Σε μια συγκεκριμένη βουνοπλαγιά κοντά στο Γαρδίκι Ομιλέων, μια φασματική μορφή, η «Γριά», περιφέρεται τα βράδια που το φεγγάρι βρίσκεται στην μικρότερη φάση του ανάμεσα στα έλατα και στα βάτα. Αυτό το φάντασμα είναι επικίνδυνο. Μοχθηρό. Αν έχεις την ατυχία να το συναντήσεις, θα πεθάνεις. Γνώρισα ένα από τα ελάχιστα άτομα που υποτίθεται πως το συνάντησαν και γλίτωσαν. Μια γλυκύτατη γιαγιά, γεμάτη αγνή σοφία του βουνού. Ήταν μακρινή συγγενής μου. Περίεργο, μα ποτέ δεν έμαθα το μικρό της όνομα.Όλοι την προσφωνούσαν με το όνομα του συζύγου της: η γιαγιά η Αχιλλέαινα.
Τώρα πια έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που πέθανε. Όταν την γνώρισα ήταν μεγαλύτερη από 85 ετών. Δεν περπατούσε πολύ. Τους ζεστούς μήνες καθόταν με τις ώρες σε μια φαρδιά καρέκλα, χειροποίητη, που έμοιαζε με τον θρόνο της! Τους χειμώνες τους περνούσε μοιρασμένους πότε στο τζάκι, σε ένα μικρούλι γιατάκι, πότε στο ψηλό κρεβάτι της, τυλιγμένη σε χοντρές βελέντζες. Η μαυροφορεμένη γιαγιά Αχιλλέαινα, εξέπεμπε σεβασμό έως και δέος. Αν, πάλι, αποφάσιζε να σου μιλήσει για την περιπέτειά της, γινόταν πολύ τρομακτική. Τα θολά από τον καταρράκτη μάτια της τρεμοέπαιζαν και βούρκωναν. Τα χείλη της ανοιγόκλειναν κάποιες στιγμές δίχως να βγάζουν ήχους. Εμένα μου μίλησε για την χωρίς φεγγάρι νύχτα που βρέθηκε μπροστά στην «Γριά» κάποιο ανοιξιάτικο σούρουπο…
Ήταν 17 χρονών, νύχτα Μεγάλης Παρασκευής. Πήγε στην εκκλησία για την λειτουργία και γύρω στη μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα κίνησε για το σπίτι της, το οποίο βρισκόταν πολύ μακριά από την πλατεία του χωριού όπου ήταν η εκκλησία της Θεοτόκου. Θα έπρεπε να περπατήσει περίπου τρία τέταρτα με μια ώρα για να φτάσει. Θα έπρεπε, επίσης, να διασχίσει ένα πυκνό κομμάτι του δάσους, τις φτιαγμένες από ξύλο και χώμα γέφυρες δυο ποταμιών, να ανέβει ένα ανηφορικό κακοτράχαλο μονοπάτι τουλάχιστον ενός χιλιομέτρου, να περάσει δίπλα από ένα νερόμυλο που κατά καιρούς εμφανιζόντουσαν αερικά και νεράιδες και, όλα αυτά, σε σκοτάδι πηχτό, με μοναδικό φως την τρεμάμενη φλόγα ενός μικρού φαναριού πετρελαίου. Στα μισά της διαδρομής, ανεβαίνοντας τον κατσικόδρομο, αισθάνθηκε ένα βάρος στο στήθος και ένα σφίξιμο στην κοιλιά. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε. Άκουσε ξερόκλαδα να σπάνε. Ένα μουρμουρητό, ακατάληπτο και εκφοβιστικό. Άκουσε πέτρες να κυλούν. Και μετά είδε το φάντασμα.
Ήταν η «Γριά». Το πλάσμα που σφύριζε σαν φίδι Στεκόταν γύρω στα 10 μέτρα μακριά της, στην άκρη του μονοπατιού. Δεν ξεπερνούσε σε ύψος το 1.60. Ήταν σκυφτή σα να είχε καμπούρα. Φορούσε μαντίλα στο κεφάλι και είχε τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος, σα νεκρή. Η -μετέπειτα- Αχιλλέαινα πανικοβλήθηκε. Η «Γριά» έκανε τρία-τέσσερα βήματα προς το μέρος της και άρχισε να ξεφυσάει, βγάζοντας έναν αποτρόπαιο συριγμό, σαν φίδι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, σαν πυρακτωμένη θράκα. Η Αχιλλέαινα δεν το σκέφτηκε περισσότερο και στράφηκε πάλι προς την κατεύθυνση του χωριού, τρέχοντας. Σύμφωνα με την ίδια, αυτός ήταν ο ένας από τους δύο λόγους που γλίτωσε: η γρήγορη αντίδρασή της. Ο δεύτερος λόγος ήταν πως όσο έτρεχε, προσευχόταν φωναχτά. Η συγχωρεμένη η γιαγιά Αχιλλέαινα, ούτε να ακούσει για το ενδεχόμενο φάρσας. «Εκείνα τα χρόνια παιδάκι μου», μου είπε, «δεν είχαμε μυαλό οι άνθρωποι για πλάκες και για φάρσες, παρά μόνο στο πως να επιβιώσουμε».
Οι «Γριές» είναι ένα μάλλον σύνηθες στοίχειωμα της ελληνικής υπαίθρου, ενώ συναντάται τόσο στα υπόλοιπα Βαλκάνια, όσο και σε ορισμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Μαζί με τους «Αράπηδες» αποτελούσαν –και αποτελούν- έναν μόνιμο τρόμο για τον απλό κόσμο στα χωριά και στα απομακρυσμένα από την βαβούρα του πολιτισμού μέρη.
Πηγή