Αρχαίοι τάφοι στο βουνό των Ελαιών
Το γεγονός πως τα Ιεροσόλυμα,πριν από την κατάληψή τους από τον βασιλιά των Εβραίων Δαυίδ, ήταν ελληνική πόλη, μας το μαρτυρούν πλείστοι αρχαίοι συγγραφείς. Ακόμα και ο εβραίος ιστορικός Ιώσηπος αποκαλεί την πόλη με το πραγματικό της όνομα, “Σόλυμα”. Όμως ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι Σόλυμοι ήσαν απόγονοι των Κρητών.
“Απ’αυτούς οι Κάρες ήλθαν στην Ήπειρο από τα νησιά, γιατί παλαιότερα ήσαν υπήκοοι του Μίνωα, με το όνομα Λέλεγες και κατοικούσαν στα νησιά.. Όσο για τους Λυκίους, η παλιά τους καταγωγή είναι κρητική. Φιλονείκησαν όμως για την βασιλεία της Κρήτης με τα παιδιά της Ευρώπης, ο Σαρπηδών και ο Μίνως. Στην διαμάχη επεκράτησε ο Μίνως και έδιωξε τον Σαρπηδόνα μαζί με τους οπαδούς του. Εκείνοι, όταν τους έδιωξε, πήγαν στην Ασία, στην περιοχή της Μιλυάδος. Γιατί η χώρα που σήμερα κατοικούν οι Λύκιοι, παλιά λεγόταν Μιλυάς και οι Μιλύες ονομάζονταν τότε Σόλυμοι”.
Αργότερα οι Σόλυμοι εποίκησαν την χώρα της Παλαιστίνης, όπου ίδρυσαν την πόλη στους πρόποδες του όρους Σιών. Το όνομα Σιών προέρχεται κι αυτό από την δωρική λέξη “σιός”, που σημαίνει Θεός. Στην κορυφή του όρους εκείνου, έκτισαν και τον ναό του πολιούχου θεού της πόλεος, του μεγίστου θεού των ελλήνων. Ο ναός ονομάσθηκε “Διός Σολυμέως”.
Αργότερα μετά την κατάληψη της πόλεως το 1026π.χ. από τον Δαυίδ, γκρέμισαν το ναό του Διός, στα ερείπια του οποίου έκτισε ο Σολομών τον περιώνυμο ναό του, όπου και μετέφερε την “κιβωτό της διαθήκης”. Τα Σόλυμα οι εβραίοι στην Π.Δ. τα αποκαλούν Σαλήμ ή Γιερούσαλαημ, εξ ου και Ιεροσόλυμα. Γράφει ο Ιώσηπος στην “Ιουδαϊκή αρχαιολογία” του:
“Επειδή επί της εποχής του Αβραάμ του προγόνου μας, η πόλη λεγόταν Σόλυμα. Πολλοί λένε ότι και ο Όμηρος τα αποκαλεί Σόλυμα. Την δε προσωνυμία “Ιερό” οι Εβραίοι έβαλαν αργότερα. Ήταν κατά την εποχή που με την στρατιά του Ιησού κατά των Χαναναίων και του πολέμου, κατά τον οποίο οι Χαναναίοι κράτησαν (την πόλη), που (ο Ιησούς) κατένειμε στους Εβραίους, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν να διώξουν (τους Χαναναίους), από τα Ιεροσόλυμα, μέχρι που την πολιόρκησε ο Δαυίδ..”.
Ψηφιδωτό από την Ιερουσαλήμ
Πολύ αργότερα, κατά την ελληνιστική εποχή, η πόλη ήταν αμιγώς εβραιοκατοικούμενη, όμως “πόλις” με βάση τα ελληνικά κριτήρια δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, επειδή δεν είχε ούτε δήμο, ούτε βουλή, ούτε τις κύριες προϋποθέσεις για να έχει τα δικαιώματα της πόλεως. Δεν είχε ούτε γυμναστήριο, ούτε εφηβείο, ούτε σχολείο, ούτε αγορά. Μόνο όταν ο ελληνοτραφής αρχιερέας της πόλεως Ιάσων δημιούργησε αργότερα εκείνες τις προϋποθέσεις, της απένειμε ο Αντίοχος Γ’ το δικαίωμα να αποκαλείται “πόλις”.
