Της Νίνας Κουλετάκη
Η Vera Renzi
έμεινε στην ιστορία για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η απαράμιλλη ομορφιά
της. Ο δεύτερος το γεγονός ότι στο κελάρι του πύργου της βρέθηκαν 35
τσίγγινα φέρετρα που «φιλοξενούσαν» ισάριθμους άντρες, δύο από τους
οποίους υπήρξαν σύζυγοί της, ένας γιος της και οι υπόλοιποι τριάντα δύο
εραστές της σε κάποια φάση της ζωής της. Κυρίες και κύριοι, το «Έγκλημα
και Τιμωρία» σας παρουσιάζει την Υπόθεση Vera Renzi, την επιτομή του
ορισμού «Μαύρη Χήρα».
Παιδική και νεανική ηλικία
Γεννήθηκε το 1895 στο Βουκουρέστι της
Ρουμανίας, από Ούγγρο πατέρα και Ρουμάνα μητέρα. Οι γονείς της ανήκαν σε
οικογένειες ευγενών που, αν και είχαν αρχίσει να παρακμάζουν, παρέμεναν
ακόμη αρκετά πλούσιοι, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρουν στην Vera
μιαν άνετη ζωή και εκπαίδευση στα καλύτερα παρθεναγωγεία. Όταν ήταν
περίπου δεκατριών ετών ο πατέρας της πέθανε και η Vera με την μητέρα της
εγκαταστάθηκαν στην πόλη Berkerekul, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου η
οικογένεια είχε κληρονομήσει, από έναν πλούσιο θείο, μια τεράστια έκταση
με έναν καλοσυντηρημένο πύργο.
Τα πρώτα σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς
κάνουν την εμφάνισή τους την ίδια περίοδο. Μια μέρα, ένα σκυλάκι που
της είχαν χαρίσει, βρέθηκε νεκρό στον κήπο. Όταν η μητέρα της την
ρώτησε σχετικά, η Vera αποκρίθηκε ατάραχη: «α, το δηλητηρίασα με αρσενικό». Στη θέα της φρίκης που σχηματίστηκε στο πρόσωπο της μητέρας της, η μικρή εξήγησε: «σε
άκουσα να λες ότι θα το χάριζες αλλού, επειδή γαύγιζε πολύ. Το δικό
μου το σκυλί δεν θέλω ν’ ανήκει σε κανέναν άλλον. Όταν με αφήνει,
αφήνει και τον κόσμο τούτο».
Ιδιαίτερα ζωηρή, κάνει την ζωή της
μητέρας της –η οποία αδυνατεί να χαλιναγωγήσει την πρώιμα «σεξουαλικώς
αφυπνισμένη» Vera – δύσκολη. Το σκάει συχνά από το σπίτι της, για να
επιστρέψει μέρες αργότερα και αφού έχει περάσει αρκετές νύχτες στην
αγκαλιά διαφόρων ανδρών, συνήθως αρκετά μεγαλύτερων από εκείνη. Οι
φίλοι και οι γνωριμίες της εποχής, παρουσιάζουν την Vera ως μιαν έφηβη
που είχε μια, σχεδόν παθολογική, ανάγκη για την διαρκή συντροφιά ανδρών
και, ταυτόχρονα, ήταν ιδιαίτερα κτητική και ζηλιάρα. Υποπτευόταν τους
συντρόφους της για ερωτικές «ατασθαλείες», συνήθως χωρίς να της δίνουν
λαβές για κάτι τέτοιο.
Ο πρώτος φόνος
Η Vera έκανε τον πρώτο της γάμο, αρκετά
πριν συμπληρώσει τα 20 της χρόνια. Την εποχή εκείνη διατηρούσε σχέση με
έναν, αρκετά μεγαλύτερό της, τραπεζίτη από το Βουκουρέστι, αυστριακής
καταγωγής, τον Karl Schick. Όταν η Vera έμεινε έγγυος παντρεύτηκαν και, λίγο αργότερα γεννήθηκε ο γιος της Lorenzo.
