Ο θάνατος του Στέφανου Σαράφη: Δυστύχημα ή δολοφονία; – Ι


Στον κύκλο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισαν κατά καιρούς οι πολιτικές δολοφονίες, που διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις της εποχής τους. Σε άμεσο ή απώτερο χρόνο, οι περισσότερες από αυτές διαλευκάνθηκαν τόσο ως προς το «στενό» ποινικό τους μέρος όσο και ως προς την ευρύτερη πολιτική τους στόχευση. Σε λίγες, μόνο, περιπτώσεις, οι δράστες ή τα ακριβή κίνητρά τους παρέμειναν στην αχλή του μυστηρίου, τροφοδοτώντας έκτοτε ποικίλες θεωρίες και συνακόλουθες ιστορικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις. Μια τέτοια περίπτωση, αποτελεί αναμφισβήτητα ο θάνατος κάτω από περίεργες συνθήκες του στρατηγού του Ε.Λ.Α.Σ. και βουλευτή της Ε.Δ.Α. Στέφανου Σαράφη, τον Μάιο του 1957…    

Δύο παρά είκοσι το μεσημέρι της Παρασκευής 31η Μαΐου 1957. Ο 67χρονος (γεννημένος στα Τρίκαλα το 1890) στρατηγός Στέφανος Σαράφης, αρχηγός του Ε.Λ.Α.Σ., βουλευτής του κόμματος της Ε.Δ.Α. και γενικός γραμματέας του Γενικού Συμβουλίου της μαζί με την 44χρονη σύζυγό του Αγγλοαυστριακή Μάριον Πάσκο (1913-1999), διαπρεπή αρχαιολόγο, διέσχιζαν την άσφαλτο της παραλιακής λεωφόρου Ποσειδώνος στο ύψος του Αλίμου όπου διέμεναν (κοντά στην αμερικανική βάση του Ελληνικού), προς το παραλιακό μέτωπο. Μια ανοικτή Μπουίκ Κονβέρτιμπλ, με αριθμό κυκλοφορίας ΞΑ 1941 και οδηγό τον Ιταλοαμερικανό υποσμηνία Μάριο Μουζάλι, ο οποίος υπηρετούσε στην 22η Μοίρα Διαβιβάσεων στην αμερικανική βάση του Ελληνικού, έτρεχε σε μια ξέφρενη κούρσα με κατεύθυνση την Αθήνα. Αυτόπτες μάρτυρες -μεταξύ των οποίων, ο τροχονόμος Μικράκης που βρισκόταν στη διασταύρωση της Ποσειδώνος με την οδό Γερουλάνου, καθώς και η Καλλιόπη Κυριακοπούλου, υπάλληλος περιπτέρου στην παραλιακή λεωφόρο- θα δηλώσουν αργότερα πως η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν «ιλιγγιώδης» (κάποιοι είπαν πως υπερέβαινε τα 140 χλμ.). Το ζεύγος Σαράφη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η Μπουίκ τους κτύπησε με σφοδρότητα και τους έριξε αιμόφυρτους στην άσφαλτο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου κατάφερε να σταματήσει το αυτοκίνητο αρκετά μέτρα πιο κάτω, με το καπό εντελώς παραμορφωμένο από τη σύγκρουση.

Αμέσως, γύρω από τους δύο σοβαρά τραυματισμένους συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος και διερχόμενοι οδηγοί μετέφεραν τον Σαράφη και τη γυναίκα του στην Κλινική «Κυανούς Σταυρός», ενώ ο Μουζάλι παραλήφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Άλεν και τον λοχαγό Ο’ Χάρα και μεταφέρθηκε στη βάση του Ελληνικού. Στις 2.45’, μία ώρα μετά το τροχαίο, ο Σαράφης υπέκυψε στα βαρύτατα τραύματά του. Η σύζυγός του, λόγω της κρίσιμης κατάστασης μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Το ίδιο βράδυ, όταν συνήλθε, ρώτησε για την τύχη του άντρα της και οι γιατροί την καθησύχασαν λέγοντάς της ότι είναι καλά και νοσηλεύεται σε άλλο θάλαμο. Έμαθε την αλήθεια από τη μητέρα της που είχε έρθει από την Αγγλία, όταν πια ο Σαράφης είχε ήδη κηδευτεί. Αργότερα, θα περιγράψει το γεγονός στο βιβλίο της «Ο στρατηγός Σαράφης όπως τον γνώρισα»: «Το πρωί εκείνης της μέρας είχαμε ανέβει μαζί στην Αθήνα.