Ψηφιδωτά από την Ιερουσαλήμ- (Israel Museum Art Garden
Αυτή όμως η επαναστροφή της παλαιάς πρωτεύουσαν των εβραίων σε ελληνική πόλη, εξαγρίωσε τους Μακκαβαίους, που ξεσηκώθηκαν κατά των ελληνικών πόλεων, με τις γνωστές από την ιστορία βιαιοπραγίες, που κράτησαν πάνω από έναν αιώνα.
Οι Λέλεγες στη Μικρά Ασία
Στην Ιλιάδα βρίσκουμε τους Λέλεγες να είναι σύμμαχοι των Τρώων (Κ 429), μολονότι η πατρίδα τους δεν προσδιορίζεται. Διακρίνονται από τους Κάρες, με τους οποίους τους συγχέουν μεταγενέστεροι συγγραφείς. Ο βασιλιάς τους είναι ο Άλτης και η πόλη τους, η Πήδασος καταστρέφεται από τον Αχιλλέα. Ο Αλκαίος (7ος ή 6ος αιώνας π.Χ.) ονομάζει την Άντανδρο στην Τρωάδα «Λελέγειο», αλλά αργότερα ο Ηρόδοτος το υποκαθιστά με το επίθετο «Πελασγικός», και έτσι ίσως οι δύο όροι ήταν σε μεγάλο βαθμό συνώνυμοι για τους `Ελληνες.
Ο Παυσανίας λέει ότι ο διάσημος ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο ήταν πανάρχαιος και οι Λέλεγες και οι Λυδοί τον χρησιμοποιούσαν πριν την άφιξη των Ιώνων για τη λατρεία της «Κυρίας της Εφέσου», που οι Έλληνες αργότερα ονόμασαν Άρτεμι.
Ο Φερεκύδης (περ. 480) γράφει ότι οι Λέλεγες κατοικούσαν στην παραλιακή ζώνη της Καρίας, από την Έφεσο ως τη Φώκαια και στις νήσους Σάμο και Χίο, τοποθετώντας τους Κάρες νοτιότερα. Ακόμα και ο Στράβων, αιώνες αργότερα, αποδίδει στους Λέλεγες μία ξεχωριστή ομάδα μικρών κάστρων, τύμβων και κατοικιών από την Αλικαρνασσό μέχρι τη Μίλητο στα βόρεια. Ο Πλούταρχος επίσης υπονοεί την ιστορική ύπαρξη Λελέγων ως υποταγμένων δουλοπαροίκων στις Τράλλεις στο εσωτερικό.
Οι Λέλεγες στην Ελλάδα και το Αιγαίο
Στον κατάλογο του Ησιόδου, ένα μοναδικό σπάραγμα (Kinkel, Epicorum Graecorum Fragmenta I, 136 – Leipzig, 1877) τοποθετεί τους Λέλεγες κατά την μυθολογική εποχή του Δευκαλίωνα στη Λοκρίδα της κεντρικής Ελλάδας. Αλλά μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. κανένας άλλος συγγραφέας δεν τους τοποθετεί δυτικά του Αιγαίου. Η σύγχυση με τους Κάρες (μετανάστες κατακτητές όπως οι Λυδοί και οι Μυσοί) οδήγησε στο συμπέρασμα του Καλλισθένους ότι οι Λέλεγες συμμάχησαν με τους Κάρες σε επιδρομές στα ελληνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος (1.171) γράφει ότι οι Λέλεγες ήταν λαός των νησιών του Αιγαίου, υποτελής στον Μίνωα, που διώχθηκε από τις αρχικές του εστίες από τους Δωριείς και τους Ίωνες, οπότε και κατέφυγαν στην Καρία και ονομάσθηκαν Κάρες. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος ήταν Ίωνας που γεννήθηκε στην Καρία.
