Την ιστορία που θα σας διηγηθώ την έχω
ζήσει. Λοιπόν εγώ και οι φίλοι μου βρήκαμε ένα πέτρινο σπίτι και μάθαμε
ότι δεν ζούσε κανένας μέσα και θέλαμε να το εξερευνήσουμε. Όταν
αποφασίσαμε να μπούμε μέσα βγήκε μια γριούλα από το γειτονικό σπίτι και
μας είπε την ιστορία του σπιτιού.
«Κάποτε ένα κορίτσι ερωτεύτηκε έναν φτωχό
άντρα και θέλησε να τον παντρευτεί αλλά οι γονείς της κοπέλας είχαν
αντίρρηση για τον γάμο. Η κοπέλα κλέφτικε με το παλικάρι και αγόρασαν
αυτό το σπίτι. Στην πρώτη νύχτα του γάμου η μητέρα της κοπέλας
αποκεφάλισε τον άντρα με ένα τσεκούρι και κλείδωσε την κοπέλα στο
υπόγειο του σπιτιού».
Εμείς τρομοκρατημένοι αποφασίσαμε να
αφήσουμε τις έρευνες για εκείνη την μέρα. Κάποιο βράδυ αργότερα δεν
θυμάμαι τι ώρα πέρασα από το σπίτι και ακούγονταν διάφορες φωνές. Λίγο
καιρό αργότερα ξεκινήσαμε τις έρευνες και ανακαλύψαμε ότι η πόρτα του
υπογείου είναι σφραγισμένη με τσιμέντο από μέσα.
Κάποια παιδιά μπήκαν στο υπόγειο από ένα ξύλινο παράθυρο το οποίο άνοιξαν με μεγάλη δυσκολία. Μέσα βρήκαν βιβλία του σατανά με αίματα στις σελίδες τους και μια βέρα πάνω σε έναν πάγκο. Επίσης βρήκαμε ένα κλειδί το οποίο δεν άνοιγε καμία πόρτα.
Κάποια παιδιά μπήκαν στο υπόγειο από ένα ξύλινο παράθυρο το οποίο άνοιξαν με μεγάλη δυσκολία. Μέσα βρήκαν βιβλία του σατανά με αίματα στις σελίδες τους και μια βέρα πάνω σε έναν πάγκο. Επίσης βρήκαμε ένα κλειδί το οποίο δεν άνοιγε καμία πόρτα.
Μάθαμε ότι η μητέρα της κοπέλας γύρισε στο σπίτι στο σπίτι κλαίγοντας πολλά χρόνια αργότερα. Να επισημάνω ότι η μητέρα πότε δεν καταδικάστηκε και έχει καταφύγει στην Αθήνα. Μια πόρτα καταφέραμε να την ανοίξουμε δύο φορές και το πρωί την βρίσκαμε κλειστή.