Της Νίνας Κουλετάκη
Το έγκλημα
Το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου,
ο Alex Hart επρόκειτο να παραβρεθεί σε ένα δείπνο στο Επαγγελματικό
Επιμελητήριο του San Jose και ζήτησε από τον γιο του να τον μεταφέρει ως
εκεί με το αυτοκίνητό του. Ο Brooke έφυγε από την οικογενειακή
επιχείρηση για να φέρει το αυτοκίνητο, το οποίο ήταν σταθμευμένο σε
παρακείμενο γκαράζ. Ήταν η τελευταία φορά που ο Alex είδε τον γιο του
ζωντανό. Αφού τον περίμενε για περίπου μισή ώρα μπροστά στην είσοδο του
καταστήματος, ο Alex υπέθεσε ότι κάποια άλλη δουλειά καθυστέρησε τον
Brooke κι έφυγε για το δείπνο του. Όταν το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι,
διαπίστωσε ότι ο γιος του δεν είχε εμφανιστεί, ούτε είχε δώσει σημεία
ζωής, ειδοποίησε την αστυνομία.
Ο Brooke έπεσε θύμα της ενέδρας που του
είχαν στήσει οι απαγωγείς στην έξοδο του γκαράζ όπου στάθμευε την
Studbaker του. Οι Holmes και Thurmond μπήκαν στο αυτοκίνητο και
ανάγκασαν τον Hart να οδηγήσει μέχρι την περιοχή Milpitas. Εκεί άφησαν
την Studbaker, επιβιβάστηκαν σε άλλο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν στην
Γέφυρα του San Mateo-Hayward, όπου χτύπησαν τον Brooke με έναν
τσιμεντόλιθο στο κεφάλι, και τον έριξαν στον Κόλπο του San Francisco.
Καθώς τα νερά ήταν χαμηλά, λόγω της παλίρροιας, οι απαγωγείς δολοφόνησαν
τον Hart πυροβολώντας τον. Λίγες ώρες αργότερα, οι Holmes και Thurmond
τηλεφώνησαν στην οικογένεια Hart ζητώντας 40.000$, προκειμένου ν’
απελευθερώσουν τον Brooke. Ο Alex Hart ειδοποίησε την αστυνομία και το
FBI εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας.
Η επικοινωνία με την οικογένεια
συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες, με τηλεφωνήματα και σημειώματα που
οι απαγωγείς έστελναν με το ταχυδρομείο από διάφορες κοντινές πόλεις.
Στις 15 Νοεμβρίου μια κάρτα ταχυδρομημένη από το Sacramento έφθασε στο
κατάστημα των Hart, με σαφείς οδηγίες: ο Alex Hart έπρεπε να βάλει τα
λύτρα σε ένα μαύρο, δερμάτινο σακίδιο, να εγκαταστήσει ραδιόφωνο στην
Studbaker του γιου του (καθώς θα ελάμβανε τις τελικές οδηγίες για την
παράδοση των λύτρων μέσω ραδιοφωνικής εκπομπής) και να είναι έτοιμος για
ταξίδι μιας εβδομάδος στο επόμενο τηλεφώνημα των απαγωγέων. Εάν
συμφωνούσε, έπρεπε να αναρτήσει μια ταμπέλα, με τον αριθμό «2» γραμμένο
επάνω της, στην βιτρίνα του καταστήματος. Ο Alex δεν είχε κανένα
πρόβλημα με την συγκέντρωση των χρημάτων. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν
ήξερε να οδηγεί και η υγεία του δεν του επέτρεπε να ταξιδέψει. Έτσι,
στην ταμπέλα της βιτρίνας, κάτω από το 2, έγραψε με μεγάλα, μαύρα
γράμματα: «ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΝΑ ΟΔΗΓΩ».