Σχέσεις ελλήνων – εβραίων στην αρχαιότητα
Οι Εβραίοι γνώριζαν τους Έλληνες πριν την εισβολή των Μακεδόνων; Όπως φαίνεται στο βιβλίο της Γένεσης, από τον πίνακα των αναφορών εθνών, η λέξη γιαβάν αποδίδεται ως Ίωνες, το όνομα που απέδωσαν όλοι οι λαοί της εγγύος ανατολής στους Έλληνες. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε μυκηναϊκή κεραμική και στις δύο πλευρές του ενώ στον Σαμουήλ Β΄ αναφέρεται ότι ο βασιλεύς Δαβίδ χρησιμοποίησε μισθοφόρους από την Κρήτη. Μετά από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία οι εβραίοι έμποροι ταξίδεψαν σε όλα τα σημεία της περσικής αυτοκρατορίας. Με τη σειρά τους έλληνες μισθοφόροι πολέμησαν στην Παλαιστίνη επ’ αμοιβή των Φαραώ της Αιγύπτου. Πάπυροι που ανακαλύφθηκαν τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στα σπήλαια της Νεκρής Θάλασσας, ρίχνουν ιδιαίτερο φως σε μια περίοδο που έλειπε από τις πηγές μας ως τώρα. Ο Ψαμμήτιχος, αρχηγός των αιγύπτιων Λιβύων, έγινε με τη βοήθεια ελλήνων μισθοφόρων Φαραώ της Αιγύπτου και ιδρυτής της εικοστής έκτης δυναστείας, στο έτος 655 Π.Κ.Ε. [1]. Αποδείχθηκε ικανός και δραστήριος κυβερνήτης, ικανός να αναγνωρίζει τις αλλαγές και να αναπροσαρμόζεται ανάλογα. Χαιρέτισε τους Έλληνες και τους έχτισε δύο μεγάλα φρούρια για τη φύλαξη των ασιατικών και λιβυκών συνόρων.
Για τους Μακκαβαίους
Ο εβραίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (Josephus) έζησε από το 38 – 107 μ.Χ. κι έγραψε δύο σημαντικά έργα: «Περί του Ιουδαϊκού πολέμου» και «Ιουδαϊκή Αρχαιότητα». Το πρώτο μισό του βιβλίου επαναλαμβάνει τη βιβλική ιστορία, με κάποια συμπύκνωση και καλλωπισμό, αλλά όταν γράφει για την ελληνιστική περίοδο στηρίζεται σε επίσημες αρχεία και διάφορους συγγραφείς της ελληνιστικής περιόδου όπως είναι ο Βηρωσσός και ο Μανέθων, ενώ για την επανάσταση των Μακκαβαίων στηρίζεται στο Μακκαβαίων Α΄.
Το Μακκαβαίων Α΄ και Β΄ τμήμα των Απόκρυφων, είναι οι κύριες πηγές μας για την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Ασμόνειας εξέγερσης. Η Ασμόνεια εξέγερση ήταν μια ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση, που οδήγησε σε μια σύντομη, αλλά σημαντική ανεξαρτησία τους Εβραίους της Παλαιστίνης, πριν την τελική ρωμαϊκή κυριαρχία. Την εξέγερση καθοδήγησε η οικογένεια του ιερατικού τάγματος των Ασμοναίων κατά τον δεύτερο αιώνα Π.Κ.Ε. και ήταν μια λαϊκή κατ’ ουσίαν προσπάθεια για θρησκευτική ανεξαρτησία και πολιτική αυτονομία. Ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης και των Σελευκιδών, οι οποίοι απείλησαν τους Εβραίους και τη θρησκεία τους. Εν τέλει η εξέγερση των Ασμοναίων έφερε την τελευταία αληθινή ανεξαρτησία για το εβραϊκό έθνος, καθώς προσέλκυσε επίσης την προσοχή της Ρώμης, της δύναμης που έθεσε τέλος στην εβραϊκή ανεξαρτησία και διασκόρπισε τους Εβραίους. Το βιβλίο Μακκαβαίων Α΄ αναφέρεται συνοπτικά στην ιστορία της ελληνικής αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο έως τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή. Το υπόλοιπο του βιβλίου ασχολείται με την περίοδο της επανάστασης των Μακκαβαίων, ως το θάνατο του Σίμωνα (135 Π.