Η Ασθένεια του Ύπνου ή αφρικανική τρυπανοσωμίαση είναι μια θανατηφόρα, παρασιτική ασθένεια που πλήττει 36 χώρες στην υποσαχάρια Αφρική: από αυτήν κινδυνεύουν 60 εκατομμύρια άνθρωποι.
Παρ' ότι είχε σχεδόν εξαλειφθεί στη δεκαετία του ''60, η τρυπανοσωμίαση επανέκαμψε με διαστάσεις επιδημίας εξαιτίας των πολέμων, των μετακινήσεων πληθυσμών και της κατάρρευσης των συστημάτων υγείας τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά ότι περίπου 300.000 άνθρωποι είναι αυτήν τη στιγμή μολυσμένοι από τρυπανοσωμίαση και ότι κάθε χρόνο πεθαίνουν από αυτήν πάνω από 60.000 άνθρωποι, παρ'' όλο που είναι πολύ περισσότερες οι μολύνσεις και οι θάνατοι που δεν αναφέρονται.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη θεραπεία της είναι παλιά, τοξικά και δύσχρηστα.
Μετάδοση, συμπτώματα και στάδια της ασθένειας
Το παράσιτο που προκαλεί την ασθένεια του ύπνου, μεταδίδεται στους ανθρώπους μέσω τσιμπήματος από μολυσμένες μύγες τσε-τσε, που αναπαράγονται σε ζεστά και υγρά περιβάλλοντα.
Ζώντας στην τεράστια σαβάνα που καλύπτει κατά πλάτος την υποσαχάρια Αφρική, οι μύγες τσε-τσε έρχονται σε επαφή με ανθρώπους, οικόσιτα και άγρια ζώα, που λειτουργούν ως φορείς του παράσιτου.
Υπάρχουν δύο υποείδη του παράσιτου τρυπανόσωμα: το trypanosoma brucei gambiense (γαμβιανό) και το T.b. rhodesiense (ροδεσιανό).
Το πρώτο προκαλεί χρόνια ασθένεια ενώ το δεύτερο καθίσταται πολύ πιο γρήγορα θανατηφόρο, αλλά και τα δύο εξελίσσονται σταδιακά και είναι θανατηφόρα εάν δεν παρασχεθεί με θεραπεία.
Το πρώτο στάδιο της ασθένειας του ύπνου παρουσιάζει μη χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως πυρετό και αδυναμία.
Αυτό το στάδιο είναι δύσκολο να διαγνωστεί, αλλά σχετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί.
Ωστόσο, εάν δε δοθεί αγωγή, το παράσιτο εισβάλει στο κεντρικό νευρικό σύστημα του μολυσμένου ατόμου, οπότε ξεκινά το δεύτερο στάδιο.
Αυτό μπορεί να συμβεί μέσα σε λίγες εβδομάδες ή αρκετά χρόνια μετά τη μόλυνση.
Τότε αρχίζουν αναπόφευκτα να εμφανίζονται τα σοβαρά νευρολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα: το άτομο πάσχει από σύγχυση ή γίνεται βίαιο και μπορεί να παρουσιάσει σπασμούς.
Οφείλοντας τ'' όνομά της σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά της συμπτώματα, η Ασθένεια του Ύπνου χαρακτηρίζεται από αδυναμία ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ το άτομο καταβάλλεται από υπνηλία την ημέρα.
Χωρίς αγωγή, η ασθένεια οδηγεί απαρέγκλιτα σε κώμα και τελικά, στο θάνατο.
Διάγνωση: δεν υπάρχει ακριβής μέθοδος
Η διάγνωση της Ασθένειας του Ύπνου βασίζεται στον εντοπισμό των παράσιτων στο αίμα ή τους λεμφαδένες του ατόμου.
Εάν η αρχική διάγνωση είναι θετική, ακολουθεί οσφυϊκή παρακέντηση στο δεύτερο στάδιό της.
Αυτή η διαδικασία εφαρμόζεται επειδή τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του δεύτερου σταδίου είναι τοξικά και μπορεί να έχουν θανάσιμες παρενέργειες, οπότε θα πρέπει να χορηγηθούν μόνο σε ανθρώπους που πραγματικά τα χρειάζονται.
Οι τρέχουσες διαγνωστικές μέθοδοι είναι επιθετικές και δύσχρηστες σε φτωχές χώρες, καθώς για να έχει κανείς ακριβή αποτελέσματα απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό.
