From Hell ~ Τζάκ ο Αντεροβγάλτης

Ήμουν πολύ μικρή, γύρω στα εφτά, όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του: Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Παραδόξως, στην παιδική μου φαντασία δεν σχηματίστηκε κάποια φιγούρα, μία μορφή. Αλλά και εγώ δεν έκανα καμία προσπάθεια να του δώσω ένα πρόσωπο. Το όνομά του ήταν τόσο δυνατό, τόσο φορτισμένο από κάτι απροσδιόριστα απόκοσμο που κάλυπτε όλη του την οντότητα και δεν σε άφηνε να πας παραπέρα. Μεγαλώνοντας, τον συνέδεσα με φρικιαστικές εικόνες νεκρών γυναικών και σκιές να χάνονται σε σκοτεινούς δρόμους. Και πάλι όμως. Πρόσωπο δεν είχα κατορθώσει να του δώσω και εξακολουθούσα, παρά το γεγονός ότι μου κέντριζε την περιέργεια, να μην θέλω να μάθω κάτι παραπάνω για εκείνον. Περιοριζόμουν μόνο στο ότι ήταν ένας δολοφόνος που σκότωνε γυναίκες και που είχε ζήσει στο Λονδίνο τα τέλη του 1800. Εν έτει 2007 και με αφορμή την ταινία “From Hell” που είχε προβληθεί στους ελληνικούς κινηματογράφους το 2001 και είχε ως θέμα τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη ξεκινάω επιτέλους να ψάχνω για εκείνον. Τα όσα βρήκα τα μοιράζομαι μαζί σας για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι για να φωτιστεί η ιστορία ενός από τους πιο διάσημους εγκληματίες του προπερασμένου αιώνα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, έστω και αν πολλοί αναφέρουν το όνομά του χωρίς να ξέρουν τη δράση του. Ο δεύτερος είναι προσωπικός: Μαζί με τη γνώση για εκείνον, μοιράζομαι και λίγο από το υποβλητικό σκοτάδι που ένιωσα αναζητώντας τον..

 

H Tαινία



Όλες οι ταινίες με θέμα τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη έχουν πάντα κάτι κοινό: τον τόπο, τα πέντε θύματα και τον ειδεχθή τρόπο που δολοφονήθηκαν. Αυτό που κάθε φορά αλλάζει, είναι ο άνθρωπος που θα δώσει πρόσωπο στο όνομα του δολοφόνου και το κίνητρό του.



Στην ταινία «Επισκέπτης από την Κόλαση» (From Hell) με πρωταγωνιστές τους Τζόνυ Ντεπ, Χέδερ Γκράχαμ, Ίαν Χολμ και αρκετούς άλλους ηθοποιούς, που και αυτοί με τη σειρά τους ενσαρκώνουν αληθινά πρόσωπα εκείνης της εποχής, οι αδερφοί Χιούτζες σκηνοθετούν και δίνουν τη δική τους ερμηνεία στην ιστορία. Τοποθετούν τον θεατή στο Λονδίνο του 1888 και τον αφήνουν να περιπλανηθεί από τα πιο αριστοκρατικά ως τα πιο σκοτεινά σημεία της πόλης, άλλοτε μαζί με τον δολοφόνο και άλλοτε μαζί με τους διώκτες του. Ο θεατής παρακολουθεί και γνωρίζει τα πάντα: τα κίνητρα των πράξεων, το φόβο των θυμάτων, τις μυστικές συνωμοσίες, τις σκέψεις των ηρώων, την παραληρηματική ευφυΐα του Αντεροβγάλτη.



