Αυτή είναι μια ιστορία που δεν λέω συχνά. Υπόσχομαι, ειλικρινά, ότι αυτό με έχει σημαδέψει για μια ζωή και αν και έχω αναζητήσει ψυχολογικές εξηγήσεις για αυτό που άκουσα και φυσικές εξηγήσεις για το τι συνέβη, όλες παραμένουν μη ικανοποιητικές.
Όταν ήμουν παιδί, φοβόμουν το σκοτάδι. Ορκίστηκα στην μητέρα μου ότι άκουσα φωνές κατά την διάρκεια της νύχτα. Δεν ήταν διαβολικές, αλλά δεν ήταν και οικείες και αυτό με τρόμαζε. Δεν ήταν ασυνήθιστο στη μέση της νύχτας για μένα να ξυπνήσω και να ακούσω "ψίθυρους", όπως τους έλεγα ότι τους περιέγραφα στην μητέρα μου. Είπε ότι ήταν απλά "χτυπήματα στη νύχτα" και παιδικοί εφιάλτες. Προσπάθησα πολλές φορές να της εξηγήσω ότι ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, ότι ακούγονται διαφορετικά από οτι οι φωνές των ανθρώπων.
Μερικές νύχτες τρόμαζα τόσο πολύ από τους "ψίθυρους" που πήγαινα να κοιμηθώ στο κρεβάτι της μητέρας μου, μαζί της. Ήταν ένα πρόσθετο μπόνους το γεγονός ότι το μπάνιο βρισκόταν ακριβώς έξω από το υπνοδωμάτιό της, για τις νυχτερινές ανάγκες μου.
Θα ήθελα να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι, όταν περπατούσες στο χωλ για να πας στο μπάνιο, κοιτούσες απευθείας κάτω στις σκάλες που οδηγούσαν στο καθιστικό του πρώτου ορόφου (καθώς το υπνοδωμάτιο της μητέρας μου ήταν στο δεύτερο όροφο)
Μιά από αυτές τις νύχτες, γύρω στα Χριστούγεννα, ξύπνησα κι ένιωσα την ανάγκη να ανακουφιστώ. Βγήκα από το δωμάτιο και διακριτικά άκουσα την λέξη «Κοίτα!» Και προς μεγάλη μου έκπληξη, ένα κόκκινο φως, σχεδόν σαν λεντάκι, φώτιζε επάνω στον τοίχο στο κάτω μέρος της σκάλας. Το φως δεν είχε καμία άλλη πηγή, ήταν αυτοδημιούργητο, κι εγώ ήμουν αποσβολωμένος.
Όντας ένα μικρό παιδί, και επειδή ήταν λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, ήξερα τι ήταν αυτό το φως. Ήταν ο Αι Βασίλης!!! Πως αλλιώς θα μπορούσε να μπει στο σπίτι μου να δει ότι είμαι καλό παιδί. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που ξεκίνησα να κατεβαίνω τις σκάλες, για να τον συναντήσω, ρίχνοντας τον ρυθμό μου μετά το δεύτερο βήμα, καθότι το φως έφευγε από τον τοίχο και ξέφτιζε μέσα στο σκοτάδι του καθιστικού.
Τότε ήταν που τον άκουσα. Μια πολύ ισχυρή, αρσενική φωνή. Διαφορετική από την πρώτη. Δεν είναι καθόλου σαν του πατέρα μου (δεν εννοώ ότι δεν είναι αρσενική, ήταν απλώς διαφορετική). Είπε "Σταμάτα! Τώρα αμέσως. Πήγαινε πίσω στις σκάλες αμέσως. "
Άκουσα, γύρισα, και αυτό που μου συνέβει μετά, δεν είμαι σίγουρος ότι θα το πιστέψει κάποιος αν του διηγηθώ αυτήν την ιστορία. Αφού ανέβηκα τις σκάλες, έκουσα έναν πολύ δυνατό κρότο, που με έκανε να τρέξω πίσω στο κρεβάτι της μητέρας που, όπου χώθηκα αμέσως κάτω από τα σκεπάσματα, και έμεινα εκεί όλο το βράδυ.