Κ.Ε..). Το Μακκαβαίων Β΄ περιγράφει τις νίκες του Ιούδα Μακκαβαίου. Περιλαμβάνει επίσης στις αφηγήσεις του εκτός από αγγέλους, θαύματα και την ιδέα της ανάστασης εκ νεκρών και τα γεγονότα πριν από την επανάσταση. Πρακτικά είναι η μόνη πηγή από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε υλικό για τις επιπτώσεις του διατάγματος εξελληνισμού των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ
Μία άλλη αφήγηση, σημαντική για την ερμηνεία των γεγονότων της Ιουδαίας, βρίσκεται στο βιβλίο Σοφία Μπεν Σιράχ (Σοφία Σειράχ). Πρακτικά είναι το μόνο βιβλίο για το οποίο έχουμε γνώση του συντάκτη. Ο εγγονός του μετέφρασε το βιβλίο στα Ελληνικά σε περίπου 132 Π.Κ.Ε.. περίπου πενήντα 50 χρόνια μετά τη συγγραφή του από τον Μπεν Σιράχ. Ο Μπεν Σιράχ ήταν ένας λόγιος που αφιέρωσε τη ζωή του στην εκπαίδευση της νεολαίας και στο κήρυγμα της ηθικής. Το βιβλίο του περιέχει αρκετούς υπαινιγμούς και νύξεις για τις δοκιμασίες του ιουδαϊκού λαού κατά το 180 Π.Κ.Ε. Υπαινίσσεται την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των φτωχών και τονίζει το μεγάλο σχίσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών. Κατανοώντας τον πολιτισμικό κίνδυνο του Ελληνισμού πάλεψε ενάντιά του. Επιδιώκοντας να συγκρατήσει την ιουδαϊκή νεολαία από την οποιαδήποτε έλξη ασκούσε πάνω της ο ελληνιστικός τρόπος ζωής γράφει: «Μην επιδιώκετε να κατανοήσετε αυτό που σας φαίνεται θαυμαστό και μην αναζητάτε ό,τι είναι κρυμμένο από σας». Με τη σειρά του ο Μπεν Σιράχ θεωρεί πως ο «φόβος του Θεού είναι το θεμέλιο όλης της σοφίας».
Οι σύγχρονοι ιστορικοί που εξετάζουν αυτά τα κείμενα απορούν πόσο εξελληνισμένοι ήταν οι Εβραίοι στην πραγματικότητα. Δυστυχώς τα έργα των μεγάλων ιστορικών της ελληνιστικής περιόδου έχουν χαθεί και όσα σώζονται είναι αποσπασματικά. Οι περισσότερες από τις πηγές των σύγχρονων ιστορικών στηρίζονται σε ιουδαϊκά κείμενα, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επανάληψη της βιβλικής ιστορίας και την εξιστόρηση των γεγονότων από την άποψη του αν ήταν καλά ή κακά ενώπιον του Θεού. Αν κάποια ιστορική αναφορά δεν ήταν τμήμα της εβραϊκής «κανονικής» λογοτεχνίας, οι ραβίνοι δεν ενδιαφέρονταν για τη διατήρησή της. Για την περίοδο, λοιπόν, μεταξύ του τέταρτου αιώνα και της πρώιμης χριστιανικής εποχής, οι μελετητές στηρίζονται στα απόκρυφα βιβλία, τα οποία διατηρήθηκαν σε ελληνικές και λατινικές μεταφράσεις από τους πρώτους χριστιανούς πατέρες και είναι πλέον τμήμα της Παλαιάς Διαθήκης στη Βίβλο της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας.
________________________________________________
[1] Π.Κ.Ε.=Προ Κοινής Εποχής. Οι όροι Κοινή Χρονολογία (Κ.Χ.), Κοινή Εποχή (Κ.Ε.), Χριστιανική Εποχή ή Παρούσα Εποχή αφορούν την περίοδο που ξεκινάει από το έτος 1 και εντεύθεν.
πηγές:
“Η μεθοδευμένη δολοφονία του πολιτισμού”- Γεώργιος Ιεροδιάκονος
http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=print&sid=43
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%B5%CF%82
Πηγή