Όσο περνάει η ώρα, η αρχικά ανεπαίσθητη αίσθηση τρόμου που τροφοδοτούνταν από την βαριά ατμόσφαιρα της βικτωριανής εποχής, μεταλλάσσεται σε μια αδυσώπητη αλληλουχία εικόνων φρίκης. Όσο περνάει η ώρα, κανείς πλέον δεν είναι σίγουρος αν ο τρόπος με τον οποίο οι πέντε ιερόδουλες δολοφονήθηκαν μπορεί να ξεπεράσει σε θηριωδία τα σάπια θεμέλια των τότε θεσμών και των ανθρώπων που τους υπηρετούσαν. Αυτή ήταν η μήτρα που γέννησε τον Αντεροβγάλτη, ο οποίος φυσικά δεν ήταν το μόνο της δημιούργημα. Οι άθλιες συνθήκες εγκλεισμού των ψυχικά άρρωστων ατόμων στις ψυχιατρικές κλινικές και η συχνή χρήση τους ως πειραματόζωα, η κατάφορη παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αξιολόγηση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας με κριτήριο την κοινωνική τάξη, είναι μερικά από τα κατά συρροή εγκλήματα που συνέβαιναν την ίδια περίοδο στον ίδιο τόπο και τα οποία αντιμετωπίζονταν ως μέρος της καθημερινότητας.



Όπως φαίνεται στο έργο, η εικόνα μιας κατακρεουργημένης γυναίκας ήταν πιο εύκολο να σοκάρει και να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε σχέση με την εικόνα μιας γυναίκας που μεταφέρθηκε με τη βία σε ψυχιατρική κλινική χωρίς να έχει κάποια πάθηση και αφού της ξύρισαν το κεφάλι και την έντυσαν με κουρέλια, εφαρμόστηκε επάνω της πειραματικά λοβοτομή αχρηστεύοντας την μια για πάντα. Η περιστασιακή φρικαλεότητα λίγων μηνών, το μυστήριο που την κάλυπτε και η δημοσιότητα που είχε λάβει, έθετε αναπόφευκτα στο περιθώριο την ήδη περιθωριοποιημένη νοσηρή κατάσταση που τότε επικρατούσε και της οποίας ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης ήταν η συγκάλυψη και η αδιαφορία.



Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η συγκεκριμένη ταινία μπορεί να αναλυθεί σε περισσότερα επίπεδα από αυτό των δολοφονιών του Αντεροβγάλτη. Οι σκηνοθέτες εκούσια ή ακούσια, δημιούργησαν μια πολύ πετυχημένη αναπαράσταση του Λονδίνου στα τέλη του αιώνα, η οποία καταλήγει όχι απλά στο να αποτελεί το σκηνικό όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, αλλά να παίζει ενεργητικό ρόλο, δίνοντας περισσότερες διαστάσεις στην ιστορία και υπενθυμίζοντάς για άλλη μια φορά τη σπουδαιότητα της παρατήρησης ενός συμβάντος μέσα από το πρίσμα των διαδραστικών σχέσεων του με το περιβάλλον που εκτυλίσσεται.




Mοdus operandi



….Είναι αργά τη νύχτα. Βρισκόμαστε σε έναν από τους κακόφημους δρόμους της περιοχής Γουέστ Έντ του Λονδίνου. Ένας άνδρας πλησιάζει μία από τις πόρνες που βρίσκονται εκεί περιμένοντας τον επόμενο πελάτη. Αφού κανονίσουν τις λεπτομέρειες, κατευθύνονται σε ένα έρημο και σκοτεινό σημείο του δρόμου. Έχει υγρασία και το έδαφος είναι βρώμικο. Στέκονται όρθιοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ο άνδρας στρέφει τη γυναίκα έτσι ώστε η πλάτη της να είναι στον τοίχο και της ζητάει να σηκώσει το φόρεμά της. Αμέσως ο άνδρας αρπάζει με τα δυο του χέρια το λαιμό της, την σηκώνει ψηλά και αρχίζει να σφίγγει. Εκείνη αιφνιδιάζεται, τα δυο της χέρια κρατάνε ακόμα σηκωμένο το φουστάνι και δεν προλαβαίνει να κάνει κάποια κίνηση για να τον αποκρούσει. Σε μερικά δευτερόλεπτα είναι νεκρή. Την κατεβάζει και αφήνει το σώμα απαλά στο έδαφος με το λαιμό της να βρίσκεται στην αριστερή του πλευρά. Βγάζει ένα μαχαίρι και με το δεξί του χέρι της κόβει το λαιμό ξεκινώντας κάτω από το δεξί της αυτί και καταλήγοντας στη μέση του λαιμού σχεδόν κάτω από το πιγούνι. Μετά τον λαιμό συνεχίζει, και με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις ανοίγει την κοιλιά της και της αφαιρεί κάποιο όργανο. Σε λίγη ώρα η ιεροτελεστία έχει τελειώσει. Ο άνδρας σηκώνεται και χάνεται μέσα στο σκοτάδι του δρόμου αφήνοντας πίσω τη γυναίκα κατακρεουργημένη. Σε λίγη ώρα θα την ανακαλύψει η περίπολος που θα περάσει από εκεί…



