Σκιά στα αρχαία ελληνικά και umbra στα λατινικά σήμαινε και την ψυχή του πεθαμένου…
Οι ίσκιοι είναι ακόμη μια από τις πολλές
ομάδες της διαβολικής αυτοκρατορίας. Σκιά στα αρχαία ελληνικά και umbra
στα λατινικά σήμαινε και την ψυχή του πεθαμένου. Οι σκιές αυτές γίνονταν
ορατές από αυτούς που ήθελαν να τους κάνουν κακό.
Αρκετές είναι οι ιστορίες ίσκιων που
περιφέρονταν μέσα σε σκοτεινά κι ερημωμένα σπίτια. Δεν ήταν λίγες οι
λεχώνες που πίστευαν ότι το πεθαμένο τους βρέφος το είχε πλακώσει ο
ίσκιος του παλιού σπιτιού που έμεναν. Ίσως γι΄ αυτό τα περισσότερα νέα
αντρόγυνα που ζούσαν στο παλιό πατρικό σπίτι επιθυμούσαν πριν κάνουν
παιδί να φτιάξουν νέο σπίτι. Να ζήσουν δηλαδή σε νιό ασβέστη, χωρίς
παρελθόν.
Οι ίσκιοι αυτοί που έπιναν το αίμα από τα
αβάφτιστα μωρά ονομάζονταν αλλιώς και στρίγγλες και ο μόνος τρόπος για
να προφυλαχθούν απ΄ αυτές τα μωρά ήταν οι βολβοί από ασκελιές ή από
κυκλάμινα που οι μανάδες τοποθετούσαν κάτω από το κρεβατάκι τους. Αλλά
και κατά την διάρκεια του τοκετού φοβόντουσαν τις στρίγγλες και γι΄ αυτό
έβαζαν στην πόρτα του σπιτιού αναμμένα κάρβουνα για να τις κρατούν
μακριά.
Άλλοι ίσκιοι είναι φιλικοί με τους
ανθρώπους και δεν τους κάνουν κακό. Τέτοιοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά της
Κέρκυρας και όχι μόνο σε σπίτια αλλά και σε παλιά πηγάδια και κάτω από
δέντρα (συκιές, μουριές) και περγουλιές. Γι΄ αυτό οι άνθρωποι
φοβόντουσαν να κοιμούνται τα μεσημέρια στην σκιά τους γιατί πίστευαν ότι
θα τους πνίξει ο ίσκιος.
Όλα αυτά τα στοιχεία όμως ήταν και ευμενή
εις τους ανθρώπους…. Ένας τέτοιος καλός ίσκιος ήταν αυτός της Αγίας
Κερκύρας η οποία είχε θανατωθεί από τον ειδωλολάτρη πατέρα της. Την Αγία
Κερκύρα οι ευσεβείς χριστιανοί εκείνης της εποχής έθαψαν στο σημείο που
αργότερα χτίστηκε ο ομώνυμος ναός.
Σύμφωνα όμως με την λαϊκή παράδοση που
αφηγήθηκε ο αρχιμανδρίτης Ιουστινιάνης, εφημέριος της Αγίας Παρασκευής
Πορταρεμούντας: ένας νέος περνούσε σε ώρα δειλινού έξω από το ναό της
Παλαιόπολης. Ιδρωμένος και κουρασμένος, μπήκε στο ναό για να προσκυνήσει
και ν΄ αναπαυτεί για λίγο… Βλέπει λοιπόν με έκπληξη μπρος στα
σκαλοπάτια της Ωραίας Πύλης του ιερού να ανοίγει το δάπεδο. Περίεργος
σηκώθηκε και πλησίασε. Τα σκαλοπάτια συνεχίζονταν και κατέβαιναν και
χάνονταν στο βάθος. Διστακτικός και με κάθε επιφύλαξη άρχισε να τα
κατεβαίνει. Σαν, κάποτε, τελείωσαν, βρέθηκε σε μια αρχαία πόλη. Θαυμαστά
κτίρια μαρμάρινα και αγάλματα πολλά στους δρόμους της. Εκεί συνάντησε
το φάντασμα της Αγίας Κερκύρας η οποία του έδωσε μερικά χρυσά νομίσματα
από τον τεράστιο θησαυρό που φύλαγε…. Όταν ο νέος επέστρεψε στο σπίτι
του, δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έδειξε στους δικούς του το μικρό του
θησαυρό για να χαρούν κι αυτοί, που η φτώχεια τώρα πια θα τους άφηνε.
Στην τόση χαρά του, ξέχασε την υπόσχεση που είχε δώσει στην αγία, να μην
πει σε κανέναν τίποτε από αυτά που είδε. Όσο, όμως, εξιστορούσε, το
πουγκί στο χέρι του έχανε όγκο και βάρος, ώσπου απόμεινε άδειο. Αλλά και
ο ίδιος ο νέος σιγά – σιγά και ασυναίσθητα έχανε τις δυνάμεις του και
στο τέλος σωριάστηκε νεκρός. Είχε την απρονοησία να παραβεί την υπόσχεσή
του
Μια άλλη παράδοση μιλά για την όμορφη
Καλή Καρτάνου που από τον πατρικό της πύργο που βρίσκονταν στον όρμο της
Κουλούρας την έκλεψαν το 1537 οι τούρκοι του Μπαρμπαρόσα. Η Καλή ήταν
τόσο όμορφη που θάμπωσε τον σουλτάνο Μουράτ τον Β΄ ο οποίος την έκανε
γυναίκα του. Ο θρύλος έχει να λέει πως, όταν κάποτε πέθανε, η
χριστιανική της ψυχή ξαναγύρισε στο πατρικό της σπίτι που τόσο
επιθυμούσε όσο ζούσε. Κι απόμεινε εκεί να τριγυρνάει στα μισογκρεμισμένα
δωμάτια ν΄ αναζητεί τους γονείς της και να τους μοιρολογάει. Οι
περαστικοί άκουγαν το πνιγμένο κλάμα της και βιάζονταν ν΄ απομακρυνθούν.
Το ερειπωμένο σπίτι θεωρήθηκε στοιχειωμένο κι οι διαβάτες συμπονούσαν
την απαρηγόρητη ψυχή αλλά και τη φοβόνταν.