Στην αμερικανική ποπ κουλτούρα, τα βαμπίρ είναι συχνά γοητευτικά, σέξι και εκλεπτυσμένα (κατά το πρόσφατο boom των βαμπιρικών ρομάντσων θα πω και βουτυρόπαιδα). Ο δικός μας βρυκόλακας ωστόσο, πρωτοξάδερφος του σλαβικού βαμπίρ, υπήρξε διαφορετική ιστορία. Η Μύκονος δε, έχει τη δική της αληθινή εμπειρία με το σκοτεινό αυτό πλάσμα, που μάλιστα δεν αποκλείεται να ενέπνευσε μία από τις λιγότερο προβεβλημένες αλλά χαρακτηριστικές τοποθεσίες της. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Οι πρώτες καταγραφές της λέξης «βρυκόλακας» στη Δύση, του πρωτοξάδερφου του σλαβικού βαμπίρ, έγιναν από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά, από συγγραφείς όπως ο Έλληνας λόγιος και βιβλιοθηκάριος της Βατικανής Βιβλιοθήκης, Λέων Αλλάτιος, ή από τον πατέρα François Richard στο Relation de l’Isle de Sant-erini. Αυτός όμως που έγινε αυτόπτης μάρτυρας της υστερίας που μπορούσε να προκαλέσει στην Ελλάδα ένας απέθαντος κάτοικός της, και το συμπεριέλαβε στο έργο του Αφήγηση για ένα ταξίδι στην Εγγύς Ανατολή, ήταν ο βοτανολόγος περιηγητής του 18ου αιώνα, Joseph Pitton de Tournefort. Ο ήδη πολυταξιδεμένος Tournefort, με το αίτημα και τη χρηματοδότηση του Γαλλικού Στέμματος (του Λουδοβίκου ΙΔ΄συγκεκριμένα) για να ερευνήσει τη φυσική ιστορία αλλά και τα ήθη και έθιμα των λαών, ξεκίνησε μία διετή αποστολή από το Ελληνικό Αρχιπέλαγος και την Κωνσταντινούπολη μέχρι τα σύνορα της Περσίας. Μία από τις στάσεις του ανάμεσα στα 38 ελληνικά νησιά που επισκέφθηκε ήταν η Μύκονος.
Μαζί με τους συνοδοιπόρους που επέλεξε, τον ζωγράφο Claude Aubriet και τον Γερμανό γιατρό Andreas Gundelscheimer, αποφάσισε να μην εξερευνήσει τις τοποθεσίες με τον τρόπο που είχαν καθιερώσει οι τότε περιηγητές, αλλά να ριψοκινδυνεύσουν σε απόμερες και άγνωστες διαδρομές. Ήθελαν επίσης να διαπιστώσουν κατά πόσο ίσχυαν όσα είχαν γράψει κάποτε για τη χώρα τους ο Θουκυδίδης, ο Διοσκουρίδης, ο Ηρόδοτος και άλλοι αρχαίοι Έλληνες. Μπορεί ο σκοπός του ταξιδιού του Tournefort να ήταν κυρίως βοτανικού ενδιαφέροντος, όμως λειτουργούσε κιόλας ως ένας κατάσκοπος για τον βασιλιά του που θα αποκτούσε έτσι μία αξιολόγηση των λιμανιών και της χαρτογράφησης των περιοχών. Η Μύκονος που περιγράφει από τον Οκτώβριο του 1700 και τον Ιανουάριο του 1701, ήταν άγονη, “χαμηλή”, ευχάριστη ως διαμονή για τους ξένους, με εξαιρετικά σταφύλια και ένα μαλακό τυρί που τον τρέλανε (θα αναφέρεται ίσως στην κοπανιστή), με περισσότερες γυναίκες από άντρες και τους τελευταίους να έχουν μείνει φαλακροί από τα 20-25 τους χρόνια. Ήταν επίσης βαθιά Ορθόδοξη, με ιερείς που επέμεναν σε εκκλησιαστικά γιατροσόφια αντί για ιατρικές θεραπείες. Σε ένα σημείο του Ταξιδιού στην Κρήτη και τις Νήσους του Αρχιπελάγους, του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και περιλαμβάνει όλο το έργο του που σχετίζεται με την Ελλάδα, θυμάται πως είχε προτείνει να γίνει αφαίμαξη στο πόδι μίας γυναίκας για να θεραπευτεί ο φρικώδης της πονοκέφαλος, αλλά οι παπάδες είχαν προτιμήσει να της χτυπούν το κεφάλι για να βγει ο Διάβολος από μέσα της.