Εγώ τελείωσα γρήγορα τις δουλειές μου και κατέβηκα νωρίτερα στον Άλιμο, ενώ ο Στέφανος πήγε, όπως συνήθως, στα γραφεία της ΕΔΑ. Κατά τη 1, γύρισε στο σπίτι. Ήμουν απασχολημένη με κάποια δουλειά του σπιτιού και τον ρώτησα: “Να την τελειώσω ή θέλεις να πάμε αμέσως στη θάλασσα για μπάνιο;”. Όπως πάντα, ήθελε να πάμε αμέσως. Έτσι φορέσαμε τα μαγιό, πήραμε την τσάντα με τις πετσέτες και ξεκινήσαμε. Λίγο παραπάνω απ’ την αγορά Αλίμου, προς την κατεύθυνση της Αθήνας πήγαμε να διασχίσουμε την παραλιακή λεωφόρο, όταν, φτάνοντας στα όρια της νησίδας ασφαλείας, έγινε το κακό. Φάνηκαν ξαφνικά δύο αυτοκίνητα: Ένα μικρό, μάλλον μαύρο, που προχωρούσε κανονικά κοντά στο πεζοδρόμιο, κι έπειτα μια κούρσα χρώματος μπλε-πράσινου, που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να το προσπεράσει. Αυτή η δεύτερη κούρσα μας χτύπησε. Με το χτύπημα έχασα τις αισθήσεις μου και δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Ο Στέφανος, χτυπημένος βαριά, ξεψύχησε στο νοσοκομείο του Κυανού Σταυρού, στη Λεωφόρο Συγγρού. Εμένα με μετέφεραν στην Αθήνα με σπασμένο το ένα πόδι» (σελ. 136).
Ο Στ. Σαράφης, με τη σύζυγό του Μάριον

Λίγη ώρα μετά τον θάνατο του Σαράφη και ύστερα από πρόσκληση της Ε.Δ.Α., ο γλύπτης Κλέαρχος Λουκόπουλος (1906-1995) πήγε στην κλινική «Κυανούς Σταυρός» με σκοπό να φιλοτεχνήσει το εκμαγείο του νεκρού. Τον Φεβρουάριο 2011, ο γιος του γλύπτη Δημήτρης παρέδωσε το εκμαγείο αυτό στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (Α.Σ.Κ.Ι.) ως ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο.
Το ίδιο βράδυ, στην κλινική έφτασε και ο προϊστάμενος της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Δημήτρης Καψάσκης προκειμένου να εξετάσει το πτώμα του Σαράφη. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση που υπέβαλλε την επομένη στην εισαγγελία Πλημμελειοδικών, το θύμα έφερε «εν κάταγμα ρωγμώδες του αριστερού κροταφικού οστού με αιμοραγίαν […] του εγκεφάλου και πολτοποίησιν της εγκεφαλικής ουσίας, δεξιά και εξ αντιτυπίας κατάγματα των πλευρών από της 5ης μέχρι της 11ης πλευράς, […] ρήξιν του δεξιού πνεύμονος και διπλούν περιπεπλεγμένον κάταγμα της αριστεράς κνήμης κατά την μεσότητα».

Ο Στ. Σαράφης, βαριά τραυματισμένος στο οδόστρωμα της λεωφόρου Ποσειδώνος, λίγα λεπτά μετά το τροχαίο

Και μια ειρωνική λεπτομέρεια: στο σημειωματάριο συναντήσεων του Σαράφη (μια κοινή ατζέντα περιπτέρου), που βρέθηκε πάνω του μετά το δυστύχημα και στην οποία ο στρατηγός σημείωνε τα ραντεβού και τις εκκρεμότητές του καθώς και ορισμένους τηλεφωνικούς αριθμούς (τελευταία ιδιόχειρη καταχώρηση, την Τετάρτη 29 Μαΐου), υπήρχε ειδική ενότητα που περιλάμβανε τα βασικά «Σήματα Τροχαίας Κινήσεως»… Το σημειωματάριο αυτό, βρίσκεται, επίσης, στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (αρχείο Στέφανου Σαράφη, κουτί 1, φάκελος 43).

Το ζήτημα της ετεροδικίας
Η είδηση του θανάτου του Σαράφη κυκλοφόρησε αμέσως, ενώ η εφημερίδα «Η Αυγή» της Ε.Δ.Α., σε έκτακτο παράρτημά της ανήγγειλε την είδηση και έδινε τις πρώτες πληροφορίες σχετικά. Στα γραφεία του κόμματος, στην οδό Ομήρου, άρχισε να συρρέει κόσμος για να πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες του συμβάντος και να εκφράσει τη θλίψη του για το θάνατο του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς. Παράλληλα, από τις αστυνομικές αρχές εκφράζονταν φόβοι για δημιουργία επεισοδίων και για το λόγο αυτό λήφθηκαν προληπτικώς έκτακτα μέτρα ασφαλείας σε επίκαιρα σημεία της Αθήνας (αμερικανική πρεσβεία, Μητρόπολη κ.ά.).