Όταν ξυπνήσαμε το επόμενη πρωί, τα Αλεξανδριανά φώτα (μικρά χριστουγεννιάτικα φώτα λουλούδια που έλαμπαν κόκκινα) που είχε βάλει η μητέρα μου στο κιγκλίδωμα κάτω από τις σκάλες είχαν τραβηχτεί κατευθείαν στο κάτω μέρος της σκάλας, μερικά είχαν σπάσει και φαινόντουσαν σαν δάκρυ, μαζεμένα σε μια στοίβα. Ο σοβάς στο καθιστικό είχε πέσει από τον τοίχο. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Ο πατέρας μου ανησυχούσε ότι είχαμε πέσει θύματα διάρρηξης. Η αδερφή μου έκλαιγε.
Δεν υπήρχε τίποτα που λείπει, κανείς δεν μας είχε διαρρήξει, δεν φαινόταν να είχε γίνει κάτι τέτοιο. Και τότε το είδα, αλλά παρέμεινα σιωπηλός γιατί από τον φόβο δεν μπορούσα να βγάλω λέξη από το στόμα μου.
Εκεί, στην άκρη του ξύλινου πάγκου στο πάνω μέρος, υπάρχαν τρία σημάδια φθοράς στις γωνίες, σαν να είχε γδαρθεί κάτι. Κάτι το είχε αρπάξει και το είχε πετάξει κάτω. Αυτός ήταν ο κρότος που είχα ακούσει.
Ήμουν σαν νεκρός. Μετά από εκείνη την ημέρα ποτέ δεν ξανα άκουσα ψίθυρο. Δεν θέλω να φανταστώ τι με περίμενε εκεί κάτω εκείνη την νύχτα, αν υπήρχε κάτι, αλλά μπορώ να πω ότι κάτι υπήρχε μια φυσική παρουσία εκεί κάτω.
Μετά από αυτό δεν ξανα άκουσα ψίθυρο. Το οποίο ειναι λυπηρό, επειδή κατά κάποιον τρόπο, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον άνθρωπο (μυώδης ενέργεια;) που με σταμάτησε από το να κατέβω τις σκάλες. Αυτό έγινε όταν ήμουν 7 (ή 7 και μισό! όπως συνήθιζα να λέω τότε).
Είμαι 20 χρονών τώρα, και εξαιτίας αυτού του περιστατικού, ακόμα φοβάμαι το σκοτάδι. Ειδικά τις σκιερές σκάλες.
Όταν ήμουν παιδί, φοβόμουν το σκοτάδι. Ορκίστηκα στην μητέρα μου ότι άκουσα φωνές κατά την διάρκεια της νύχτα. Δεν ήταν διαβολικές, αλλά δεν ήταν και οικείες και αυτό με τρόμαζε. Δεν ήταν ασυνήθιστο στη μέση της νύχτας για μένα να ξυπνήσω και να ακούσω "ψίθυρους", όπως τους έλεγα ότι τους περιέγραφα στην μητέρα μου. Είπε ότι ήταν απλά "χτυπήματα στη νύχτα" και παιδικοί εφιάλτες. Προσπάθησα πολλές φορές να της εξηγήσω ότι ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, ότι ακούγονται διαφορετικά από οτι οι φωνές των ανθρώπων.
Μερικές νύχτες τρόμαζα τόσο πολύ από τους "ψίθυρους" που πήγαινα να κοιμηθώ στο κρεβάτι της μητέρας μου, μαζί της. Ήταν ένα πρόσθετο μπόνους το γεγονός ότι το μπάνιο βρισκόταν ακριβώς έξω από το υπνοδωμάτιό της, για τις νυχτερινές ανάγκες μου.
Θα ήθελα να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι, όταν περπατούσες στο χωλ για να πας στο μπάνιο, κοιτούσες απευθείας κάτω στις σκάλες που οδηγούσαν στο καθιστικό του πρώτου ορόφου (καθώς το υπνοδωμάτιο της μητέρας μου ήταν στο δεύτερο όροφο)
Μιά από αυτές τις νύχτες, γύρω στα Χριστούγεννα, ξύπνησα κι ένιωσα την ανάγκη να ανακουφιστώ. Βγήκα από το δωμάτιο και διακριτικά άκουσα την λέξη «Κοίτα!» Και προς μεγάλη μου έκπληξη, ένα κόκκινο φως, σχεδόν σαν λεντάκι, φώτιζε επάνω στον τοίχο στο κάτω μέρος της σκάλας. Το φως δεν είχε καμία άλλη πηγή, ήταν αυτοδημιούργητο, κι εγώ ήμουν αποσβολωμένος.