Τρέχουσες θεραπείες: μακροχρόνιες, τοξικές και πολύπλοκες στη χρήση τους
«Το Melarsoprol είναι ένα τρομακτικό φάρμακο - δεν αισθάνεσαι περήφανος όταν κάνεις ένεση με αυτό.
Είναι καυστικό, και δεν ξέρεις εάν θα σώσεις τον ασθενή σου ή θα τον σκοτώσεις».
Παμπάλαιες θεραπείες
Στο πρώτο της στάδιο η ασθένεια του ύπνου μπορεί να θεραπευτεί με δύο υπάρχοντα φάρμακα, που και τα δύο αναπτύχθηκαν πριν από περισσότερο από μισό αιώνα.
Το Pentamidine (που πρωτοεμφανίστηκε το 1940) χρησιμοποιείται εναντίον του T.b. gambiense και συνήθως είναι ανεκτό.
Το Suramin (που χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του ''20) χρησιμοποιείται εναντίον του T.b. rhodesiense.
Έχει σοβαρές παρενέργειες και μια θεραπευτική αγωγή απαιτεί πέντε εβδομάδες για να ολοκληρωθεί.
Επιλογές: θάνατος από το φάρμακο ή θάνατος από την ασθένεια;
Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί αναζητούν τη θεραπεία μόνο όταν η ασθένεια έχει προχωρήσει ήδη στο δεύτερο στάδιό της.
Η πιο συνήθης αγωγή σε αυτήν τη φάση εναντίον και των δύο τύπων του παρασίτου είναι το melarsoprol .
Πρωτοεμφανίστηκε το 1949 και είναι παράγωγο του αρσενικού.
Είναι τόσο τοξικό που λιώνει τις πλαστικές σύριγγες, η ένεσή του προκαλεί μεγάλο πόνο και τελικά το φάρμακο σκοτώνει 1 στους 20 ασθενείς στους οποίους χορηγείται.
Εκτός αυτού, το melarsoprol καθίσταται όλο και λιγότερο αποτελεσματικό.
Σε κάποιες περιοχές της Αφρικής, όπως το Ομούγκο στην Ουγκάντα ή το Ίμπα στο νότιο Σουδάν, όπου οι ΓΧΣ υλοποιούν προγράμματα κατά της Ασθένειας του Ύπνου, το φάρμακο αποτυγχάνει στη θεραπεία έως και στο 30% των ασθενών.
Παρ' ότι είχε σχεδόν εξαλειφθεί στη δεκαετία του ''60, η τρυπανοσωμίαση επανέκαμψε με διαστάσεις επιδημίας εξαιτίας των πολέμων, των μετακινήσεων πληθυσμών και της κατάρρευσης των συστημάτων υγείας τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά ότι περίπου 300.000 άνθρωποι είναι αυτήν τη στιγμή μολυσμένοι από τρυπανοσωμίαση και ότι κάθε χρόνο πεθαίνουν από αυτήν πάνω από 60.000 άνθρωποι, παρ'' όλο που είναι πολύ περισσότερες οι μολύνσεις και οι θάνατοι που δεν αναφέρονται.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη θεραπεία της είναι παλιά, τοξικά και δύσχρηστα.
Μετάδοση, συμπτώματα και στάδια της ασθένειας
Το παράσιτο που προκαλεί την ασθένεια του ύπνου, μεταδίδεται στους ανθρώπους μέσω τσιμπήματος από μολυσμένες μύγες τσε-τσε, που αναπαράγονται σε ζεστά και υγρά περιβάλλοντα.
Ζώντας στην τεράστια σαβάνα που καλύπτει κατά πλάτος την υποσαχάρια Αφρική, οι μύγες τσε-τσε έρχονται σε επαφή με ανθρώπους, οικόσιτα και άγρια ζώα, που λειτουργούν ως φορείς του παράσιτου.
Υπάρχουν δύο υποείδη του παράσιτου τρυπανόσωμα: το trypanosoma brucei gambiense (γαμβιανό) και το T.b. rhodesiense (ροδεσιανό).
Το πρώτο προκαλεί χρόνια ασθένεια ενώ το δεύτερο καθίσταται πολύ πιο γρήγορα θανατηφόρο, αλλά και τα δύο εξελίσσονται σταδιακά και είναι θανατηφόρα εάν δεν παρασχεθεί με θεραπεία.
Το πρώτο στάδιο της ασθένειας του ύπνου παρουσιάζει μη χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως πυρετό και αδυναμία.