Εντούτοις, μετά τη σύλληψη του Μουζάλι, ανέκυψε σοβαρό πρόβλημα με το ζήτημα της ετεροδικίας. Με βάση την αρχική σύμβαση (που αποτελούσε μέρος της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας του 1953 για την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στον ελληνικό χώρο), οι Αμερικανοί στρατιωτικοί που υπηρετούσαν στην Ελλάδα και τελούσαν ποινικά ή άλλα αδικήματα, είχαν τη δυνατότητα να δικαστούν γι αυτά στις Η.Π.Α. Το καθεστώς αυτό είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα της Αριστεράς και είχε οδηγήσει την κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Κων. Καραμανλή στον καταρτισμό μιας νέας σύμβασης (στις 7 Σεπτεμβρίου 1956) που συμπλήρωνε και τροποποιούσε εν μέρει την προηγούμενη, η οποία όμως δεν είχε κυρωθεί ακόμα από την ελληνική Βουλή. Στην σύμβαση αυτή, που «προσήρμοζε το νομικόν καθεστώς των εν Ελλάδι δυνάμεων των ΗΠΑ προς το ισχύον και έναντι των άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ», προβλεπόταν μεταξύ άλλων ότι «αι ελληνικαί αρχαί δύνανται να ασκήσουν την ποινικήν των διακαιοδοσίαν εναντίον μέλους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων εις τας περιπτώσεις καθ’ ας κρίνουν ότι ενέχει ιδιαιτέραν σημασίαν όπως η διακιοδοσία αύτη ασκηθή υπό των ελληνικών αρχών. Αναγνωρίζεται όμως […] ότι αποτελεί πρωταρχικήν ευθύνην των αμερικανικών αρχών, όπως ασκούν κατά προτεραιότηταν την ποινικήν δικαιοδοσία των δια λόγους τάξεως και πειθαρχίας» (εφημερίδα «Ελευθερία» – 1 Ιουνίου 1957).

Άποψη της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ε.Δ.Α., στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950

Νωρίς το απόγευμα της 31ης Μαΐου, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρεσβευτή Τζωρτζ Άλεν και ζήτησε να αναγνωριστεί, σύμφωνα με τη σύμβαση, η δικαιοδοσία της ελληνικής δικαιοσύνης στην ποινική δίωξη του Μουζάλι, ώστε να τεθεί αυτός στη διάθεση των ελληνικών αρχών. Καθώς η αμερικανική πλευρά εμφανιζόταν διατεθειμένη να συνεργαστεί με την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μην διεγείρει αισθήματα «αντιαμερικανισμού» (είναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό «Time», σε σύντομο ρεπορτάζ του για το θάνατο του Σαράφη στο φύλλο της 10ης Ιουνίου 1957, τόνιζε πως «χάρη στις άμεσες ενέργειες του πρεσβευτή Άλεν, δεν υπήρξαν αντιαμερικανικές εκδηλώσεις ή διαδηλώσεις»), ο Αμερικανός πρέσβης έκανε δεκτό το αίτημα του Έλληνα υπουργού. Έτσι, λίγες ώρες αργότερα, ο αστυνομικός διευθυντής Γεωργίου και ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Ρακιντζής μετέβησαν στην αμερικανική βάση του Ελληνικού για να μεταφέρουν τον Μουζάλι στη Γενική Ασφάλεια, όπου τέθηκε όμως υπό κράτηση αμερικανών στρατονόμων, καθώς στη σύμβαση προβλεπόταν πως «η φρούρησις του κατηγορουμένου θα τελήται εν Ελλάδι», αλλά «αι αρχαί των Ηνωμένων Πολιτειών θα αναλαμβάνουν την φρούρησιν του κατηγορουμένου μέχρι της περατώσεως της διαδικασίας της δίκης». Επιπλέον, στις 10 το πρωί της επόμενης μέρας, Αμερικανοί αξιωματικοί επισκέφθηκαν το κτήριο της Γενικής Ασφάλειας (στην οδό Τοσίτσα) προκειμένου να πάρουν αντίγραφο της δικογραφίας και να εξετάσουν τον Μουζάλι.

Στη Βουλή, τον θάνατο του Σαράφη ανακοίνωσε εκ μέρους της Ε.Δ.Α. ο Ηλίας Ηλιού σημειώνοντας πως «έχομεν επίγνωσιν των συνθηκών του θανάτου του αειμνήστου στρατηγού. Αλλά δεν πρόκειται να κάμωμεν καπηλείαν. Ευχόμεθα το τραγικόν αυτό συμβάν, να δώση την ευκαιρίαν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν και την εθνικήν αντιπροσωπείαν να ρυθμίση επιτέλους και να αποσεισθή από τη χώρα μας το αίσχος της ετεροδικίας». Εξάλλου, τη λύπη τους για το θάνατο του Σαράφη εξέφρασαν και οι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών κομμάτων, ορισμένοι από τους οποίους σημείωσαν και την ανάγκη οριστικής ρύθμισης του θέματος της ετεροδικίας.

