Της Νίνας Κουλετάκη
«Όταν
βλέπω ένα όμορφο κορίτσι να περπατά στο δρόμο, σκέφτομαι δυο πράγματα:
ένα κομμάτι μου θέλει να την οδηγήσει στο σπίτι μου, να είμαι αληθινά
καλός μαζί της και να της φερθώ όμορφα. Το άλλο κομμάτι μου αναρωτιέται
πώς θα είναι το κεφάλι της καρφωμένο σ’ ένα παλούκι».
Είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα και τον
παππού του: Edmund Kemper. Μόνο που η τρίτη, αυτή, επανάληψη του
ονόματος στην οικογένεια έμελλε να είναι εκείνη που θα κατέγραφε τους
Kemper στην Βίβλο των πλέον ειδεχθών σειριακών δολοφόνων. Στο «Έγκλημα
και Τιμωρία» παρουσιάζουμε την υπόθεση του «Χασάπη των Φοιτητριών», του
«Κυνηγού Κεφαλών», Edmund Emil Kemper III.
Παιδική και νεανική ηλικία, οι πρώτοι φόνοι
Ο Ed Kemper γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1948, στο Burbank της California. Γονείς του ήταν ο Edmund Emil Kemper II (1919 – 1985) και η Clarnell E. Strandberg (1921 – 1973). Ο Ed ήταν το μοναδικό αγόρι και το μεσαίο παιδί της οικογένειας, με μία αδελφή πριν και μία μετά από αυτόν.
Από μικρός επέδειξε μιαν εξαιρετική
ευφυΐα (στην ενήλικη ζωή του θα διαπιστωνόταν ότι ο δείκτης ευφυΐας του
έφθανε στο 145), ταυτόχρονα με μια ανατριχιαστική σκληρότητα προς τα
ζώα. Η κοινωνιοπαθητική του συμπεριφορά εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς. Ήταν
πυρομανής και χρησιμοποιούσε τις κούκλες των αδελφών του για να
μιμείται περίεργες τελετές σεξουαλικού και σαδιστικού περιεχομένου, με
αποκορύφωση τον αποκεφαλισμό τους. Αρεσκόταν να βασανίζει γάτες, με
διάφορους τρόπους: μία, η οποία ήταν και το κατοικίδιο της οικογένειας,
την μαχαίρωσε, μια άλλη την έθαψε ζωντανή, στη συνέχεια την ξέθαψε, της
έκοψε το κεφάλι και το κάρφωσε σ’ ένα ξύλο. Φαντασιωνόταν συχνά ότι
τον εκτελούσαν στην ηλεκτρική καρέκλα και, μάλιστα, είχε εφεύρει ένα
σχετικό παιχνίδι που έπαιζε με τις αδελφές του. Γενικά, ο Ed Kemper,
είχε φτιάξει στο μυαλό του έναν δικό του, φανταστικό και σκοτεινό κόσμο.
Οι ενέργειές του αυτές κάθε άλλο παρά
αγαπητό τον καθιστούσαν, ακόμα και μέσα στην ίδια του την οικογένεια.
Όπως διηγήθηκε ο ίδιος αργότερα, μια φορά η μεγάλη του αδελφή τον
έσπρωξε στο βαθύ μέρος μιας πισίνας και, καθώς δεν ήξερε καλό κολύμπι,
κινδύνεψε να πνιγεί προσπαθώντας να βγει. Ισχυρίστηκε επίσης ότι μια
άλλη φορά τον είχε σπρώξει προκειμένου να τον ρίξει στις ράγες, ενώ ένα
τραίνο πλησίαζε.
Παραδόξως, ο Kemper είχε μια στενή σχέση
με τον πατέρα του και –κυριολεκτικά- συνετρίβη από την απόφαση των
γονιών του να χωρίσουν. Μετά το διαζύγιό τους, το 1957, η μητέρα του
μετοίκησε στην πόλη Helena της Montana, παίρνοντας μαζί και τα τρία της
παιδιά. Η σχέση του Kemper με την μητέρα του δεν ήταν ποτέ καλή αλλά,
μετά από αυτή την μετακόμιση, καταστράφηκε εντελώς. Η Clarnell ήταν μια
βίαιη, αλκοολική γυναίκα με οριακή διαταραχή προσωπικότητας, η οποία
συνεχώς υποτιμούσε και ταπείνωνε τον γιο της. Τις περισσότερες νύχτες
του στο σπίτι στην Helena, o Kemper τις περνούσε κλειδωμένος μέσα σε μια
ντουλάπα, καθώς η Clarnell φοβόταν ότι θα βίαζε την μικρότερή του
αδελφή.
Σε ηλικία 13 ετών το σκάει από το σπίτι
και καταφέρνει να φτάσει στον πατέρα του, στο Van Nuys της California.
Εκεί, προς μεγάλη του απογοήτευση διαπιστώνει ότι ο πατέρας του έχει
ξαναπαντρευτεί και την πατρική στοργή, που δικαιωματικά του ανήκει,
απολαμβάνει ο γιος της δεύτερης συζύγου του. Ο Ed περνάει λίγες μέρες
με τον πατέρα του και την καινούρια του οικογένεια, σύντομα όμως τον
στέλνουν πίσω στη μητέρα του. Η Clarnell είναι εντελώς απρόθυμη να
ξαναβάλει τον Ed στη ζωή της και τον στέλνει στο North Fork της
California, όπου ζουν οι Maude και ο Edmund Kemper I, παππούδες του Ed από τον πατέρα του.
