Ομολογία
Η ντετέκτιβ Marjorie Jones πέρασε
χειροπέδες στην Louise και την οδήγησε στο αυτοκίνητο και στην συνέχεια
στο δικαστήριο, όπου περίμενε ο εισαγγελέας Fred Howser. Στο μεταξύ, οι
υπόλοιποι αστυνομικοί άρχισαν να ψάχνουν εξονυχιστικά το σπίτι των
Logan. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο της τραπεζαρίας, ο Thad Brown
παρατήρησε κάτι στον κήπο: ένα φρεσκοσκαμμένο σημείο, περιττριγυρισμένο
με τούβλα και λουλούδια, κάτω από ένα δέντρο. Στην μία του άκρη, σαν
επιτύμβια πλάκα, υψωνόταν μια λευκή, ξύλινη πινακίδα. «Μην ψάχνετε
άλλο», είπε ο Brown. «Μου φαίνεται ότι μόλις ανακαλύψαμε το πτώμα». Το
πρώτο που ήρθε στην επιφάνεια, όταν οι αστυνομικοί έσκαψαν αυτό που,
ορθώς, ο Brown είχε θεωρήσει τάφο, ήταν ένα πόδι. Η Margaret Logan είχε
βρεθεί.
Η Louise οδηγήθηκε πίσω στο σπίτι και
στην σκηνή του εγκλήματος, περασμένα μεσάνυχτα. Ο κήπος φωτιζόταν από
τους φακούς των αστυνομικών και τα φλας των φωτογράφων και των
ρεπόρτερς, που είχαν ήδη καταφθάσει. Καθώς την οδηγούσαν προς τον τάφο,
η Louise αρνήθηκε να πλησιάσει και δήλωσε ότι δεν ήθελε να δει. Ο
Brown την ρώτησε τι ήταν αυτό που δεν ήθελε να δει και αν είχε θάψει την
Margaret σ’ εκείνο το σημείο. Η Louise έσπασε και παραδέχτηκε ότι η
απουσία της Margaret λόγω πλαστικής ήταν ψέμμα. «Σας έλεγα το ένα ψέμμα
για να καλύψω το άλλο», ομολόγησε.
Το πρωί ο σερίφης Biscailuz έφθασε στο
τμήμα και πέρασε τρεις ώρες με την Louise, η οποία υπέγραψε μια κατάθεση
εννέα σελίδων, στην οποία παραδεχόταν ότι είχε θάψει το πτώμα της
Margaret Logan. Αρνήθηκε, όμως, την δολοφονία της και ισχυρίστηκε ότι ο
Arthur, σε μία από τις τρομερές κρίσεις του, την είχε πυροβολήσει.
Είπε ότι του είχε δώσει ηρεμιστικά και προβληματίστηκε για το πώς έπρεπε
να ενεργήσει. Φοβόταν ότι θα αποτελούσε την υπ’ αριθμόν 1 ύποπτη για
την δολοφονία της Margaret, λόγω του παρελθόντος της και αποφάσισε να
μην το διακινδυνεύσει. Κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που επέλεξε να θάψει
το πτώμα και να σκαρφιστεί την ιστορία της πλαστικής από την μια, και
να κλείσει τον Arthur στο ψυχιατρείο από την άλλη.
Ενώ
οι αστυνομικοί άκουγαν την νέα ιστορία της Louise, οι έρευνες στο σπίτι
των Logan συνεχίζονταν. Σ’ ένα συρτάρι στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας
της Louise ανακαλύφθηκε ένα 32άρι περίστροφο, με σκαλισμένα στην λαβή
του τα αρχικά «E.B.L.»: το κλεμμένο όπλο της νεκρής, πια, επιτηρήτριας
Emily Latham.
Οι τεχνικοί της αστυνομίας βρήκαν ίχνη
αίματος και μια σφαίρα από 32άρι σφηνωμένη στον τοίχο του σαλονιού,
στοιχεία ικανά ν’ αναπαραστήσουν τον φόνο. Η Margaret καθόταν κοντά στο
τηλέφωνο και πυροβολήθηκε στον λαιμό, από πίσω. Η σφαίρα την διαπέρασε
και σφηνώθηκε στον απέναντι τοίχο. Προηγουμένως της είχαν καταφέρει
ισχυρά χτυπήματα στο κεφάλι, με αμβλύ αντικείμενο. Ο ιατροδικαστής Frank Webb,
ο οποίος είχε επίσης αναμιχθεί με την ιδιότητά του στον φόνο του
Denton, δήλωσε ότι ο πυροβολισμός ήταν περιττός, καθώς το θύμα είχε ήδη
πεθάνει από τα χτυπήματα.
