Jacques Fesch: Δολοφόνος και Άγιος – II

 
Της Νίνας Κουλετάκη

Δίκη και καταδίκη
Ούτε στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό του Jacques Fesch η σκέψη ότι, ίσως, κάτι να μην πήγαινε καλά με το «τέλειο» σχέδιό του.  Φαινόταν σχεδόν έκπληκτος, όταν τον συνέλαβαν και τον προφυλάκισαν.

Στην προανάκριση, η οποία έγινε σχεδόν άμεσα, εμφανίστηκε με επιδέσμους στο κεφάλι και στα χέρια, καθώς είχε τραυματιστεί κατά την προσπάθειά του να διαφύγει την σύλληψη.  Στην απολογία του ήταν προκλητικός και αμετανόητος.  Έφτασε, μάλιστα, σε σημείο να πει πως «μετανοιώνω μόνο για το ότι δεν χρησιμοποίησα οπλοπολυβόλο».

Η κοινή γνώμη ήταν αναφανδόν υπέρ της θανατικής καταδίκης του Fesch, καθώς αντιπροσώπευε ό,τι απεχθανόταν και –ίσως- ζήλευε.  Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας χάρη στα χρήματα της οποίας είχε ζήσει ανέμελη ζωή και αποκτούσε ό,τι ονειρευόταν.  Ήταν γλετζές, γυναικάς και σπάταλος, είχε αποκτήσει ένα νόθο παιδί.  Επιπλέον είχε αφήσει ένα άλλο παιδί ορφανό, δολοφονώντας τον μοναδικό γονιό του.  Ο τύπος της εποχής, καθ’ όλη την διάρκεια της προανάκρισης και προφυλάκισης, ζητούσε για τον Jacques την ποινή του θανάτου.

 

Εξακολουθούσε να παραμένει μακριά από την θρησκεία και όπως επισήμανε στον ιερέα της φυλακής La Santé Prison, όπου κλείστηκε μετά την σύλληψή του περιμένοντας την δίκη του, «δεν έχω πίστη, δεν χρειάζεται να σπαταλάς τον χρόνο και τα λόγια σου μαζί μου».  Όμως, όλα αυτά, έμελε ν’ αλλάξουν.

Δικηγόρος του Fesch ήταν ο Paul Baudet, ένας βαθειά θρησκευόμενος καθολικός, ο οποίος εκτός από τον αγώνα που έδωσε για να σώσει την ζωή του πελάτη του, ενδιαφερόταν πρωτίστως να σώσει την ψυχή του. Αρχικά ο Jacques διασκέδαζε με αυτές τις προσπάθειες του δικηγόρου του.  Τον αποκαλούσε «Πάπα Παύλο» και «Τορκεμάδα», από τον μεγάλο ισπανό ιεροεξεταστή.

Όμως ο Baudet δεν ήταν ο μόνος που ανησυχούσε για την σωτηρία της ψυχής του Jacques.  Υπήρχε και ο Πατήρ Devoyod, ένας ισχυρογνώμων δομινικανός κληρικός, που εκτελούσε καθήκοντα ιερέα στην φυλακή, αλλά και ο Αδελφός Thomas, ένας νεαρός βενεδικτίνος μοναχός, που γνώριζε την Pierrette και έγραφε συχνότατα στον Jacques από το μοναστήρι του. Τέλος, τόσο η μητέρα του όσο και η πεθερά του, του ζητούσαν να μετανοήσει και να επιστρέψει στους κόλπους της εκκλησίας.

 

Ο Jacques δεν είχε καμιάν αμφιβολία ότι τον περίμενε η γκιλοτίνα και παρόλο που υποκρινόταν τον ανέμελο, ένοιωθε τον φόβο να τον πνίγει.  Τον έτρωγαν και οι ενοχές για τον πόνο που είχε προκαλέσει στην οικογένειά του αλλά, παρ’ όλα αυτά, παρέμενε σκεπτικιστής μέχρι τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου του 1955, όπου υπέστη μια ξαφνική όσο και δραματική αλλαγή, για την οποία έγραψε δυο μήνες πριν την εκτέλεσή του:

«Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με τα μάτια ανοιχτά, υποφέροντας πραγματικά για πρώτη φορά στη ζωή μου.  Τότε, ξαφνικά, ένας λυγμός αναδύθηκε από το στήθος μου και μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια «Θεέ μου» βγήκε από μέσα μου.  Τότε, σαν άγριος άνεμος που σαρώνει τα πάντα, χωρίς κανείς να ξέρει από πού ήρθε, το πνεύμα του Κυρίου με άρπαξε από τον λαιμό.  Από εκείνη την στιγμή και μετά είχα το αίσθημα της απέραντης δύναμης και καλωσύνης.  Από εκείνη την στιγμή και μετά με κυρίευσε η πίστη για να μην μ’ εγκαταλείψει ποτέ».


Ο Jacques πέρασε άλλα δυόμιση χρόνια στη φυλακή, όπου ζούσε με περισσότερο ασκητικό τρόπο από αυτόν που απαιτούσαν οι κανονισμοί.  Πήγαινε κάθε βράδυ για ύπνο στις επτά, εγκατέλειψε τις μοναδικές απολαύσεις του εγκλεισμού όπως οι σοκολάτες και τα τσιγάρα, ασκούταν μόνο για μισή ώρα την ημέρα.  Σε μιαν από τις επιστολές του στον Αδελφό Thomas ανέφερε: «Στην φυλακή έχεις μόνο δύο επιλογές: να εξεγερθείς ενάντια σ’ αυτό που σου συμβαίνει ή να ζήσεις σαν μοναχός».  Αν και υπήρχαν διαστήματα κατά τα οποία έπεφτε σε κατάθλιψη, ο φόβος του θανάτου είχε αντικατασταθεί από έναν μεγαλύτερο: να πεθάνει ασυγχώρητος.

