Της Νίνας Κουλετάκη
Το σκηνικό
Στην περιοχή του κόλπου του San
Francisco, και συγκεκριμένα στην κωμόπολη του San Jose, διαδραματίστηκε
μια από τις πιο άγριες υποθέσεις αυτοδικίας και εκδίκησης.
Στην πολιτεία της Καλιφόρνια το
λυντσάρισμα, αν και γνωστή πρακτική, δεν ήταν τόσο σύνηθες όσο στην
Βιρτζίνια, στην Τζώρτζια και τις άλλες πολιτείες του αμερικανικού νότου.
Από τα, περίπου, 5.000 επισήμως καταγεγραμμένα λυντσαρίσματα που έγιναν
στην Αμερική, μεταξύ των ετών 1882-1968, μόνο 43 έλαβαν χώρα στην
Καλιφόρνια και κανένα από αυτά δεν ήταν για ρατσιστικούς λόγους. Μόνο
δύο από τα θύματα ανήκαν στην μαύρη φυλή και τα αδικήματα ήταν ο βιασμός
ενός αγοριού και η ζωοκλοπή. Όλα τα λυντσαρίσματα ήταν «ιδιωτικά»,
έγιναν δηλαδή από δύο ή τρία άτομα, συνήθως συγγενείς και φίλους του
θύματος, που θεώρησαν σωστό να αυτοδικήσουν και να τιμωρήσουν τους
ενόχους. Στην περίπτωση, όμως, των John M. Holmes και Thomas H. Thurmond, ένας αγριεμένος όχλος 10.000 ατόμων πήρε τον ρόλο του εκδικητή και τιμωρού για τους απαγωγείς και δολοφόνους του νεαρού Brooke Hart.
Η ιστορία αρχίζει και τελειώνει στην
κωμόπολη του San Jose, στην Καλιφόρνια, μια μικρή, ήσυχη αλλά και
ανεπτυγμένη πόλη, 350 μίλια βόρεια του Los Angeles. Κυρίως αγροτική,
κατά τις δεκαετίες του 1910 και 1920, με βασική καλλιέργεια αυτή του
δαμάσκηνου, η πόλη του San Jose και η ευρύτερη περιοχή παράγουν, κατά
την δεκαετία του 1930, το 25% της παγκόσμιας παραγωγής. Την ίδια
δεκαετία η περιοχή αρχίζει να μετατρέπεται από αγροτική σε αστική και
βιομηχανική. Δημιουργούνται εργοστάσια συσκευασίας και κονσερβοποίησης
του φρούτου, αυτοκινητοβιομηχανίες, αναπτύσσονται οι συγκοινωνίες και
την θέση των οπωρώνων καταλαμβάνουν –αργά αλλά σταθερά- κατοικίες για
να φιλοξενήσουν τον κόσμο που εγκαθίσταται στο San Jose. Την ίδια
περίοδο αρχίζουν να μπαίνουν οι βάσεις της βιομηχανίας ηλεκτρονικών. Η
πόλη ακμάζει και οι κάτοικοί της ευημερούν.
Όχι όμως όλοι. Ας μην ξεχνάμε πως
βρισκόμαστε στην Αμερική της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποτοαπαγόρευσης, με
το έγκλημα να αναπτύσσεται ραγδαία σε όλα τα αστικά κέντρα. Οι γόνοι
εύπορων οικογενειών γίνονται στόχος απαγωγών για λύτρα και, μόλις τον
προηγούμενο χρόνο, η Αμερική έχει συγκλονιστεί από την υπόθεση της
απαγωγής του μωρού του Charles Lindbergh.
Την ίδια χρονιά με την απαγωγή του Brooke Hart, έγιναν άλλες οκτώ σε
εθνικό επίπεδο, με τα λύτρα να ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες
χιλιάδες δολλάρια.
Οι απαγωγείς
Ο John Holmes
γεννήθηκε το 1904 στο Los Angeles και σε ηλικία 11 ετών μετακόμισε, με
την οικογένειά του, στο San Jose της Καλιφόρνια, όπου ο πατέρας του
άνοιξε ένα ραφείο. Με σκληρή δουλειά, ο Holmes ο πρεσβύτερος, κατάφερε
να δημιουργήσει μια ανθούσα επιχείρηση και ο ίδιος να αποτελέσει μιαν
εξέχουσα φυσιογνωμία στην κοινωνία του San Jose.
Αν και μεγάλωνε μέσα σ’ ένα υγιές
οικογενειακό περιβάλλον, ο John υπήρξε ιδιαίτερα ανήσυχος έφηβος. Ήταν
ένα ψηλό και σωματώδες παιδί, ατρόμητο και εκδηλωτικό, ιδιαίτερα
κοινωνικό. Έκανε εύκολα φίλους και ήταν πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους
συνομηλίκους του, καθώς ήταν και ένα από τα αστέρια του ποδοσφαίρου στο
σχολείο του. Εξαιρετικά παρορμητικός και θρασύς ταυτόχρονα,
διαπληκτίστηκε έντονα με έναν από τους καθηγητές του, με αποτέλεσμα την
οριστική αποβολή του από το γυμνάσιο του San Jose. Ο νεαρός John κάθε
άλλο παρά πτοήθηκε από το συμβάν, και το εξέλαβε ως μια αναπάντεχη
ευκαιρία ανεξαρτητοποίησης από την πατρική εστία.
