχοιροι, ελάφια, λύκοι και αλεπούδες. Επειδή αυτό το τελευταίο ζώο ήταν το ζώο του Αριμάν, δεν φανταζόμαστε ότι θα μπορούσε να φιγουράρει σε μια θυσία που θα προσφερόταν στους ουράνιους θεούς. Κατά συνέπεια είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι οι θιασώτες του Μίθρα τελούσαν και ένα τελετουργικό του Αριμάν και θυσίαζαν προς τιμή του. Εξάλλου, το γεγονός αυτό είναι επιβεβαιωμένο και από τα αφιερώματα στα οποία εμφανίζεται το όνομα του. Όσο αντίθετο να ήταν κάτι τέτοιο με τις αρχές της Αβέστα δεν πρέπει να μας εκπλήττει, επειδή η ύπαρξη της λατρείας του Αριμάν στους αρχαίους Πέρσες είναι επιβεβαιωμένη από τον Ηρόδοτο (Ηροδότου, VII, 113-114) και τον Πλούταρχο (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 33). Μόνο μια μεταρρύθμιση κυριαρχούμενη από μια θεολογική αρχή θα μπορούσε να στερήσει την έκφραση σεβασμού από έναν θεό τόσο πολύ ισχυρό. Στην παρούσα περίσταση τα μυστήρια δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά μόνον να διατηρούν την αρχαία παράδοση της περσικής λατρείας.
Η θυσία του ταύρου
Η πρώτη θυσία ήταν η θυσία του ταύρου που τελέσθηκε από τον ίδιο τον Μίθρα προσωπικά, και οι πιστοί του συνέχισαν το παράδειγμα του. Η πιο γνωστή μιθραϊκή αναπαράσταση της είναι η εξής: σε ένα σπήλαιο, φαίνεται ο ταύρος πεσμένος στην γη, με τα μπροστινά πόδια διπλωμένα κάτω από αυτόν και με τα πισινά τεντωμένα. Ο Μίθρα στέκεται έχοντας καβαλήσει το ζώο με το αριστερό του γόνατο διπλωμένο και με το δεξί του πόδι απλωμένο πάνω από το δεξί μπούτι του ταύρου. Με το αριστερό του χέρι τραβά προς τα πάνω το πεσμένο ζώο, του οποίου το κεφάλι στρέφεται προς τον ουρανό, και με το δεξί του χέρι του χώνει στο πίσω μέρος του τραχήλου ένα μικρό σπαθί. Ο Μίθρα ο ίδιος έχει το κεφάλι του γυρισμένο, σαν να κοιτάζει πίσω, συχνά με μια περίεργη έκφραση λύπης. Ένας Ιέρακας που υπάρχει στα αριστερά του σκύβει προς αυτόν. Στην αριστερή γωνία εμφανίζεται συχνά η φιγούρα του Ήλιου, ενώ στην δεξιά εκείνη της Σελήνης. Στο κάτω μέρος φαίνεται ένας σκύλος χιμώντας προς το αίμα που αναβλύζει από την πληγή και το ίδιο κάνει ένα φίδι. Ένας σκορπιός πιάνει με τις δαγκάνες του τους όρχεις του ετοιμοθάνατου ζώου και το τσιμπάει με την άκρη της λαβής. Κάποιες φορές συμμετέχει στην σκηνή και ένα μυρμήγκι. Άλλοτε κάτω από τον ταύρο παριστάνεται ένας κρατήρας, βάζο με δύο λαβές, και ένα λιοντάρι φαίνεται να κοιτάζει ή να πίνει από αυτό, ενώ το φίδι φαίνεται να κάνει το ίδιο πράγμα από την αντίθετη μεριά. Από την μια και την άλλη πλευρά στέκονται δύο νέοι άνδρες, ο ένας εκ των δύο, ο Καούτες, κρατώντας έναν σηκωμένο δαυλό, και ο άλλος ο Καουτοπάτες κρατάει έναν δαυλό γερμένο προς την γη, και οι δύο είναι ντυμένοι όπως ο Μίθρας και φέρουν στο κεφάλι το ίδιο είδος σκούφιας. Σαν μια τελευταία λεπτομέρεια, αλλά η οποία πιθανώς δεν είναι και η λιγότερο σημαντική, η ουρά του ταύρου, σηκωμένη πίσω, τελειώνει με μια χεριά στάχυα. Είχαν παρατηρηθεί ακόμα μνημεία στα οποία, αντί για αίμα, από την πληγή του ταύρου χυνόταν στάχυα.