Αυτό το στάδιο είναι δύσκολο να διαγνωστεί, αλλά σχετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί.
Ωστόσο, εάν δε δοθεί αγωγή, το παράσιτο εισβάλει στο κεντρικό νευρικό σύστημα του μολυσμένου ατόμου, οπότε ξεκινά το δεύτερο στάδιο.
Αυτό μπορεί να συμβεί μέσα σε λίγες εβδομάδες ή αρκετά χρόνια μετά τη μόλυνση.
Τότε αρχίζουν αναπόφευκτα να εμφανίζονται τα σοβαρά νευρολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα: το άτομο πάσχει από σύγχυση ή γίνεται βίαιο και μπορεί να παρουσιάσει σπασμούς.
Οφείλοντας τ'' όνομά της σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά της συμπτώματα, η Ασθένεια του Ύπνου χαρακτηρίζεται από αδυναμία ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ το άτομο καταβάλλεται από υπνηλία την ημέρα.
Χωρίς αγωγή, η ασθένεια οδηγεί απαρέγκλιτα σε κώμα και τελικά, στο θάνατο.
Διάγνωση: δεν υπάρχει ακριβής μέθοδος
Η διάγνωση της Ασθένειας του Ύπνου βασίζεται στον εντοπισμό των παράσιτων στο αίμα ή τους λεμφαδένες του ατόμου.
Εάν η αρχική διάγνωση είναι θετική, ακολουθεί οσφυϊκή παρακέντηση στο δεύτερο στάδιό της.
Αυτή η διαδικασία εφαρμόζεται επειδή τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του δεύτερου σταδίου είναι τοξικά και μπορεί να έχουν θανάσιμες παρενέργειες, οπότε θα πρέπει να χορηγηθούν μόνο σε ανθρώπους που πραγματικά τα χρειάζονται.
Οι τρέχουσες διαγνωστικές μέθοδοι είναι επιθετικές και δύσχρηστες σε φτωχές χώρες, καθώς για να έχει κανείς ακριβή αποτελέσματα απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό.
Τρέχουσες θεραπείες: μακροχρόνιες, τοξικές και πολύπλοκες στη χρήση τους
«Το Melarsoprol είναι ένα τρομακτικό φάρμακο - δεν αισθάνεσαι περήφανος όταν κάνεις ένεση με αυτό.
Είναι καυστικό, και δεν ξέρεις εάν θα σώσεις τον ασθενή σου ή θα τον σκοτώσεις».
Παμπάλαιες θεραπείες
Στο πρώτο της στάδιο η ασθένεια του ύπνου μπορεί να θεραπευτεί με δύο υπάρχοντα φάρμακα, που και τα δύο αναπτύχθηκαν πριν από περισσότερο από μισό αιώνα.
Το Pentamidine (που πρωτοεμφανίστηκε το 1940) χρησιμοποιείται εναντίον του T.b. gambiense και συνήθως είναι ανεκτό.
Το Suramin (που χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του ''20) χρησιμοποιείται εναντίον του T.b. rhodesiense.
Έχει σοβαρές παρενέργειες και μια θεραπευτική αγωγή απαιτεί πέντε εβδομάδες για να ολοκληρωθεί.
Επιλογές: θάνατος από το φάρμακο ή θάνατος από την ασθένεια;
Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί αναζητούν τη θεραπεία μόνο όταν η ασθένεια έχει προχωρήσει ήδη στο δεύτερο στάδιό της.
Η πιο συνήθης αγωγή σε αυτήν τη φάση εναντίον και των δύο τύπων του παρασίτου είναι το melarsoprol .
Πρωτοεμφανίστηκε το 1949 και είναι παράγωγο του αρσενικού.
Είναι τόσο τοξικό που λιώνει τις πλαστικές σύριγγες, η ένεσή του προκαλεί μεγάλο πόνο και τελικά το φάρμακο σκοτώνει 1 στους 20 ασθενείς στους οποίους χορηγείται.
Εκτός αυτού, το melarsoprol καθίσταται όλο και λιγότερο αποτελεσματικό.
Σε κάποιες περιοχές της Αφρικής, όπως το Ομούγκο στην Ουγκάντα ή το Ίμπα στο νότιο Σουδάν, όπου οι ΓΧΣ υλοποιούν προγράμματα κατά της Ασθένειας του Ύπνου, το φάρμακο αποτυγχάνει στη θεραπεία έως και στο 30% των ασθενών.
alitoteam