Άγιος Ευστράτιος, 1951: ο Στ. Σαράφης (αριστερά, καθιστός) με τους άλλους έξι εξόριστους βουλευτές της Ε.Δ.Α., που εξελέγησαν στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951.

Την ίδια μέρα, με ανακοίνωσή της η Διοικούσα Επιτροπή της Ε.Δ.Α. καλούσε την κυβέρνηση να καταργήσει το «ατιμωτικό καθεστώς της ετεροδικίας», ενώ και η εξόριστη ηγεσία του Κ.Κ.Ε. σε δική της ανακοίνωση σημείωνε πως «η απώλεια του στρατηγού Σαράφη προκάλεσε την οργή και αγανάκτηση του λαού, των πατριωτικών κομμάτων και οργανώσεων, κάθε Έλληνα πατριώτη, ενάντια στο καθεστώς της εθνικής υποδούλωσης, της ετεροδικίας, των εθνικών εξευτελισμών, ενάντια στην εγκατάσταση ατομικών βάσεων στη χώρα μας» (Επίσημα Κείμενα Κ.Κ.Ε., 8ος τόμος, σελ. 237-238).

Η σορός του Στ. Σαράφη εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου, δίπλα στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας και στις 3 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η κηδεία του με τη συμμετοχή αρχηγών κομμάτων (Σοφ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου, Ευάγ. Μπακλατζή), βουλευτών απ’ όλα τα κόμματα, εκπρόσωπων οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης (Ε.Α.Μ., Ε.Δ.Ε.Σ. κ.ά.) και κοινωνικών οργανώσεων, καλλιτεχνών και πλήθους κόσμου. Η κυβέρνηση απαγόρευσε να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στον νεκρό, ενώ δεν παρέστη και κανένας εκπρόσωπός της, γεγονός που δεν άφησε ασχολίαστο η εφημερίδα «Η Αυγή» στο φύλλο της επόμενης μέρας:  «Από το ξόδι το εθνικό, έλειψαν μόνο η υποτέλεια και η κυβέρνησίς της» έγραφε χαρακτηριστικά.

Τρεις μέρες μετά (6 Ιουνίου 1957) άρχισε στη Νομοθετική Επιτροπή της Βουλής η (εσπευσμένη λόγω του θανάτου του Σαράφη) συζήτηση για την κύρωση της σύμβασης περί ετεροδικίας. Το νομοσχέδιο δέχτηκε εκ νέου τα πυρά της αντιπολίτευσης, που υποστήριξε πως δημιουργείται δυσμενέστερο δίκαιο από αυτό που ισχύει για τα άλλα κράτη-μέλη του Ν.Α.Τ.Ο. (Γ. Παπανδρέου – Κόμμα Φιλελευθέρων) και πως η ετεροδικία είναι το σύμπτωμα αλλά η αρρώστια είναι η έλλειψη ανεξαρτησίας της χώρας από τις Η.Π.Α. (Ηλ. Ηλιού – Ε.Δ.Α.). Τελικά, την επομένη το νομοσχέδιο υπερψηφίσθηκε από την Επιτροπή με 33 ψήφους υπέρ και 26 κατά.

Ο Στ. Σαράφης μετά την επιστροφή του από την εξορία (Νοέμβριος 1951).

Όπως σημειώνει ο νομικός Αντώνης Μπρεδήμας στο βιβλίο του «Η ετεροδικία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα», κατά «τα πρώτα μετά τη συμφωνία αυτή χρόνια (1956-1960), η ελληνική πλευρά εφάρμοσε τη συμφωνία, προσαρμοζόμενη τόσο στο γράμμα της […] όσο και στο γενικό πολιτικό κλίμα την εποχής εκείνης. Συγκεκριμένα, από τις 122 υποθέσεις όπου υπήρχε συντρέχουσα δικαιοδοσία, η Ελλάδα παραιτήθηκε στις 116, ήτοι σε ποσοστό 95% περίπου, που ήταν κατώτερο την εποχή εκείνη, μόνο από το ποσοστό της Ιαπωνίας (97%) και αρκετά ανώτερο της Γαλλίας (88%). Η στάση αυτή φαίνεται ότι ακολουθήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρις ότου επήλθε μια αλλαγή στη στάση της Ελλάδας» (σελ. 178).

 Συνεχίζεται...

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013