Έπιασε δουλειά ως πωλητής σ’ ένα
κατάστημα ηλεκτρικών ειδών και στα είκοσί του ήταν ήδη παντρεμένος με
μια κοπέλα της περιοχής. Στα 24 ήταν οικογενειάρχης με δυο παιδιά και
ζούσε στο, σχεδόν ερημωμένο χωριό Half Moon Bay, στην Κομητεία του San
Mateo. Εργαζόταν σ’ ένα βενζινάδικο της περιοχής, όπου μαζεύονταν οι
τραμπούκοι και οι μικροεγκληματίες της πόλης και εξιστορούσαν τα
«κατορθώματά» τους στον διψασμένο για περιπέτειες (και χρήμα) νεαρό
υπάλληλο. Ο Holmes άρχισε να ονειρεύεται περιπέτειες, χρήμα και την
διάπραξη του «τέλειου εγκλήματος», χωρίς να μοιράζεται τις σκέψεις του
με κανέναν, ούτε να απασχολήσει, με τις πράξεις του, τις αρχές.
Το 1932, και σε ηλικία 28 ετών, εργαζόταν
ως πωλητής σε μια εταιρία καυσίμων. Σε κάποιο ταξίδι του στο San Jose,
για το πλασάρισμα των προϊόντων της, επισκέφθηκε ένα βενζινάδικο, όπου
εργαζόταν ο Thomas Thurmond.
Οι δυο άντρες, αν και διέφεραν στον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία,
είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ο Thurmond είχε γεννηθεί σε μια
φάρμα, το 1906, και είχε εγκατασταθεί κι αυτός, όπως ο Holmes, με την
οικογένειά του στο San Jose σε ηλικία 11 ετών. Παράτησε το σχολείο και
άλλαζε την μια κακοπληρωμένη δουλειά μετά την άλλη. Για την αξιοπρεπή
του οικογένεια (είχε άλλα πέντε αδέλφια, όλα αποκατεστημένα και με καλές
δουλειές) αποτελούσε το μαύρο πρόβατο. Αν και συναναστρεφόταν κι αυτός
κακοποιούς, ουδέποτε είχε δώσει αφορμή για ν’ ασχοληθεί μαζί του η
αστυνομία.
Οι δύο νέοι έγιναν γρήγορα φίλοι, καθώς
μοιράζονταν κι ένα ακόμη κοινό ενδιαφέρον: τη δίψα τους για χρήμα και
την ανυπαρξία αναστολών, ως προς τον τρόπο και τις μεθόδους απόκτησής
του. Έτσι αποφάσισαν να περάσουν, από τα όνειρα και τις θεωρίες, στην
πράξη. Χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες του Holmes από την θέση του στην
εταιρία καυσίμων, σχεδίασαν και πραγματοποίησαν την απαγωγή και ληστεία
ενός ταχυδρόμου της Union Oil Company. Απελευθέρωσαν το θύμα τους σώο
και αβλαβές και οι ίδιοι έγιναν πλουσιότεροι κατά 716 δολάρια, τεράστιο
ποσό για τα δεδομένα της Αμερικής, που την εποχή εκείνη βίωνε την
σκληρότερη οικονομική ύφεση. Μια εβδομάδα αργότερα επανέλαβαν το ίδιο
με έναν υπάλληλο της Shell Oil Company και το κέρδος τους ήταν άλλα 700
δολάρια. Και πάλι το θύμα τους αφέθηκε ελεύθερο και οι ίδιοι έμειναν
ασύλληπτοι. Πίστεψαν πως είχαν καταφέρει το τέλειο έγκλημα και
αποφάσισαν πως ήταν ώρα να προχωρήσουν σε μεγαλύτερα –και πιο επικερδή-
σχέδια.
Το θύμα
Ο Brooke Hart ήταν ο μοναχογιός του Alex J. Hart, γιου ενός εβραίου μετανάστη και ενσαρκωτή του αμερικανικού ονείρου, του Leopold Hart,
ο οποίος έφτασε πάμπτωχος στην Αμερική και κατάφερε, μέσα σε λίγα
χρόνια, να δημιουργήσει μιαν αξιοσέβαστη περιουσία. Το μικρό κατάστημα
γενικού εμπορίου του Leopold, είχε γίνει ένα διώροφο πολυκατάστημα, που
από το 1866 που πρωτοάνοιξε τις πόρτες του, βρισκόταν στην ίδια θέση,
στην καρδιά του San Jose. Την εποχή της απαγωγής οι Hart απασχολούσαν
200 υπαλλήλους και είχαν την πιο ανθηρή επιχείρηση της κομητείας.
Ο Brooke Hart γεννήθηκε το 1911, τρίτο
παιδί της οικογένειας, μετά από δύο κορίτσια. Ο Alex ήταν περήφανος για
τον γιο του και τον προόριζε για διάδοχο στην επιχείρηση και κληρονόμο
της μεγάλης περιουσίας. Χαρισματικός, όμορφος και έξυπνος, o Brooke
ήταν ένας εξαιρετικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Santa Clara και ο
πιο περιζήτητος εργένης της περιοχής. Αποτελούσε την ψυχή της παρέας
και αγαπούσε τις διασκεδάσεις και τα γρήγορα αυτοκίνητα.
Ταυτόχρονα ήταν ένας νέος άνθρωπος που
εργαζόταν σκληρά στην οικογενειακή επιχείρηση. Από την ηλικία των επτά
ετών ο πατέρας του τον έπαιρνε στο κατάστημα και μέχρι τα 22 του ο
Brooke είχε περάσει από όλες τις θέσεις. Είχε δουλέψει στην αποθήκη,
στο ταμείο, στο λογιστήριο, στις πωλήσεις. Είχε μάθει την δουλειά
καλύτερα από τον καθένα και επρόκειτο να την αναλάβει μετά την
αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο.
Τίποτα από αυτά, όμως δεν ήταν γραφτό να γίνει, καθώς ο Brooke απήχθη και δολοφονήθηκε στις 9 Νοέμβρη του 1933.
Συνεχίζεται