Τα ανάγλυφα συνιστούν μια μαρτυρία του γεγονότος ότι για τον Μίθρα και τον ταύρο πρωταρχικά υπήρχε ένας ολόκληρος μυστικός θρύλος. Η αβεστική παράδοση, διατήρησε τον θρύλο για τον θυσιαζόμενο ταύρο στις αρχές του κόσμου από τον οποίον εμφανίσθηκαν οι πλανήτες. Από το σπέρμα του που συγκεντρώθηκε και καθαρίσθηκε από την σελήνη, γεννήθηκαν όλα τα είδη των ωφέλιμων ζώων. Η ψυχή του ταύρου ανεβαίνοντας μέχρι τους θεούς, έγινε το πνεύμα που προστατεύει τα κοπάδια. Εκείνος ο ταύρος που σκοτώθηκε από τον Μίθρα ήταν ο θεϊκός ταύρος η θυσία του οποίου θα πραγματοποιείτο, σύμφωνα με την αβεστική πίστη, στο τέλος των χρόνων από το χέρι του Σαοσυάντ: τότε το πάχος του θεϊκού ταύρου, ανακατεμένο με τον χυμό του λευκού φυτού haoma, θα γινόταν για τους εκλεκτούς ένα ποτό της αθανασίας. Έτσι ο Μίθρας που με την θυσία του ταύρου έγινε δημιουργός θα γινόταν και σωτήρας.
Συνήθως οι μύθοι δεν έχουν μια λογική πολύ αυστηρή. Όμως η ερμηνεία του μύθου πρέπει να είναι η εξής: Η σκηνή της θυσίας του ταύρου ο οποίος κυνηγιέται και κατόπιν σκοτώνεται αποδεικνύει την αρχαιότητα του μύθου που αντιστοιχεί στις συνήθειες ενός λαού ο οποίος ασχολείτο με το κυνήγι. Σύμφωνα με τον μύθο η εντολή του Ηλίου να θανατωθεί ο ταύρος μεταφέρθηκε στον Μίθρα από τον κόρακα-Ιέρακα και ότι ο Μίθρας παρά την θέληση του την εκτέλεσε. Από εδώ προκύπτει και η παρουσία του Ηλίου σε ορισμένους πίνακες. Εκείνη της Σελήνης οφείλεται παρομοίως στις σχέσεις μεταξύ αυτής και του ταύρου. Οι δορυφόροι του Αριμάν, ο σκορπιός, το μυρμήγκι και το φίδι, εκείνα που προσπαθούσαν να δηλητηριάσουν ή να ρουφήξουν το σπέρμα της ζωής, δεν κατάφεραν να το κάνουν. Οι Καούτες και Καουτοπάτες είναι οι αντικαταστάτες του Μίθρα, ο Καύτης εκπροσωπώντας τον ήλιο ο οποίος ανεβαίνει στην αψίδα ή την μέρα που προχωρεί, από το ηλιοστάσιο του χειμώνα μέχρι την ισημερία της άνοιξης, και ο Καυτοπάτης αναπαριστών τον ήλιο στην παρακμή του ή την ημέρα η οποία μικραίνει. Τα στάχυα από την ουρά του ταύρου μας φανερώνουν ότι το στάρι προέρχεται από τον θυσιασμένο ταύρο, με το στάρι φτιαχνόταν το ψωμί του δείπνου. Η θυσία του ταύρου τοποθετήθηκε στις αρχές του χρόνου σαν αρχή της ζωής στην γη ακριβώς γιατί η αποστολή της ήταν να προκαλέσει την αναγέννηση της φύσης.
Δεν έχει νόημα να ερευνηθεί το πως μπορούσε να θυσιαστεί ένας ταύρος πριν καν να υπάρξουν τα ζώα. Επειδή τότε δεν υπήρχαν ούτε άνθρωποι και δεν υπήρχε ούτε καμμία τάξη των πραγμάτων. Αυτός ο ταύρος πρώτα δεν ήταν τόσο ένα ζώο, όσο ένα ζωντανό πνεύμα, ένα πρωτότυπο του ταύρου της θυσίας, φέρνοντας μέσα του το σπέρμα από το οποίο θα γεννιόνταν όλες οι υπάρξεις. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ταύρος που θυσιαζόταν κάθε έτος δεν ήταν ένα συνηθισμένο ζώο. Ήταν μια εκδήλωση της παγκόσμιας ζωής, η πιο τέλεια έκφρασή αυτής, σε αυτήν ήταν συμπυκνωμένες, για να το πούμε έτσι, οι ιδιότητες της: και για αυτό, με την μεσολάβηση της θυσίας, αυτές οι ιδιότητες μπορούσαν να διαδοθούν σε ολόκληρη την φύση. Έτσι θεωρείτο ο πρωταρχικός ταύρος. Το θύμα που θυσιαζόταν ετησίως ήταν στην πραγματικότητα θεϊκό, επειδή ο πρωταρχικός ταύρος ήταν κατ’ εξοχή θεϊκός. Όσο για τις συνθήκες της θυσίας του, ήταν το ίδιο νεφελώδεις όπως και ο ταύρος ο ίδιος.