Αυτό τελικά δεν ήταν τίποτα όμως.
Η Μύκονος του επεφύλασσε μία – περίπου – συνάντηση με έναν βρυκόλακα.
Μύκονος
Η Μύκονος όπως απεικονίζεται στο βιβλίο του Tournefort
Στη διάρκεια της επίσκεψής του, ένας χωρικός του νησιού που ο Tournefort αποκαλεί “δύστροπο” και “φιλόνικο από τη φύση του”, δολοφονήθηκε από άγνωστο δράστη. Αφού θάφτηκε σε μία από τις εκκλησίες της Μυκόνου, άρχισε να ακούγεται δύο μέρες μετά πως τη νύχτα κυκλοφορούσε στα στενά, έμπαινε στα σπίτια κι αναποδογύριζε έπιπλα και σκουντούσε τους κατοίκους στην πλάτη για πλάκα. Δε φαινόταν να είναι επικίνδυνος, μόνο άτακτος, γι’ αυτό και οι κάτοικοι – μαζί τους και ιερείς – γελούσαν. Αυτό μέχρι που άρχισαν να παραπονιούνται οι προύχοντες του νησιού.
Μετά από μάταιες δεήσεις που έκαναν οι ιερείς, γράφει ο Tournefort, αποφασίστηκε να γίνει εκταφή μετά τα εννιάμερα του μακαρίτη και να αφαιρεθεί η καρδιά του. «Ο χασάπης της πόλης, αρκετά ηλικιωμένος και πολύ αδέξιος», αναφέρεται σε απόσπασμα του κεφαλαίου Η Παρούσα Κατάσταση της Ελληνικής Εκκλησίας, «άρχισε να ανοίγει την κοιλιά αντί για το στήθος. Ψαχούλεψε για πολλή ώρα τα εντόσθια, χωρίς να βρει εκεί εκείνο που έψαχνε. Στο τέλος, κάποιος του είπε ότι πρέπει να κόψει το διάφραγμα. Η καρδιά ξεριζώθηκε, προς θαυμασμό όλων των παρισταμένων».
Η δυσοσμία του σώματος ωστόσο, σε συνδυασμό με το λιβάνι που έκαψαν για να την εξουδετερώσουν, ήταν τόσο έντονη που άρχισε να ζαλίζει όσους ήταν εκεί. Μέσα στη σύγχυση, θεωρήθηκε ότι ο καπνός από το λιβάνι άχνιζε από το σώμα του νεκρού και σύντομα ο κόσμος που βρισκόταν στην πλατεία έξω από την εκκλησία άρχισε να φωνάζει «βρουκόλακας». Ο χασάπης στο μεταξύ τόνισε ότι το πτώμα ήταν πολύ ζεστό και το αίμα του ακόμα κόκκινο, και η ερμηνεία που δόθηκε ήταν πως ο νεκρός είχε αμαρτάνει βαριά γιατί δεν είχε πεθάνει τελείως, επιτρέποντας έτσι στον Διάβολο να τον αναστήσει. Ο ίδιος ο Tournefort και η συντροφιά του προσπάθησαν να εξηγήσουν πως η θερμότητα των εντοσθίων του πτώματος ήταν φυσιολογική, αλλά άδικα. Αποφασίστηκε να γίνει καύση της καρδιάς του στον γιαλό, όμως ούτε αυτό έπιασε. Ο νεκρός είχε αποθρασυνθεί και η Μύκονος ήταν ανάστατη.
«Τον κατηγόρησαν ότι έδερνε ανθρώπους τη νύχτα, παραβίαζε πόρτες, αλλά και ταράτσες, ότι θρυμμάτιζε τζάμια, έσκιζε ρούχα και άδειαζε στάμνες και μπουκάλια», περιγράφει ο βοτανολόγος. «Πιστεύω ότι δεν λυπήθηκε παρά μόνον το σπίτι του προξένου όπου μέναμε! Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω ξαναδεί τίποτε το τόσο αξιοθρήνητο από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το νησί. Είχε παραφρονήσει όλος ο κόσμος. Ακόμα και οι πιο συνετοί φαίνονταν το ίδιο σαλεμένοι, όπως και οι άλλοι […] Έβλεπε κανείς ολόκληρες οικογένειες να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να έρχονται στα άκρα της πόλης, φέρνοντας τα κρεββάτια τους στην πλατεία, για να περάσουν εκεί τη νύχτα. Όλοι κλαίγονταν συνεχώς για νέα έκτροπα. Μόλις βράδιαζε, δεν άκουγε κανείς παρά μόνο βογγητά». Σε άλλο σημείο αναφέρει πως ορισμένοι είχαν φτιάξει τις αποσκευές τους για να μετακομίσουν στη Σύρο και την Τήνο.
