Στην ελληνική μυθολογία, ο Λάδωνας (Λάδων) ήταν ο δράκος που φύλαγε τα χρυσά «Μήλα των Εσπερίδων» στο δένδρο της ζωής, μαζί με τις Εσπερίδες. Αναφέρεται συνήθως ως δράκοντας ή όφις, χωρίς το ιδιαίτερο όνομά του. Το όνομα «Λάδων» προέρχεται όπως φαίνεται από το όνομα του ομώνυμου ποταμού). Ο Λάδων αναφέρεται ως γιος της Γαίας. Ο Ησίοδος τον θεωρούσε «χθόνιον όφιν»
(του εσωτερικού της γης) και στη Θεογονία του γράφει ότι ο Λάδων ήταν παιδί του Φόρκυος και της Κητούς. Σύμφωνα πάλι με άλλη παράδοση ήταν γιος του Τυφώνα και της Εχίδνης. Σε αυτή την εκδοχή είναι αδελφός του Λέοντα της Νεμέας, του Κερβέρου, της Ύδρας και άλλων τεράτων. Κατά την αρχαιότερη παράδοση, ο Λάδωνας ορίσθηκε από τη θεά Ήρα ως φύλακας των μήλων για να πολεμήσει αναγκαστικά με τον Ηρακλή, ή επειδή οι κόρες του Άτλαντα έκλεβαν τα μήλα. Πιθανώς όμως να ορίσθηκε στη θέση αυτή και από τον Άτλαντα.
Οι αρχαίοι συγγραφείς φαντάζονταν τον Λάδωνα «υπερμεγέθη», με εκατό κεφάλια, και πίστευαν ότι είχε την ικανότητα να παραμένει συνεχώς άυπνος. Αναφέρεται και το επίθετο «πολυκάρηνος» = «πολυκέφαλος». Αλλού απαντάται ως «δράκων αθάνατος», κι όμως σκοτώθηκε από τον Ηρακλή όταν αυτός πραγματοποιούσε τον άθλο του να φέρει τα Μήλα των Εσπερίδων και μεταμορφώθηκε σε αστερισμό από τον Δία. Αυτός κατά τον Υγίνο είναι ο αστερισμός Δράκων.
Ο Λάδων απεικονίζεται σε πολλές παραστάσεις που σχετίζονται με τον μύθο των Εσπερίδων. Συνήθως είναι ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από δέντρο ή στη ρίζα του, ενώ κοντά στέκεται ο Ηρακλής με το ρόπαλό του, έτοιμος να το χτυπήσει. Παραστάσεις του Λάδωνα σώζονται σε αγγεία, τοιχογραφίες, νομίσματα (τετράδραχμα της Κυρήνης του 5ου αιώνα π.Χ.) και δακτυλιολίθους. Το φίδι απεικονίζεται συνήθως με μία κεφαλή και σπανιότερα με δύο ή με τρεις. Το αρχαιότερο από γνωστά έργα τέχνης ήταν ένα ξυλόγλυπτο ειδώλιο που απεικόνιζε ένα δέντρο με δράκοντα, έργο που είχε κατασκευάσει ο Θεοκλής ο Ηγύλου μαζί με τον γιο του και το περιγράφει ο Παυσανίας που το είδε στην Ολυμπία.