Της Νίνας Κουλετάκη
Την 1η Οκτωβρίου του 1957, ο Jacques Fesch,
ένας 27χρονος Γάλλος, πέθανε στην γκιλοτίνα, στο προαύλιο της φυλακής
La Sante, καταδικασμένος για φόνο. Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, το
1993, ο Αρχιεπίσκοπος του Παρισιού, ο μεταστάς Jean-Marie Cardinal Lustiger, υπέγραψε ένα θέσπισμα το οποίο ίσως, κάποια μέρα, ανακηρύξει τον Jacques Fesch άγιο.
Τα έξαλλα χρόνια
Ο Jacques Fesch ήταν γιος του Georges Fesch και της Marthe Hallez. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος τραπεζίτης, βελγικής καταγωγής, ανηψιός του καρδινάλιου Joseph Fesch, θείου του αυτοκράτορα Napoleon Bonaparte,
από την πλευρά της μητέρας του. Την δεκαετία του 1920, ο Georges
Fesch, ήδη διευθυντής μιας βελγικής τράπεζας για αλλοδαπούς,
εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Saint
Germain-in-Bush Ηammer. Εκεί θα γεννηθεί, στις 6 Απριλίου του 1930, ο
γιος του Jacques, τρίτο παιδί και μοναχογιός της οικογένειας, μετά τις
αδελφές του Monique και Nicole.
Ο Georges ήταν, εκτός από τραπεζίτης,
ένας αρκετά καλός ζωγράφος και δηλωμένος άθεος. Γλετζές και γυναικάς,
απατούσε συστηματικά την γυναίκα του με την οποία, αργότερα, χώρισε. Ο
Jacques ολοκληρώνει την βασική εκπαίδευση στο σχολείο του Saint Erembert
από το 1938 μέχρι το 1947 και στη συνέχεια γίνεται δεκτός στο κολλέγιο
Claude Debussy.
Ο Jacques μεγάλωνε ως πιστός
ρωμαιοκαθολικός, επιρροή της θρήσκας μητέρας του, αναζητώντας όμως
διαρκώς την αναγνώριση και αποδοχή από τον άθεο πατέρα του. Ολόκληρη η
παιδική του ηλικία σημαδεύεται από αυτή την αντίφαση η οποία, εκτός από
την σύγχιση που δημιουργούσε στον ίδιο, ήταν και μόνιμο σημείο τριβής
ανάμεσα στους γονείς του. Το κλίμα στην οικογένεια ήταν ασταθές,
εντελώς ακατάλληλο για ένα αγόρι στην εφηβεία. Προκειμένου να κερδίσει
την αποδοχή του άθεου Georges, σε ηλικία 17 ετών, παύει να ασχολείται με
τα θεία και ακολουθεί τον τρόπο ζωής του πατέρα του: γλέντια, ποτά,
γυναίκες. Ταυτόχρονα, αρχίζει να εργάζεται μαζί του, στην τράπεζα.
Από το 1950 μέχρι το 1951 ο Jacques κάνει
ένα διάλειμμα στην «γλυκειά ζωή», προκειμένου να εκπληρώσει τις
στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ταξιδεύει με τον στρατό στην Γερμανία και
απολύεται με τον βαθμό του λοχαγού και εύσημα καλής συμπεριφοράς. Ήδη
σχετίζεται με μια νεαρή κοπέλα, την γειτονοπούλα του Pierrette Polack.
Η Pierrette θα μείνει έγγυος και ο Jacques θα αποφασίσει να την
παντρευτεί. Όμως ο αντισιμιτισμός των γονιών του θα βάλει εμπόδια σ’
αυτόν τον γάμο: η Pierrette είναι ρωμαιοκαθολική αλλά ο πατέρας της
εβραίος. Τελικά, το νεαρό ζευγάρι θα παντρευτεί με πολιτικό γάμο στο
Strasbourg, στις 5 Ιουνίου του 1951, και η Pierrette θα φέρει στον κόσμο
την κόρη τους Veronique.
Αν και οικογενειάρχης, πλέον, ο Jacques
δεν ησυχάζει κι εξακολουθεί την έξαλλη ζωή. Νοιώθει πως η δουλειά στην
τράπεζα κι ο αυταρχικός χαρακτήρας του πατέρα του τον καταπιέζουν. Έτσι
εγκαταλείπει την θέση του εκεί και μένει χωρίς πραγματική απασχόληση.
Ασχολείται με την ιστιοπλοΐα, κάνει ιππασία, οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα,
συμμετέχει ως μουσικός σε μια μπάντα και προσπαθεί να μάθει τρομπόνι.
Επίσης, στα βήματα του πατέρα του, σχετίζεται με άλλες γυναίκες, πέρα
από την Pierrette, η οποία δεν θα ανεχθεί την κατάσταση. Χωρίζουν,
χωρίς να πάρουν διαζύγιο, μα παραμένουν καλοί φίλοι.
Περνούν έτσι τρία χρόνια, με τον Jacques
να γλεντοκοπά αδιάκοπα και τους γονείς του να χρηματοδοτούν κάθε τρέλα
του. Όμως ο Jacques αρχίζει να πλήττει αφόρητα στο Παρίσι, μέχρι που
συλλαμβάνει την «μεγάλη ιδέα»: να αγοράσει ένα ιστιοφόρο και να πλεύσει
στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού, όπου θα αρχίσει μια νέα, υπέροχη ζωή
κάτω από τον καυτό ήλιο. Για να πραγματοποιήσει το όνειρό του
χρειάζεται, φυσικά, χρήματα και απευθύνεται, για άλλη μια φορά, -πού
αλλού;- στους πάντα εξυπηρετικούς και πρόθυμους γονείς του, για να
εισπράξει –για πρώτη φορά- αρνητική απάντηση.