Το να μένει όλη ημέρα με το μωρό στο σπίτι, φροντίζοντας το νοικοκυριό,
ενώ ο σύζυγός της έλειπε στην εργασία του, ήταν κάτι στο οποίο η Vera
δεν ήταν συνηθισμένη. Σιγά-σιγά άρχισε να υποπτεύεται ότι η πολύωρη
απουσία του άνδρα της οφειλόταν σε απιστίες του και όχι σε
επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Το μυαλό της δεν έπαυε να δημιουργεί
ιστορίες απάτης, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν ο σύζυγός της κι ένα σωρό
γυναίκες. Ήταν, μάλιστα, τόσο σίγουρη για την ενοχή του, ώστε έφθασε
στο σημείο να τον κατηγορεί ανοικτά, γεγονός που δημιούργησε ισχυρές
προστριβές ανάμεσα στο ζευγάρι. Ένα βράδυ, μετά από μιαν έντονη
λογομαχία πάνω στο θέμα, η Vera, θολωμένη από ζήλια, έριξε μια γενναία
δόση αρσενικού στο κρασί του άνδρα της, η οποία έστειλε τον ατυχή σύζυγο
στον άλλο κόσμο. Στους συγγενείς και τους φίλους της οικογένειας, η
Vera δήλωσε ότι ο άνδρας είχε εγκαταλείψει την ίδια και τον γιο τους και
είχε φύγει με μιαν άλλη γυναίκα.
Κι άλλες δολοφονίες
Αφού πέρασε το, κοινωνικά αποδεκτό,
διάστημα πένθους, η Vera ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά έναν άνδρα
κοντινής, με την δική της, ηλικίας. Προκειμένου να επιτραπεί ο γάμος,
καθώς ήταν ακόμη σύζυγος του Schick, η Vera πληροφόρησε τις αρχές ότι ο
σύζυγός της είχε πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο εξωτερικό.
Έτσι θεωρήθηκε, επισήμως, χήρα και μπόρεσε να παντρευτεί τον νέο της
έρωτα, τον Joseph Renczi, έναν γοητευτικό επιχειρηματία, σερβικής καταγωγής.
Δυστυχώς, όμως, το σενάριο και αυτού του
γάμου ήταν το ίδιο με του προηγούμενου. Η Vera, σίγουρη για το ότι ο
άνδρας της σχετιζόταν και με άλλες γυναίκες, τον δηλητηρίασε λίγους μόνο
μήνες μετά τον γάμο τους. Η εξαφάνισή του αποδόθηκε, για άλλη μια
φορά, σε εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης. Με την συμπλήρωση ενός
χρόνου από την εξαφάνιση του άνδρα της, η Vera ενημέρωσε τον περίγυρο
ότι της είχε αποστείλει μιαν επιστολή, στην οποία την ενημέρωνε για την,
δήθεν, πρόθεσή του να μείνει μονίμως μακριά της.
Αυτός
ήταν και ο τελευταίος γάμος που έκανε η Vera, μιας και είχε αποφασίσει
πως οποιοσδήποτε και να γινόταν ο μελλοντικός σύζυγός της, θα κατέληγε
να την απατήσει, όπως και οι δύο προηγούμενοι. Καθώς, όμως, ήταν
απολύτως εξαρτημένη από την ανδρική παρουσία στο πλευρό της, δεν
στερήθηκε τους εραστές. Οι σύντροφοί της προέρχονταν από όλα τα
κοινωνικά στρώματα, και η Vera τους επέλεγε αδιαφορώντας για το
οικονομικό τους υπόβαθρο, την οικογενειακή τους κατάσταση, την εργασία ή
την ηλικία τους, κ.λ.π. Όλοι ήταν καλοί για εκείνην, αρκεί να της ήταν
πιστοί.
Εγκαταστάθηκε στον πύργο του πατέρα της
στο Berkerekul, κυλοφορούσε πάντα ντυμένη στα μαύρα, γεγονός που
προσέδιδε ένα μυστήριο στην, ομολογουμένως, σπάνια ομορφιά της κι έκανε
όλους τους άντρες να πέφτουν στα πόδια της. Κι εκείνη τους ερωτευόταν
παράφορα, όμως η εμπιστοσύνη απέναντί τους δεν διαρκούσε πολύ και όλοι
εξαφανίζονταν σε σύντομο χρονικό διάστημα, το οποίο ποίκιλε από λίγες
ημέρες μέχρι μερικούς μήνες το πολύ, μετά την συνάντησή τους με τη Vera.
