Στο χωριό Σβωρόνος Πιερίας έγινε το εξής θαύμα του μακαριστού Γέροντα,
όπως το διηγήθηκε η κυρία Μανουσαρίδου Πολυξένη, σύζυγος Ευσταθίου
Μανουσαρίδη, που έχουν φούρνο επί της οδού Αγίας Βαρβάρας και εργάζονται
μαζί τους ο γιος τους Κωνσταντίνος και η νύφη τους Γιαννούλα.
«Ο οδηγός μεγάλου φορτηγού κύριος Ανέστης Ευαγγελίδης περνώντας, μας
άφησε ένα βιβλίο του Γέροντα, στα τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου του 1992.
Εγώ, αδιαφόρησα στην αρχή ή από κούραση ή από την έλλειψη ευλάβειας. Ο Ανέστης μιλούσε με τον γιο μου και τη νύφη μου και τους έλεγε για τα θαύματα του Γέροντα. Εγώ νευρίασα μέσα μου, για την καθυστέρηση που κάνανε. Αλλά όταν είδα ότι ήταν ο Ανέστης, που τον εκτιμούσα, άρχισα να τον ακούω προσεκτικά και να παρακολουθώ τα θαύματα του Γέροντα που διηγείτο. Τον άκουγα ευχάριστα, ώστε άρχισα να ξεχνώ και τη δουλειά μου.
Μας άφησε το βιβλίο και έφυγε. Εγώ ούτε που το διάβασα και είπα στα παιδιά μου : Διαβάστε το εσείς να το ακούω… Μετά από ημέρες βρήκα το βιβλίο πάνω στο τραπέζι του δωματίου υποδοχής και ενώ συγύριζα το έβαλα σʼ ένα έπιπλο, εκεί ξεχάστηκε το βιβλίο. Δεν το διαβάσαμε αλλά επαναλαμβάναμε τα θαύματα, όπως μας τα διηγήθηκε ο Ανέστης, επειδή μας είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Μια ημέρα, τρίτη βράδυ (5 Αυγούστου νομίζω του 1992), ετοιμαζόμεθα να πάμε κάπου. Μπήκα στο δωμάτιο της υποδοχής και αμέσως είδα ένα φως. Αισθάνθηκα σαν Ανάσταση, σαν να ήταν το άγιο φως. Αλλά είδα αναμμένο το κερί μπροστά από το βιβλίο του Γέροντα.
Το βιβλίο του Γέροντα το είχα στημένο όρθιο στο έπιπλο, σʼ ένα μέρος σαν ντουλαπάκι χωρίς πόρτα. Μπροστά από το βιβλίο υπήρχε ένα κερί διακοσμητικό. Εμείς το είχαμε εκεί από χρόνια για να στολίζει το χώρο. Το κερί ήταν τοποθετημένο μπροστά από το βιβλίο του Γέροντα, από το μέρος που φέρει τη φωτογραφία του. Το κερί που βρέθηκε αναμμένο μπροστά από το βιβλίο δεν το άναψε κανείς. Ρώτησα όλα τα μέλη της οικογένειας μου, τον πατέρα μου ως φιλοξενούμενο, τον σύζυγό μου, τον γιο μου και τη νύφη μου. Είμαι βεβαία ότι το κερί άναψε μόνο του. Στο πάνω μέρος του ραφιού άφησε σημάδι η φλόγα, χωρίς όμως να καεί το ράφι, παρʼ όλο που το ξύλο είναι παλιό και κατάξερο.
Το κερί έκαιγε επί δύο ημέρες πριν το μετακινήσουμε χωρίς να λιώνει… που φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε τελειώσει. Έπειτα όμως το σβήσαμε φοβούμενοι πυρκαγιά επηρεασμένοι και από άλλους που το είδαν. Το μεταφέραμε στη κουζίνα και εκεί το ανάψαμε και έκαψε πάνω από 24 ώρες. Η κυρία Μανουσαρίδου είπε ότι εμείς το θεωρούμε θαύμα 1.) ότι το κερί άναψε μόνο του μπροστά στο βιβλίο του αγίου 2.) ότι το κερί ενώ ακουμπούσε στο βιβλίο του Γέροντα δεν το πείραξε καθόλου η φλόγα παρόλο που το εξώφυλλο ήταν πλαστικό.
Αν δεν είχε ανάψει θαυματουργικώς, φυσιολογικώς έπρεπε να είχε κάψει το βιβλίο, το έπιπλο και όλο το σπίτι. Καλέσαμε τον ιερέα της ενορίας μας, ο οποίος πιστοποίησε το θαύμα. Μετά από το θαύμα αυτό του Γέροντα ανοίξαμε τον τοίχο που επικοινωνεί το δωμάτιο αυτό με το φούρνο και έκτοτε νιώθουμε πολλή ευλογία από τον Γέροντα γιατί η εργασία μας αποδίδει πολύ περισσότερα και έχουμε χαρά στο σπίτι». Η οικογένεια αυτή μετά το θαύμα πήγε επανειλημμένως στο μοναστήρι και μετέφερε και το υπόλοιπο του κεριού, το οποίο και άφησε στις μοναχές.