Απογοητευμένος, παραμένει στο Παρίσι κι
εξακολουθεί το ίδιο μοτίβο ζωής. Τον Ιανουάριο του 1954, κάνει μιαν
επιπόλαιη σχέση με μιαν υπάλληλο βιβλιοπωλείου, την Thérèse V.
Το κορίτσι θα μείνει έγγυος, ο Jacques δεν θ’ αναγνωρίσει το παιδί –ένα
αγοράκι που ονομάστηκε Gerard- η οικογένειά του θ’ αρνηθεί την
οποιαδήποτε βοήθεια στην νεαρή μητέρα κι έτσι εκείνη θ’ αναγκαστεί να
δώσει τον μικρό σε ίδρυμα, προκειμένου να υιοθετηθεί. Το αγόρι θα
μεγαλώσει σε θετή οικογένεια με το όνομα Gerard Droniou,
θα γίνει καθηγητής μουσικής, θα παντρευτεί και θ’ αποκτήσει τρία παιδιά
και μόλις το 1994 θα πληροφορηθεί τα ονόματα των φυσικών του γονιών και
θα συναντηθεί με την ετεροθαλή αδελφή του, και νόμιμο παιδί του
Jacques, Veronique.
Εγκληματίας
Ο Jacques δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα
της εγκατάστασης στον Νότιο Ειρηνικό. Μην μπορώντας ν’ αποσπάσει άλλα
χρήματα από την οικογένειά του, βρίσκει την αμέσως επόμενη καλή ιδέα: θα
κλέψει το ποσό που του χρειάζεται για ν’ αγοράσει το πολυπόθητο σκάφος!
Στόχος του γίνεται ο Alexandre Silberstein,
ο οποίος διατηρεί ανταλλακτήριο συναλλάγματος στην οδό Vivenne, κοντά
στο Γαλλικό Χρηματιστήριο. Ο Jacques έχει οργανώσει καλά το σχέδιό του.
Την παραμονή της ληστείας έχει ήδη επικοινωνήσει με τον Silberstein,
λέγοντάς του ότι επιθυμεί να μετατρέψει δύο εκατομμύρια γαλλικά φράγκα
σε ράβδους χρυσού και το πρωί της 25ης Φεβρουαρίου του 1954
εμφανίζεται στο γραφείο του υποψήφιου θύματός του για την υποτιθέμενη
ανταλλαγή. Μαζί του είναι και ένας φίλος του, συνένοχος στην επικείμενη
ληστεία.
Ο Silberstein ζητά από τον γιό του να
φέρει τον χρυσό από το χρηματοκιβώτιο, το οποίο βρισκόταν στο υπόγειο
του ανταλλακτηρίου. Ο Fesch, μένοντας μόνος με τον ηλικιωμένο,
εμφανίζει ένα ρεβόλβερ από τον χαρτοφύλακά του και σημαδεύει τον
Silberstein, ζητώντας του να του παραδώσει ό,τι μετρητά υπήρχαν στο
ταμείο. Ο «συνένοχος» πανικοβάλεται και φεύγει τρέχοντας, αφήνοντας
μόνους τον Jacques και το θύμα του.
Ο
Solberstein, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο έτσι ώστε ν’ ανεβεί ο γιος
του από το υπόγειο, μιλά στον Jacques με την ελπίδα να τον πείσει να
εγκαταλείψει το σχέδιο της ληστείας. Σε απάντηση εκείνος τον χτυπά με
την λαβή του όπλου του δύο φορές στο κεφάλι, αρπάζει 300.000 φράγκα από
το ταμείο και τρέπεται σε φυγή. Χτυπημένος αλλά διατηρώντας τις
αισθήσεις του, ο Silberstein πετάγεται στον δρόμο και ζητά βοήθεια από
τους περαστικούς. Αρκετοί αρχίζουν να κυνηγούν τον Fesch, ο οποίος
προσπαθεί να εξαφανιστεί στον πολυσύχναστο δρόμο. Για να ξεφύγει από
τους διώκτες του, αναζητά καταφύγιο σ΄ ένα κτήριο στο Les Grandes
Boulevards, απ’ όπου θα βγει λίγο αργότερα, προσπαθώντας να περάσει ως
ένας αθώος διαβάτης, ανάμεσα στους άλλους. Κάποιος θα τον αναγνωρίσει
και ένας αστυνομικός, ο 35χρονος Jean Vergne
ο οποίος έχει ήδη φθάσει στο σημείο, θα τον σημαδέψει με το όπλο του
και θα του ζητήσει να παραδοθεί. Ο Fesch θα τραβήξει το όπλο του από
την τσέπη της καπαρντίνας του και θα πυροβολήσει τρεις φορές εναντίον
του αστυνομικού. Ο Vergne, χήρος και πατέρας ενός τετράχρονου κοριτσιού
θα σωριαστεί νεκρός, πυροβολημένος στην καρδιά.
Το πλήθος, έξαλλο πλέον, συνεχίζει την
καταδίωξη του Jacques μέχρι τον σταθμό Richelieu-Drouot του μετρό. Ο
Fesch εξακολουθεί να πυροβολεί και τραυματίζει έναν από τους διώκτες του
στον λαιμό πριν, τελικά, περικυκλωθεί και συλληφθεί από τους
εξαγριωμένους παριζιάνους.
Συνεχίζεται