Όντας ένα μικρό παιδί, και επειδή ήταν λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, ήξερα τι ήταν αυτό το φως. Ήταν ο Αι Βασίλης!!! Πως αλλιώς θα μπορούσε να μπει στο σπίτι μου να δει ότι είμαι καλό παιδί. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που ξεκίνησα να κατεβαίνω τις σκάλες, για να τον συναντήσω, ρίχνοντας τον ρυθμό μου μετά το δεύτερο βήμα, καθότι το φως έφευγε από τον τοίχο και ξέφτιζε μέσα στο σκοτάδι του καθιστικού.
Τότε ήταν που τον άκουσα. Μια πολύ ισχυρή, αρσενική φωνή. Διαφορετική από την πρώτη. Δεν είναι καθόλου σαν του πατέρα μου (δεν εννοώ ότι δεν είναι αρσενική, ήταν απλώς διαφορετική). Είπε "Σταμάτα! Τώρα αμέσως. Πήγαινε πίσω στις σκάλες αμέσως. "
Άκουσα, γύρισα, και αυτό που μου συνέβει μετά, δεν είμαι σίγουρος ότι θα το πιστέψει κάποιος αν του διηγηθώ αυτήν την ιστορία. Αφού ανέβηκα τις σκάλες, έκουσα έναν πολύ δυνατό κρότο, που με έκανε να τρέξω πίσω στο κρεβάτι της μητέρας που, όπου χώθηκα αμέσως κάτω από τα σκεπάσματα, και έμεινα εκεί όλο το βράδυ.
Όταν ξυπνήσαμε το επόμενη πρωί, τα Αλεξανδριανά φώτα (μικρά χριστουγεννιάτικα φώτα λουλούδια που έλαμπαν κόκκινα) που είχε βάλει η μητέρα μου στο κιγκλίδωμα κάτω από τις σκάλες είχαν τραβηχτεί κατευθείαν στο κάτω μέρος της σκάλας, μερικά είχαν σπάσει και φαινόντουσαν σαν δάκρυ, μαζεμένα σε μια στοίβα. Ο σοβάς στο καθιστικό είχε πέσει από τον τοίχο. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Ο πατέρας μου ανησυχούσε ότι είχαμε πέσει θύματα διάρρηξης. Η αδερφή μου έκλαιγε.
Δεν υπήρχε τίποτα που λείπει, κανείς δεν μας είχε διαρρήξει, δεν φαινόταν να είχε γίνει κάτι τέτοιο. Και τότε το είδα, αλλά παρέμεινα σιωπηλός γιατί από τον φόβο δεν μπορούσα να βγάλω λέξη από το στόμα μου.
Εκεί, στην άκρη του ξύλινου πάγκου στο πάνω μέρος, υπάρχαν τρία σημάδια φθοράς στις γωνίες, σαν να είχε γδαρθεί κάτι. Κάτι το είχε αρπάξει και το είχε πετάξει κάτω. Αυτός ήταν ο κρότος που είχα ακούσει.
Ήμουν σαν νεκρός. Μετά από εκείνη την ημέρα ποτέ δεν ξανα άκουσα ψίθυρο. Δεν θέλω να φανταστώ τι με περίμενε εκεί κάτω εκείνη την νύχτα, αν υπήρχε κάτι, αλλά μπορώ να πω ότι κάτι υπήρχε μια φυσική παρουσία εκεί κάτω.
Μετά από αυτό δεν ξανα άκουσα ψίθυρο. Το οποίο ειναι λυπηρό, επειδή κατά κάποιον τρόπο, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον άνθρωπο (μυώδης ενέργεια;) που με σταμάτησε από το να κατέβω τις σκάλες. Αυτό έγινε όταν ήμουν 7 (ή 7 και μισό! όπως συνήθιζα να λέω τότε).
Είμαι 20 χρονών τώρα, και εξαιτίας αυτού του περιστατικού, ακόμα φοβάμαι το σκοτάδι. Ειδικά τις σκιερές σκάλες.
alitoteam