Καθώς κυκλοφορούσε μαζί τους ανοιχτά, έλεγε πάντα στα άτομα του
περιβάλλοντος ότι έφευγαν για αλλού, εγκαταλείποντάς την. Καθώς οι
περισσότεροι ήταν ξένοι στο Berkerekul, προερχόμενοι από την Βιέννη,
κανείς δεν συσχέτιζε την εξαφάνισή τους μ’ εκείνη. Σε διάστημα 10 ετών
πάνω από 30 άνδρες, με τους οποίους η Vera είχε σχέση, εξαφανίστηκαν
μυστηριωδώς.
Η τακτική προσέλκυσής τους ήταν πάντα η
ίδια. Σχεδόν κάθε βράδυ κατέβαινε στην πόλη και επισκεπτόταν τα καφέ
και τα κέντρα διασκέδασης. Εκεί, ανάμεσα στους θαμώνες, εντόπιζε τον
άνδρα που της άρεσε περισσότερο. Μερικές, πολλά υποσχόμενες ματιές,
έκαναν την δουλειά τους και η Vera έφευγε για τον πύργο της μ’ έναν νέο
συνοδό κάθε φορά. Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στα μέσα των «roaring
twenties», και το θέαμα μιας γυναίκας να εμφανίζεται μόνη σε μέρη
διασκέδασης που, σε άλλες εποχές, αυτό θα ήταν αδιανόητο, ήταν σύνηθες
φαινόμενο.
Το τελευταίο θύμα
Γι αυτούς τους οποίους δεν ήταν ανάγκη να
εφευρίσκει δικαιολογίες, ήταν οι παντρεμένοι της εραστές, καθώς η
παράνομη σχέση της μαζί τους έμενε κρυφή από τα μάτια των κατοίκων της
πόλης. Κι όμως, η σχέση της με έναν παντρεμένο άντρα, έμελε να είναι
αυτή που θα οδηγούσε στη σύλληψη και καταδίκη της.
Η Vera γνώρισε κι ερωτεύτηκε έναν, πολλά υποσχόμενο, σέρβο τραπεζίτη, που άκουγε στο όνομα Milorad Pachich.
Το κακό ήταν πως ο νέος της εραστής ήταν παντρεμένος, για περισσότερα
από 20 χρόνια, με μια γυναίκα η οποία υποπτευόταν την, εκτός συζυγικής
κλίνης, ερωτική δραστηριότητα του άνδρα της. Έτσι, κάποιο βράδυ, όταν
εκείνος έφυγε από την οικογενειακή εστία προφασιζόμενος κάποια έκτακτη
και επείγουσα υπόθεση, τον ακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στον πύργο
της Vera. Έτσι βεβαιώθηκε όχι μόνο για τις απιστίες του συζύγου της,
αλλά και για την ταυτότητα της ερωμένης του.
Μετά από μια τέτοια βραδυνή του έξοδο, ο
Milorad εξαφανίστηκε. Όταν πέρασαν κάποιοι μήνες, χωρίς να δώσει σημεία
ζωής, η γυναίκα του απευθύνθηκε στις αρχές και έδωσε το όνομα της
ερωμένης του, προκειμένου να την ανακρίνουν για να διαπιστώσουν αν ήξερε
κάτι για την εξαφάνισή του.
Η πόλη του Berkerekul ήταν ήδη ένα καζάνι
που έβραζε. Οι ερωτικές αδιακρισίες της Vera Renczi δεν είχαν περάσει
απαρατήρητες και οι πικάντικες ιστορίες αναφορικά με αυτές είχαν, συχνά,
γίνει πρωτοσέλιδο στις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες της εποχής. Η Vera
φαινόταν ν’ αδιαφορούσε για όλα αυτά, η αστυνομία όμως δεν μπορούσε να
κάνει το ίδιο.
Συνεχίζεται