Εγώ, αδιαφόρησα στην αρχή ή από κούραση ή από την έλλειψη ευλάβειας. Ο Ανέστης μιλούσε με τον γιο μου και τη νύφη μου και τους έλεγε για τα θαύματα του Γέροντα. Εγώ νευρίασα μέσα μου, για την καθυστέρηση που κάνανε. Αλλά όταν είδα ότι ήταν ο Ανέστης, που τον εκτιμούσα, άρχισα να τον ακούω προσεκτικά και να παρακολουθώ τα θαύματα του Γέροντα που διηγείτο. Τον άκουγα ευχάριστα, ώστε άρχισα να ξεχνώ και τη δουλειά μου.
Μας άφησε το βιβλίο και έφυγε. Εγώ ούτε που το διάβασα και είπα στα παιδιά μου : Διαβάστε το εσείς να το ακούω… Μετά από ημέρες βρήκα το βιβλίο πάνω στο τραπέζι του δωματίου υποδοχής και ενώ συγύριζα το έβαλα σʼ ένα έπιπλο, εκεί ξεχάστηκε το βιβλίο. Δεν το διαβάσαμε αλλά επαναλαμβάναμε τα θαύματα, όπως μας τα διηγήθηκε ο Ανέστης, επειδή μας είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Μια ημέρα, τρίτη βράδυ (5 Αυγούστου νομίζω του 1992), ετοιμαζόμεθα να πάμε κάπου. Μπήκα στο δωμάτιο της υποδοχής και αμέσως είδα ένα φως. Αισθάνθηκα σαν Ανάσταση, σαν να ήταν το άγιο φως. Αλλά είδα αναμμένο το κερί μπροστά από το βιβλίο του Γέροντα.
Το βιβλίο του Γέροντα το είχα στημένο όρθιο στο έπιπλο, σʼ ένα μέρος σαν ντουλαπάκι χωρίς πόρτα. Μπροστά από το βιβλίο υπήρχε ένα κερί διακοσμητικό. Εμείς το είχαμε εκεί από χρόνια για να στολίζει το χώρο. Το κερί ήταν τοποθετημένο μπροστά από το βιβλίο του Γέροντα, από το μέρος που φέρει τη φωτογραφία του. Το κερί που βρέθηκε αναμμένο μπροστά από το βιβλίο δεν το άναψε κανείς. Ρώτησα όλα τα μέλη της οικογένειας μου, τον πατέρα μου ως φιλοξενούμενο, τον σύζυγό μου, τον γιο μου και τη νύφη μου. Είμαι βεβαία ότι το κερί άναψε μόνο του. Στο πάνω μέρος του ραφιού άφησε σημάδι η φλόγα, χωρίς όμως να καεί το ράφι, παρʼ όλο που το ξύλο είναι παλιό και κατάξερο.
Το κερί έκαιγε επί δύο ημέρες πριν το μετακινήσουμε χωρίς να λιώνει… που φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε τελειώσει. Έπειτα όμως το σβήσαμε φοβούμενοι πυρκαγιά επηρεασμένοι και από άλλους που το είδαν. Το μεταφέραμε στη κουζίνα και εκεί το ανάψαμε και έκαψε πάνω από 24 ώρες. Η κυρία Μανουσαρίδου είπε ότι εμείς το θεωρούμε θαύμα 1.) ότι το κερί άναψε μόνο του μπροστά στο βιβλίο του αγίου 2.) ότι το κερί ενώ ακουμπούσε στο βιβλίο του Γέροντα δεν το πείραξε καθόλου η φλόγα παρόλο που το εξώφυλλο ήταν πλαστικό.
Αν δεν είχε ανάψει θαυματουργικώς, φυσιολογικώς έπρεπε να είχε κάψει το βιβλίο, το έπιπλο και όλο το σπίτι. Καλέσαμε τον ιερέα της ενορίας μας, ο οποίος πιστοποίησε το θαύμα. Μετά από το θαύμα αυτό του Γέροντα ανοίξαμε τον τοίχο που επικοινωνεί το δωμάτιο αυτό με το φούρνο και έκτοτε νιώθουμε πολλή ευλογία από τον Γέροντα γιατί η εργασία μας αποδίδει πολύ περισσότερα και έχουμε χαρά στο σπίτι». Η οικογένεια αυτή μετά το θαύμα πήγε επανειλημμένως στο μοναστήρι και μετέφερε και το υπόλοιπο του κεριού, το οποίο και άφησε στις μοναχές.