Η μιθραϊκή λειτουργία
Ωστόσο η θυσία του ταύρου, του οποίου ο μύθος φαίνεται να συσχετιζόταν τόσο στενά με το ιερό δείπνο των μυστών, δεν είχε καθόλου, όπως φαίνεται, την έννοια του να παρέχει κρέας για αυτό το γεύμα. Ο πρωταρχικός ταύρος δεν φαγώθηκε και ούτε καν κόπηκε σε κομμάτια: η ζωή εξήλθε από το σώμα του για να μεταδοθεί με γοργότητα στην γη. Ο ταύρος της εσχατολογικής θυσίας δεν πρέπει ούτε καν να διαμελίσθηκε για να τραφούν οι εκλεκτοί. Λέγεται μόνον ότι το λίπος του μπήκε σαν συνθετικό στο ποτό της αθανασίας. Όπως η ουράνια soma στην βεδική μυθολογία, είναι σπέρμα ενός ζωικού θύματος και είναι ταυτισμένο με το φεγγάρι, έτσι και το περσικό haoma είναι το σπέρμα του πρωταρχικού ταύρου. Οι μύθοι αυτοί αφήνουν να εννοηθεί ότι στο τελετουργικό του Μίθρα, το κρέας του θυσιασμένου ταύρου στην μεγάλη θυσία δεν τρωγόταν ποτέ. Στα συστατικά του μιθραϊκού δείπνου περιλαμβάνετο μόνον η θεϊκή ουσία του ταύρου και όχι η φυσική του μορφή και ουσία. Μια τέτοια θυσία είναι λοιπόν τελείως ευσιμβίβαστη με την αποχή από την κατανάλωση κρέατος στα λειτουργικά δείπνα. Όπως θα μπορούσε να είναι το ίδιο ταιριαστή με την άσκηση του ίδιου είδους αποχής και εκτός του ιερού σπηλαίου.
Ο Τερτυλλιανός λέει ότι ο διάβολος σύστησε στα πλαίσια της λατρείας του Μίθρα την «προσφορά του ψωμιού». Όμως η προσφορά των ψωμιών συναντιέται σχεδόν παντού στις αρχαίες λατρείες. Το ότι το συγκεκριμένο μiθραϊκό τελετουργικό είχε μια μεγάλη ομοιότητα με το χριστιανικό αντίστοιχο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προσφορά στην μιθραϊκή λατρεία δεν ήταν μια απλή προσφορά, αλλά αποτελούσε το μιθραϊκό ισοδύναμο του χριστιανικού δείπνου και λάμβανε χώρα σε συνθήκες απολύτως όμοιες με εκείνες στις οποίες στις οποίες τελείται το χριστιανικό δείπνο. Αυτή η σχέση εξέπληξε ήδη τον άγιο Ιουστίνο, ο οποίος όπως και ο Τερτυλλιανός, έζησε αρκετά κοντά για πολύ καιρό τον παγανισμό πριν να προσηλυτιστεί στην πίστη του Χριστού. Περιγράφοντας το χριστιανικό δείπνο, στο οποίο δεν έπαιρναν μέρος παρά μόνον οι βαπτισμένοι πιστοί, ο άγιος Ιουστίνος λέει ότι το ψωμί και η κούπα με το κρασί δεν θεωρούνται ότι είναι κοινό ψωμί και ποτό. Όπως μέσω της δύναμης του Θεϊκού Λόγου, ο Ιησούς Χριστός απέκτησε σώμα και αίμα για την σωτηρία των ανθρώπων, το ίδιο και η τροφή η οποία πρέπει να θρέψει το σώμα και το αίμα του πιστού είναι εξαγιασμένη με την προφορά της ευχαριστιακής προσευχής και έγινε σώμα και αίμα του Ενσαρκωμένου Λόγου, όπως μπορούμε να δούμε στις «Πράξεις των Αποστόλων». Και όπως διαβάζει τους λόγους της σύστασης, ο άγιος Ιουστίνος τους ερμηνεύει με τον ακόλουθο τρόπο: «είναι εκείνα που οι κακοί δαίμονες με την μίμηση παρέγραψαν και τα μιμήθηκαν και στα μυστήρια του Μίθρα. Επειδή στις τελετές μύησης παρουσιάζονται το ψωμί και μια κούπα με κρασί, ξαφνικά με ορισμένες μορφές τις οποίες ξέρετε ή μπορείτε να μάθετε». Η πληροφορία είναι ακριβής. Ο άγιος Ιουστίνος γνώριζε τέλεια την μιθραϊκή λατρεία, το τελετουργικά και τις μορφές της. Μπορεί να αποφεύγει να διαβάσει αυτά τα λόγια για να μην σοκάρει υψηλά πρόσωπα στα οποία απευθύνεται επαναλαμβάνοντας μερικές κουβέντες του μυστηρίου, ή ίσως να ενεργεί έτσι ίσως επειδή το περιεχόμενο των τύπων τον έκανε και αυτόν να διστάζει. Οι μιθραϊκοί τύποι ήταν κάποιες μυστικές εκφράσεις ανάλογες με το «Αυτό είναι το σώμα μου», «Αυτό είναι το αίμα μου», που θυμίζουν στον χριστιανό την υψηλή σημασία της Θείας Ευχαριστίας. Ο Τερτυλλιανός χαρακτηρίζει την μιθραϊκή λειτουργία ως προσφορά ψωμιού, και ο άγιος Ιουστίνος ισχυρίζεται ότι το σερβιριζόμενο ποτό ήταν νερό. Μπροστά στους μύστες ήταν τοποθετημένα ψωμιά ενώ εκείνοι ήταν ξαπλωμένοι σε μαξιλάρια που βρίσκονταν κατά μήκος του ναού. Στην συνέχεια τους προσφέρονταν οι κούπες. Οι ιερές ευχές προφέρονταν από αυτούς, ή ίσως από τον «πατέρα των Πατέρων».