Οι παππούδες ζούσαν σ’ ένα ράντσο, όπου η
Maude έγραφε βιβλία για παιδιά και ο Edmund ασχολιόταν με το αγρόκτημα.
Του Kemper δεν του άρεσε καθόλου η αγροτική ζωή, ούτε το σχολείο της
περιοχής. Παρά την επιβλητική του παρουσία (1.93 μ. ύψος και 120 κ.
βάρος), συχνά παρενοχλείται από τους συμμαθητές του. Αργότερα, σε
συνεντεύξεις του, αποκαλούσε τον παππού του «ξεμωραμένο» και ισχυριζόταν
ότι η γιαγιά του έκανε κουμάντο τόσο σ’ εκείνον όσο και στον ίδιο,
γεγονός που απεχθανόταν.
Η έκρηξη του Kemper συνέβη το απόγευμα της 27ης
Αυγούστου του 1964. Μετά από μια λογομαχία με τη γιαγιά του, ο Ed την
πυροβόλησε στο κεφάλι (μερικές πηγές αναφέρουν ότι προηγουμένως την
μαχαίρωσε), ενώ εκείνη καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και δούλευε πάνω
στο τελευταίο της παιδικό βιβλίο. Όταν επέστρεψε ο παππούς του από το
μπακάλικο όπου είχε πάει για ψώνια, ο Ed τον πυροβόλησε επίσης. Στη
συνέχεια τηλεφώνησε στη μητέρα του και της είπε τι είχε κάνει. Η
Clarnell του είπε επιτακτικά να καλέσει την αστυνομία και να παραδοθεί,
όπως και έγινε.
Στους αστυνομικούς, που τον βρήκαν να
τους περιμένει ήρεμος καθισμένος στο κατώφλι της πόρτας, ο Εd δήλωσε
ότι σκότωσε τη γιαγιά του «για να δει πώς θα αισθανόταν» και τον παππού
του «για να μη στενοχωρηθεί που θα έβλεπε τη γιαγιά σκοτωμένη». Η
ειρωνεία είναι ότι το τουφέκι με το οποίο διέπραξε τους φόνους ήταν το
δώρο που του είχαν κάνει οι παππούδες τα προηγούμενα Χριστούγεννα.
Μετά τη σύλληψή του και την ιατρική
εξέταση που ακολούθησε, ο Ed διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και
εγκλείεται στο Κρατικό Νοσοκομείο του Atascadero για τους Εγκληματικά
Παράφρονες. Η συμπεριφορά του εκεί είναι υποδειγματική. Συνάπτει στενή
σχέση με τον επιβλέποντα ψυχίατρο φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου
να γίνει βοηθός του. Στην ψυχιατρική φυλακή ο Kemper θα παραμείνει για
λιγότερο από πέντε χρόνια. Θα βγει στις 18 Δεκεμβρίου του 1969 (παρά
την αντίθετη γνώμη αρκετών από των γιατρών της φυλακής), ανήμερα στα 21α
γενέθλιά του. Το ύψος του είναι ήδη 2.06 μ. και ζυγίζει 140 κ. Τον
θέτουν υπό την επίβλεψη της μητέρας του και λόγω καλής διαγωγής και
υποτιθέμενης αποθεραπείας, το ποινικό του μητρώο, ως ανηλίκου,
σφραγίζεται.
Τα επόμενα δύο χρόνια και καθώς δεν έχει
ιδιαίτερα προσόντα, θα απασχοληθεί σε διάφορες μικροδουλειές μέχρι που
θα διοριστεί στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, στο Τμήμα Συντήρησης Δρόμων,
ως εργάτης. Η φύση της δουλειάς του θα τον διευκολύνει στους φόνους που
θα ακολουθήσουν. Μέσα σε χρονικό διάστημα εννέα μηνών, από τον Μάιο
του 1972 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1973, θα δολοφονήσει έξι φοιτήτριες,
τις οποίες παίρνει με το αυτοκίνητό του ενώ κάνουν ωτοστόπ. Οι τρόποι
δολοφονίας ποικίλουν και εναλλάσσονται από μαχαίρωμα σε πυροβολισμό και
στραγγαλισμό. Στη συνέχεια τα πτώματα μεταφέρονται σπίτι του όπου και
συνουσιάζεται τόσο με αυτά όσο και με τα κομμένα κεφάλια των κοριτσιών.
Μετά διαμελίζει τα πτώματα και τα θάβει. Συνήθως, πριν τους φόνους,
είχε προηγηθεί κάποιος καυγάς με τη μητέρα του.
Ο
Kemper κατάφερε να διαφύγει την άμεση σύλληψη γιατί είχε γίνει φίλος με
αρκετούς αστυνομικούς, καθώς σύχναζε στο μπαρ The Jury Room (Αίθουσα
Ενόρκων), ένα μπαρ της Santa Cruz όπου σύχναζαν αστυνομικοί και γενικά
άτομα που επέβαλλαν το νόμο. Καθώς δεν τον υποπτεύονταν δεν ήταν λίγες
οι φορές που είχαν συζητήσει μαζί του για την υπόθεση του «Χασάπη των
φοιτητριών».
Συνεχίζεται