Προφανώς οι απαγωγείς πήραν το μήνυμα,
γιατί το ίδιο απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι των Hart. Ο Alex
σήκωσε το ακουστικό, ενώ το ίδιο έκανε από την συνδεδεμένη συσκευή ο
πράκτορας του FBI που είχε βάρδια. Το τηλεφωνικό κέντρο προσπαθούσε ήδη
να εντοπίσει το ακριβές σημείο από το οποίο γινόταν η κλήση. Ο Alex
προσπάθησε να κρατήσει τον συνομιλητή του όσο το δυνατόν περισσότερο
στην γραμμή και το κατάφερε, ζητώντας αποδείξεις για το ότι ο γιος του
ήταν ζωντανός αφενός και προτείνοντας να βρεθεί ένας μεσάζων για την
απαγωγή, καθώς ο ίδιος δεν γνώριζε να οδηγεί και ήταν άρρωστος. Η
συζήτηση κράτησε αρκετά ώστε να μπορέσει το FBI να εντοπίσει την κλήση:
γινόταν από έναν τηλεφωνικό θάλαμο, στο κέντρο του San Jose, έξω από ένα
γκαράζ στην οδό South Market. Τα επόμενα λεπτά, μια ντουζίνα
αστυνομικοί, με επικεφαλής τον Αρχηγό της Αστυνομίας της Κομητείας της
Santa Clara, συλλάμβανε επ’ αυτοφώρω τον Harold Thurmond, με το
ακουστικό στο χέρι.
Ο Thurmond οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα
όπου, μετά από πεντάωρη ανάκριση ομολόγησε την απαγωγή και την
δολοφονία του Brooke Hart και υπέδειξε ως συνεργό του τον Jack Holmes.
Στην συνέχεια οδήγησε τους αστυνομικούς στο κρυσφύγετο του Holmes, μια
γκαρσονιέρα κοντά στο αστυνομικό τμήμα. Οι δύο δολοφόνοι επρόκειτο ν’
αντιμετωπίσουν την Δικαιοσύνη.
Το λυντσάρισμα
Οι κάτοικοι του San Jose, μετά την
ομολογία των Thurmond και Holmes για την δολοφονία του Brooke και την
ρίψη του πτώματός του στον Κόλπο, είχαν εξαγριωθεί. Σ’ αυτό συνέτειναν
και τα δημοσιεύματα του Τύπου, στα οποία γινόταν λόγος περί πιθανής
απαλλαγής των δολοφόνων και εγκλεισμού τους σε ψυχιατρική κλινική, καθώς
σκόπευαν να επικαλεστούν παράνοια. Κλεισμένοι στην φυλακή του San
Jose, οι Thurmond και Holmes περίμεναν τη δίκη τους, ενώ το αγριεμένο
πλήθος έξω από την φυλακή γινόταν μεγαλύτερο ημέρα με την ημέρα.
Στις 26 Νοεμβρίου, δυο άνδρες που
κυνηγούσαν πάπιες, ανακάλυψαν ένα πτώμα σε αποσύνθεση και καταφαγωμένο
από τα καβούρια, σε απόσταση ενός μιλίου περίπου από την γέφυρα, απ’
οπου οι απαγωγείς είχαν ξεφορτωθεί τον Hart. Αργότερα την ίδια ημέρα,
ένας από τους φίλους του Brooke, αναγνώρισε το πτώμα του.
Η κατάσταση έξω από τις φυλακές γινόταν
όλο και πιο άγρια. Την επομένη της ανακάλυψης του πτώματος του Hart,
ένα πλήθος από 15.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά συνωστίζονταν στο
παρκάκι απέναντι από την φυλακή, ενώ τα 3.000 αυτοκίνητα που ήταν
παρατημένα στους δρόμους της πόλης δημιούργησαν ένα απίστευτο
κυκλοφοριακό χάος. Ο διευθυντής των φυλακών, φοβούμενος επικείμενο
λυντσάρισμα, κάλεσε τον κυβερνήτη της πολιτείας και του ζήτησε να
στείλει την Εθνοφρουρά να προστατέψει την φυλακή. Το αίτημά του
απορρίφθηκε και ο Κυβερνήτης Rolph απάντησε: «αν οι κάτοικοι του San
Jose προχωρήσουν σε λυντσάρισμα, εγώ θα τους απαλλάξω».
Τα μεσάνυχτα της 27ης
Νοεμβρίου, το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από την φυλακή αριθμούσε
χιλιάδες. Η αστυνομία προσπάθησε να τους κρατήσει μακριά με δακρυγόνα,
αλλά μάταια. Οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν ακόμη και υλικά από μια
παρακείμενη οικοδομή, προσπαθώντας να κατασκευάσουν οδοφράγματα τα οποία
θα εμπόδιζαν τους αλλόφρονες κατοίκους του San Jose από το να μπουν
στην φυλακή.