Και μετά ήταν η σειρά του συζύγου της
Louise, του Lee Judson, να καταθέσει. Συντετριμμένος είπε ότι πίστευε
οτιδήποτε του έλεγε η γυναίκα του, καθώς όλα έμοιαζαν λογικά κι εκείνη
ήταν το πιο γλυκό, αγαπητό κι ευγενικό πλάσμα που είχε γνωρίσει και δεν
υπήρχε κανένας λόγος να την αμφισβητεί. Ήταν σίγουρος ότι δεν μπορεί η
Louise να είχε οποιαδήποτε σχέση με την δολοφονία της Margaret.
Η Louise και ο Judson προφυλακίστηκαν, η
πρώτη περιμένοντας την δίκη της και ο δεύτερος ως βασικός μάρτυρας και
ύποπτος για συνεργία. Αργότερα, κατά την προανάκριση, ο Judson
απαλλάχτηκε από οποιαδήποτε κατηγορία και αφέθηκε ελεύθερος. Την
επόμενη μέρα, καταβεβλημένος από την ντροπή, την κοινωνική κατακραυγή
και, κυρίως, από το γεγονός ότι ο ειδυλλιακός, ευτυχισμένος του γάμος
δεν ήταν παρά μια σαπουνόφουσκα, ο Lee Judson ανέβηκε με το ασανσέρ στην
ταράτσα ενός κτηρίου γραφείων και ρίχτηκε στο κενό. Ήταν το έβδομο και
τελευταίο θύμα της Louise Peete.
Η δεύτερη δίκη
Να, λοιπόν η Louise για δεύτερη φορά σε
αίθουσα δικαστηρίου και στο εδώλιο της κατηγορουμένης, ενώ στα έδρανα
των ενόρκων κάθονταν 11 γυναίκες και 1 άνδρας. Το δικαστήριο της όρισε
έναν δικηγόρο υπεράσπισης ενώ στην θέση του δημόσιου κατήγορου καθόταν ο
John Barnes και στην έδρα ο δικαστής Harold B. Landreth.
H Louise παρέμεινε ατάραχη όση ώρα η πολιτική αγωγή ξετύλιγε το κουβάρι
της υπόθεσης. Ο Barnes τόνισε ότι υπήρχαν 37 κοινά στοιχεία στις
δολοφονίες των Denton και Logan και ότι αυτή η τρομακτική ομοιότητα
ανάμεσα στις δύο υποθέσεις θα αποδείκνυε την ενοχή της Louise.
«Όταν η Margaret Logan, νοιώθοντας
εξαπατημένη και απογοητευμένη, έχοντας ανακαλύψει την πραγματική φύση
της Louise Peete, κάθισε έτοιμη να τηλεφωνήσει στον επιμελητή
επιτηρητών, η κατηγορουμένη, συνειδητοποιώντας ότι η άνετη ζωή που ζούσε
διακυβευόταν, αποφάσισε να δράσει. Πήρε, τότε, το περίστροφο και
χτύπησε με τη λαβή την Margaret δυνατά στο κεφάλι. Ο ιατροδικαστής
απέδειξε ότι η λαβή του πιστολιού ταιριάζει στα χτυπήματα που έφερε στο
κρανίο το θύμα. Στη συνέχεια, και για να είναι σίγουρη για το
αποτέλεσμα του έργου της, πυροβόλησε την άτυχη γυναίκα στο πίσω μέρος
του λαιμού, στο ίδιο σημείο που είχε πυροβολήσει και τον Jacob Denton
πριν από 24 χρόνια», είπε ο Barnes.