«Τζακ ο Αντεροβγάλτης» είναι το όνομα που δόθηκε στο σειριακό δολοφόνο που έδρασε το 1888 στην περιοχή Γουέστ Έντ του Λονδίνου και τα θύματά του ήταν ιερόδουλες. Το όνομα προέρχεται από ένα γράμμα το οποίο είχε σταλεί στην αστυνομία την περίοδο των φόνων και ο συντάκτης του ισχυρίζονταν ότι είναι ο δολοφόνος. Ένα άλλο όνομα που του είχε δοθεί τότε, είναι «ο δολοφόνος του Γουαιτσάπελ».



Αν και προκαλεί εντύπωση, το modus operandi (τρόπος τέλεσης εγκλήματος) του Τζακ του Αντεροβγάλτη επιβεβαιώθηκε τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι ξεκινούσε στραγγαλίζοντας τα θύματά του, εξυπηρετούσε διπλό σκοπό: αφενός τα θύματα δεν προλάβαιναν να φωνάξουν και εκείνος μπορούσε ανενόχλητος να δράσει, αφετέρου μόλις η καρδιά σταματούσε, η πίεση του αίματος ελλατώνονταν και το αίμα δεν πετάγονταν με πίεση την ώρα που τις έκοβε. Η απουσία οποιασδήποτε μελανιάς στο πίσω μέρος του κεφαλιού υποδηλώνει ότι μετά τον στραγγαλισμό δεν τις πετούσε αλλά τις άφηνε απαλά στο έδαφος. Η ύπαρξη αίματος μόνο στο πλαϊνό και πίσω μέρος του σώματος των θυμάτων δείχνει ότι πρώτα τις τοποθετούσε ανάσκελα στο έδαφος και μετά άρχιζε να κόβει. Σε κανένα από τα θύματα δεν είχαν βρεθεί σημάδια βιασμού ή κάποια ένδειξη ότι ο δολοφόνος αυτοϊκανοποιήθηκε κοντά ή πάνω στο πτώμα μετά την τέλεση του φόνου. Επίσης συνήθιζε να παίρνει μαζί του κάποιο από τα όργανα του θύματός του. Η λήψη «τρόπαιου» είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των σειριακών δολοφόνων που ωθούνται από σεξουαλικά κίνητρα. Οι χειρουργοί που μελέτησαν τις τομές στα σώματα των θυμάτων καθώς και τον τρόπο με τον οποίο είχαν αφαιρεθεί τα όργανά τους (χωρίς να θιγούν τα γύρω ή τα μπροστινά όργανα ή με μία μόνο τομή),είναι πεπεισμένοι ότι ο δολοφόνος κατείχε άριστες γνώσεις ανατομίας και μπορούσε να χειριστεί με ακρίβεια το αιχμηρό του εργαλείο. Αυτό ανέτρεψε τις αρχικές υποθέσεις ότι ο δολοφόνος ανήκε σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα και ήταν αγράμματος. Το γεγονός ότι δρούσε στους δρόμους, μέσα στο σκοτάδι, υπό την πίεση του χρόνου και έχοντας παράλληλα το νου του να μην γίνει αντιληπτός καταδεικνύει για άλλη μια φορά το πόσο εξοικειωμένος ήταν με τη χρήση του μαχαιριού, αλλά και το ότι οι άριστες γνώσεις ανατομίας του δεν ήταν μόνο θεωρητικές αλλά και πρακτικές.