Στο μεταξύ, οι διαδικασίες για την δίκη του προχωρούσαν αργά και βασανιστικά και αφού είχε περάσει περισσότερο από τρία χρόνια στη φυλακή, οδηγήθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Ο συνήγορός του ισχυρίστηκε ότι η δολοφονία του αστυνομικού δεν ήταν προμελετημένο έγκλημα, αλλά ενέργεια ενός ατόμου πανικοβλημένου από το εχθρικό πλήθος που τον κατεδίωκε.  Ο ίδιος ο Fesch εξέφρασε τις τύψεις και την μεταμέλειά του για την δολοφονία του Jean Vergne και για τον πόνο που προκάλεσε στην οικογένεια του αστυνομικού. Τα αισθήματά του αυτά είναι επίσης έκδηλα τόσο σε επιστολές του της εποχής, όσο και στο ημερολόγιό του, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του και ήταν αφιερωμένο στην κόρη του Veronique.  Όμως ούτε η ευφράδεια του Baudet ούτε η μεταμέλεια του Fesch άλλαξαν γνώμη στους ενόρκους: στις οκτώ παρά τέταρτο, το βράδυ της 8ης Απριλίου του 1957, ο Jacques Fesch καταδικάστηκε σε θάνατο.

 

Εκτέλεση
Ο Fesch, εξακολουθούσε να προσεύχεται εντατικά και να διάγει μοναστικό βίο.  Εντούτοις, η σκέψη του επικείμενου θανάτου του τον τρόμαζε και δεν του ήταν εύκολο ν’ αποδεχθεί την μοίρα του.  Πίστευε ότι, εφόσον το έγκλημά του δεν έκρυβε προμελέτη, δεν του άξιζε να πεθάνει.  Μπήκε στον πειρασμό να μισήσει όλους όσοι τον καταδίκασαν σε θάνατο, στέλνοντάς τον στην γκιλοτίνα, αλλά δεν υπέκυψε. «Μακάρι η κάθε σταγόνα του αίματός μου να ξεπλύνει από πάνω μου αυτό το θανάσιμο αμάρτημα», έγραψε στο ημερολόγιό του.

Τα νέα της μεταστροφής του Jacques διαδόθηκαν και κάποιοι άρχισαν να δείχνουν συμπάθεια για τον μετανοημένο δολοφόνο. Η τελευταία ελπίδα του Fesch ήταν η έκκληση στον Πρόεδρο της Γαλλίας, René Coty, γνωστό ανθρωπιστή, για μετατροπή της θανατικής ποινής σε ποινή πολυετούς φυλάκισης.

Όμως ο Coty δέχεται τρομερές πιέσεις από το σώμα της Αστυνομίας, προκειμένου να μην δείξει την παραμικρή επιείκεια.  Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1957, στην διάρκεια της Τέταρτης Δημοκρατίας, με αστυνομικούς να σκοτώνονται σχεδόν καθημερινά στα επεισόδια με τους αλγερινούς επαναστάτες, οι οποίοι ζητούσαν την ανεξαρτησία της Αλγερίας.  Το να μην εκτελεστεί η θανατική ποινή ενός δολοφόνου αστυνομικού θα δημιουργούσε εξέγερση στο σώμα. Έτσι ο Coty θα απορρίψει την αίτηση χάριτος, λέγοντας στον Baudet: «Πες στον πελάτη σου ότι τον εκτιμώ βαθειά και θα ήθελα πάρα πολύ να του χαρίσω τη ζωή.  Όμως, εάν το έκανα, θα έθετα τις ζωές των άλλων αστυνομικών σε κίνδυνο.  Πρέπει ο Fesch να δεχτεί τον θάνατό του, ώστε να σωθούν οι ζωές αστυνομικών».

 

Ο Coty παραδέχτηκε αργότερα πως έμεινε ξάγρυπνος τη νύχτα της παραμονής της εκτέλεσης του Fesch, την ίδια νύχτα που ο Jacques έγραφε στο ημερολόγιό του: «Τελευταία ημέρα του αγώνα, αύριο τέτοια ώρα θα βρίσκομαι στους ουρανούς!  Είθε να πεθάνω όπως επιθυμεί ο ΚύριοςΗ νύχτα πέφτει κι αισθάνομαι λυπημένοςΘα συλλογιστώ την αγωνία του Κυρίου μας στον Κήπο της Γεθσημανή…  Βοήθα με, Χριστέ μου!..  Μόνο πέντε ώρες ζωής μου απομένουν, σε πέντε ώρες θ’ αντικρύσω τον Ιησού!».

Το ίδιο βράδυ, ο Jacques Fesch παντρεύτηκε την Pierrette με θρησκευτικό γάμο μέσα στην φυλακή και ζήτησε από την οικογένειά του να φροντίσει τον νόθο γιο του Gerard.  Καθώς το παιδί είχε δοθεί για υιοθεσία και δεν στάθηκε δυνατόν να βρεθούν τα ίχνη του, η ανακάλυψή του δεν θα συμβεί παρά σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα

Το παγωμένο πρωινό της 1ης Οκτωβρίου του 1957, ο δήμιος André Obrecht οδήγησε τον Jacques Fesch στην γκιλοτίνα και τον αποκεφάλισε.

Συνεχίζεται

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013