«Πώς να ξαναφέρουμε έναν ολόκληρο λαό στα συγκαλά του;», αναρωτιέται, και εξηγεί πως δεν ξαναείπαν ότι θεωρούσαν τον χωρικό πραγματικά πεθαμένο γιατί θα τους θεωρούσαν γελοίους και άπιστους. Η Μύκονος ήταν πεπεισμένη ότι την καταδίωκε βρικόλακας, με τους πιο φανατισμένους να υποχρεώνουν τους παπάδες να κάνουν νηστεία. Εκτός αυτού, οι παπάδες ράντιζαν σε αλλόφρονες ταχύτητες με αγίασμα τα σπίτια νύχτα-μέρα, χωρίς να ξεχνούν φυσικά και το πτώμα που κι αυτό κατανάλωνε νυχθημερόν τη δική του μερίδα αγιασμού από το στόμα. Το ξέθαβαν επίσης 3-4 φορές τη μέρα για να του μπήξουν γυμνά σπαθιά, μέχρι που ένας περαστικός στο νησί Αλβανός πρότεινε να χρησιμοποιήσουν τουρκικά χαντζάρια. «Δε βλέπετε, καημένοι τυφλοί», τους είπε με “ύφος ειδικού” που ειρωνεύεται στο κείμενό του ο Tournefort, «ότι ο προφυλακτήρας που έχουν τα σπαθιά αυτά σχηματίζει σταυρό με τη λαβή και εμποδίζει τον διάβολο να βγει απ’ το κορμί;». Ε, πες το έτσι.
Βασικά, γράψε λάθος. Ούτε με αυτό βρήκαν σωσμό.
Μύκονος
Άρθρο στο περιοδικό Μπουκέτο, 08/10/1931 (Πηγή: strangepress.gr)
Ο περιηγητής περιγράφει πως η Μύκονος περιέπεσε τελικά σε κατάθλιψη και οι κάτοικοι άρχισαν να απαιτούν την ολοκληρωτική καύση του βρυκόλακα, πριν ερημώσει τελείως το νησί. Πράγματι, ο χωρικός μεταφέρθηκε στη διπλανή βραχονησίδα του Αγίου Γεωργίου – σήμερα θα το ακούσεις συχνότερα ως Μπάος, κατά τον πειρατή Γιώργο Μπάο – και κάηκε εκεί. Την Πρωτοχρονιά του 1701, ο Tournefort είδε τη φωτιά από μακριά καθώς επέστρεφε από τη Δήλο. Ο Μπάος ήταν, σύμφωνα με τον θρύλο, τόπος εξορίας των βρυκολάκων, και τα πρόσωπά τους είναι ακόμα αποτυπωμένα στα βράχια. Μετά την καύση του πτώματος εκεί, οι Μυκονιάτες ηρέμησαν και άρχιζαν να βάζουν την εμπειρία τους σε στίχους.
Δεν αποκλείεται αυτή η ιστορία να ενέπνευσε κιόλας την ονομασία μίας λιγότερο γνωστής τοποθεσίας του νησιού. Ο ανενεργός πια φάρος του νησιού, Αρμενιστής, στέκεται ακόμα στην περιοχή Φανάρι, πάνω σε έναν λόφο που παλιά αποκαλούσαν Βουρβούλακα. Δηλαδή βρυκόλακα. Λέγεται πως χρωστούσε την ονομασία του σε μία προσπάθεια των κατοίκων του νησιού να αποτρέψουν τα παιδιά από το να προσεγγίσουν το απόκρημνο μέρος, αλλά ποιος ξέρει αν είναι αυτή η μόνη αλήθεια;
Το βιβλίο Ταξίδι στην Κρήτη και τις Νήσους του Αρχιπελάγους του Joseph Pitton de Tournefort κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.