Όταν
όλα έδειξαν πως το παιχνίδι ήταν χαμένο, ο Διευθυντής της Αστυνομίας
διέταξε τους άνδρες του να εγκαταλείψουν τον δεύτερο όροφο της φυλακής,
όπου βρίσκονταν τα κελιά των Holmes και Thurmond. Τις αμέσως επόμενες
στιγμές το πλήθος όρμησε στην φυλακή, έσυρε έξω από τα κελιά τους τους
δύο δολοφόνους και τους κρέμασε στο πάρκο, απέναντι από την φυλακή.
Επακόλουθα και αντίκτυπος
Επτά άτομα συνελήφθησαν για τα γεγονότα της νύχτας της 27ης
Νοεμβρίου, κανένα όμως δεν παραπέμφθηκε στην Δικαιοσύνη. Οι εφημερίδες
που, μέχρι τότε, τροφοδοτούσαν το μένος του κόσμου, δημοσίευσαν άρθρα
που μιλούσαν για «δίψα για αίμα», «βαρβαρότητα», και «παράνοια» και
καταδίκαζαν την αυτοδικία.
Οι
γονείς του Holmes μήνυσαν τον Κυβερνήτη Rolph, κατηγορώντας τον ως
υπεύθυνο για τον θάνατο του γιου τους. Η μήνυση δεν προχώρησε ποτέ,
καθώς ο Rolph πέθανε από ανακοπή στις 6 Ιουνίου του 1934.
Την ίδια χρονιά, το ναζιστικό κόμμα της
Γερμανίας δημοσιεύει στο περιοδικό του φωτογραφίες από το λυντσάρισμα
των Holmes και Thurmond, κατηγορώντας την Αμερική ως «προστάτιδα των
εβραϊκών συμφερόντων» -ο Alex Hart ήταν Εβραίος- και παρουσιάζοντας το
λυντσάρισμα ως απόδειξη της παρακμής του αμερικανικού τρόπου ζωής. Λίγα
μόνο χρόνια χωρίζουν την δημοσίευση αυτή από το Ολοκαύτωμα και την
Τελική Λύση.
Τέσσερις ταινίες έχουν γυριστεί, βασισμένες στα γεγονότα της 27ης Νοεμβρίου στο San Jose. Το 1936 η Metro Goldwyn Mayer προβάλλει την ταινία Fury, με
πρωταγωνιστές τους Spencer Tracey, Sylvia Sydney και Walter Brennan. Η
ταινία, σε σενάριο και σκηνοθεσία του γερμανού Fritz Lang –ο οποίος
είχε μόλις διαφύγει από την ναζιστική Γερμανία- ήταν υποψήφια για όσκαρ
σεναρίου.
Το 1950 προβάλλεται το The Sound of Fury, του Cy Enfield, με τους Frank Lovejoy, Kathleen Ryan και Richard Carlson.
Στην ταινία Night Without Justice,
του 2004, σε σκηνοθεσία Michael A. Azzarello, πρωταγωνιστούν οι
Jonathan Avigdon, Brian David και Jeff Duby. Tέλος, το 2006, ο Tim
Boxell παρουσιάζει την ταινία του Valley of the Heart’s Delight, με τους Gabriel Mann, Pete Postlethwaite και Emily Harrison.
Στο
λυντσάρισμα των Holmes και Thurmond έλαβαν μέρος χιλιάδες άτομα, σε
κανέναν όμως δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Franklin
Delano Roosevelt, καταδίκασε το λυντσάρισμα αν και, μεταγενέστερες
προσπάθειες αμερικανών γερουσιαστών να θέσουν το λυντσάρισμα εκτός
νόμου, έπεσαν στο κενό.
Το λυντσάρισμα των Holmes και Thurmond
αποτελεί μοναδική περίπτωση στο ιστορικό αυτοδικίας των Ηνωμένων
Πολιτειών. Αφενός ήταν η μοναδική περίπτωση που απασχόλησε τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης τόσο πριν όσο και μετά, ήταν η μοναδική περίπτωση που
μια ολόκληρη πόλη έλαβε μέρος και, τέλος, η μοναδική περίπτωση που λαός
και πολιτική ηγεσία συνωμοτούν με την αστυνομία, τους επιχειρηματίες
και τα όργανα επιβολής του νόμου, προκειμένου να απαγχονιστούν δύο
άνδρες οι οποίοι ουδέποτε απολογήθηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν
για το έγκλημά τους σε αίθουσα δικαστηρίου.