Μια γειτόνισσα των Logan, η Edythe Fish,
υπήρξε καταπέλτης για την Louise στην κατάθεσή της: «Το βράδυ που
πέθανε ο Arthur Logan, το ψυχιατρείο έστειλε ένα τηλεγράφημα σπίτι του,
το οποίο –κατά λάθος- παραδόθηκε σ’ εμένα. Το πήγα στην κ. Peete η
οποία το διάβασε και με έξαψη μου είπε: «θα σου δείξω τα δυο καινούρια
μου καπέλα». Πραγματικά έφερε δύο καπέλα και τα προβάριζε μπροστά μου,
σιγοτραγουδώντας και χορεύοντας ένα γύρω στο δωμάτιο. Έμεινα
εμβρόντητη. «Νόμιζα πως ο Arthur ήταν καλός σου φίλος», της είπα. «Δε
βαρυέσαι», απάντησε. «ήταν γέρος και άρρωστος και είναι καλύτερα για
όλους που πέθανε».
Την επόμενη ημέρα προσκομίστηκε στο
δικαστήριο ο φάκελλος της υπόθεσης Denton, ώστε να καταδειχθεί η
ομοιότητα ανάμεσα στις δύο δολοφονίες. Παρά τα συντριπτικά αποδεικτικά
στοιχεία, η Louise επέμεινε να καθήσει στο έδρανο των μαρτύρων. Ήταν
υποδειγματική μάρτυρας, μιλώντας καθαρά, απαλά και γλυκά, διατηρώντας
την ψυχραιμία της και αντιδρώντας σαν να βρισκόταν προσκεκλημένη σε
απογευματινό τσάι, αντί για το δικαστήριο, όπου κατηγορούταν για τον
φόνο ενός ανθρώπου. Στην ερώτηση του Barnes αν είχε δολοφονήσει τον
Denton, απάντησε πως όχι και πως αγνοούσε μέχρι εκείνη την στιγμή αν
ήταν ζωντανός ή νεκρός.
Στην καταληκτική του αγόρευση ο Barnes
είπε: «Αναρωτιέμαι πόσες νύχτες, αυτά τα 18 χρόνια που η Louise Peete
πέρασε στην φυλακή, έμεινε ξάγρυπνη αναλογιζόμενη τι πήγε στραβά στην
δολοφονία του Denton και πώς θα μπορούσε να το διορθώσει στο επόμενο
έγκλημά της».
Στις 28 Μαΐου, μετά από συνεδρίαση τριών
ωρών, οι ένορκοι κατέληξαν: η Louise Peete είχε κριθεί ένοχη για φόνο
πρώτου βαθμού, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Την 1η Ιουνίου του 1945, ο
δικαστής Landreth ανακοίνωσε την ποινή: θάνατος.
Επίλογος
Η Louise οδηγήθηκε, για άλλη μια φορά,
στο San Quentin και άρχισε να ετοιμάζει τις αιτήσεις χάριτος, που
απορρίπτονταν η μία πίσω από την άλλη. Ήταν ήρεμη και φιλική με τις
άλλες κρατούμενες και το προσωπικό. Ήταν δύσκολο να πιστέψουν πως αυτή η
γλυκειά και όμορφη γυναίκα περπάτησε, σε όλη της τη ζωή, χέρι-χέρι με
τον θάνατο. Στην πραγματικότητα ήταν ο θάνατος. Των άλλων. Γύρω της,
σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, υπήρχε ο θάνατος σε όλες του τις
μορφές: φυσικός, αυτοκτονίες και φόνοι, χωρίς απολύτως διακριτά όρια
μεταξύ τους. Θα έλεγε κανείς πως ο θάνατος ανάβλυζε από τους πόρους της
επιδερμίδας της και απλωνόταν σαν μίασμα σε όποιον την πλησίαζε.
Στις
11 Απριλίου του 1947 η Louise Peete περπάτησε στο Πράσινο Μίλι του San
Quentin, σε ηλικία 66 ετών. Επειδή ήταν ξυπόλυτη, ένας διάδρομος είχε
στρωθεί μέχρι την πόρτα του θαλάμου αερίων. Ήταν η δεύτερη από τις
τέσσερις γυναίκες που εκτελέστηκαν στον θάλαμο αερίων στην Πολιτεία της
Καλιφόρνια. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο Angelus-Rosedale του Los
Angeles.