Στην πραγματικότητα, η αναλογία ήταν αξιοσημείωτη, επειδή το ιερό ψωμί και το ποτό αναπαριστούσαν την ουσία του ταύρου, του μυστικιστικού ταύρου, του θεϊκού ταύρου ο οποίος ήταν ο Μίθρα. Και αυτή η σχέση δεν ήταν ούτε αμυδρή ούτε υπονοούμενη. Πιθανώς εκφραζόταν κατηγορηματικά, επειδή ο άγιος Ιουστίνος την γνώριζε, ήταν εντυπωσιασμένος από αυτήν, και δεν μπορούσε να μην διακρίνει σε αυτήν μια πίστη και μια λειτουργική οικονομία σε ένα σύνολο παρόμοιο με την χριστιανική πίστη και την χριστιανική λειτουργία. Αναγκασμένος να εξηγήσει μια τέτοια αντιστοιχία και γνωρίζοντας κατά τα άλλα πολύ καλά ότι τα τελετουργικά των μυστηρίων δεν ήταν καθόλου μια μίμηση των πρόσφατης ημερομηνίας χριστιανικών τελετουργιών, μέμφεται την μίμηση του ευχαριστιακού δείπνου από τους δαίμονες.
Τα μυστήρια του Μίθρα ήταν μια θρησκεία επιβλητική. Ο θεός ήταν νέος, όμορφος, γενναίος και ακηλίδωτος. Επιπλέον ήταν ο μόνος σωτηριολογικός θεός που δεν πέθαινε. Αυτός ο θεός κήρυττε μια αυστηρή ηθική την οποία αυτός πρώτος ακολουθούσε. Το πόσο βαθιά και πνευματική ήταν η θρησκεία του φαίνεται εάν συγκριθεί με εκείνες τις μυστηριακές λατρείες της Δήμητρας και της Κόρης, ή του Διονύσου με τις πομπές του από παλαβωμένες γυναίκες, ή της Κυβέλης και του Άττη, αλλά ακόμα και εκείνης της Ίσιδος και του Όσιρη, με το νεκρικό τελετουργικό τους γεμάτο με πλουσιοπάροχα τραπέζια. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο ακόμα τώρα την αιτία για την οποία η θυσία του ταύρου τελείτο με τέτοια σοβαρότητα. Αυτή η σωτηριακή θυσία αναπαριστούσε στις αρχές το πάθημα ενός θεού. Πιθανώς η εξήγηση να είναι ότι ο Μίθρα όντας ένας θεός σωτήρας – και με μια συμπεριφορά πιο αυθεντική από ότι η πλειοψηφία των άλλων θεών των μυστηριακών θρησκειών – να ήταν αυτός ο ίδιος, κατά κάποιον ορισμένο τρόπο, ένας θεός ο οποίος έπασχε.
Τελικά ο μιθραϊσμός πιθανώς επειδή δεν μπόρεσε να αφομοιώσει την ελληνική φιλοσοφία και ίσως να προσαρμοσαρμοσθεί στις απαιτήσεις των καιρών εξαλείφθηκε από την Ευρώπη πρώτα και την Μικρά Ασία αργότερα αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για το άστρο του Χριστιανισμού που τότε ανέτειλε.
το άρθρο ανήκει στον διδάκτορα του τομέα της ιστορίας και φιλοσοφίας των θρησκειών, κ Τσοπάνη Κων/νο