Tα θύματα



Ο αριθμός των θυμάτων του Τζακ του Αντεροβγάλτη δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια. Ο κόσμος, ο Τύπος και οι αστυνόμοι που είχαν αναμιχθεί στην υπόθεση, υποστήριζαν ότι ήταν υπεύθυνος για εννέα φόνους. Οι πέντε (για άλλους έξι) φόνοι είναι γενικά αποδεκτοί ως έργο δικό του ενώ για τους υπόλοιπους δεν είναι βέβαιο αν είναι δικοί του ή έργο κάποιων που θέλησαν να μιμηθούν τον τρόπο με το οποίο σκότωνε τα θύματά του. Τα πέντε θύματά του ήταν τα εξής:

  1. Μαίρη Αν (Πόλυ) Νίκολς, 43 ετών, δολοφονήθηκε την Παρασκευή, 31 Αυγούστου 1888, στο Βucks Row
  2. Άννυ Τσάπμαν, 47 ετών, δολοφονήθηκε το Σάββατο, 8 Σεπτεμβρίου 1888, στην οδό Dorset
  3. Ελίζαμπεθ Στράιντ, 45 ετών, δολοφονήθηκε την Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου 1888, στην οδό Berner
  4. Καταρίν Έντοους,46 ετών, δολοφονημένη την ίδια μέρα, στην οδό Mitre
  5. Μαίρη Τζέιν Κέλυ, 25 ετών, δολοφονήθηκε την Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 1888, στο Miller’s court
  6. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι και η Μάρθα Τέιμπραμ, 39 ετών, η οποία δολοφονήθηκε την Τρίτη, 7 Αυγούστου 1888, στη George Yard, ήταν το πρώτο στη σειρά θύμα του Τζακ του Αντεροβγάλτη.



Και οι έξι γυναίκες ήταν ιερόδουλες και δολοφονήθηκαν την περίοδο Αυγούστου-Νοεμβρίου του 1888. Οι ηλικίες τους ήταν διαφορετικές και η εμφάνισή τους δεν είχε κάποιο κοινό χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να εξηγήσει την επιλογή τους από τον δολοφόνο. Δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Εκτός από το επάγγελμά τους, ένα άλλο κοινό τους στοιχείο είναι ότι ήταν αλκοολικές και ίσως μεθυσμένες την ώρα της δολοφονίας τους. Επίσης, η Κέλυ και η Τέιμπραμ ήταν οι μόνες που δολοφονήθηκαν σε κλειστό χώρο και όχι στο δρόμο.


 

Στοιχεία



Η δράση του Τζακ του Αντεροβγάλτη ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε σήμανση αλλά ούτε εφαρμόζονταν η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων (δακτυλοσκοπική μέθοδος). Ο μοναδικός τρόπος για να αποδειχθεί ότι κάποιος διέπραξε φόνο ήταν να πιαστεί επ’αυτοφόρω ή να ομολογήσει την πράξη του. Οι περιοχές στις οποίες βρέθηκαν τα πτώματα οδήγησαν στο να αναμειχθούν στην υπόθεση, λόγω τοπικής αρμοδιότητας, η Σκότλαντ Γιάρντ και η αστυνομία της Πόλης του Λονδίνου. Θα περίμενε κανείς ότι μία τέτοια συνεργασία θα επέφερε θετικά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την άσχημη συνεργασία μεταξύ των διοικητών των δύο δυνάμεων.




Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το συμβάν που έμεινε γνωστό ως «η Επιγραφή της οδου Γκούλστον». Στις 30 Σεπτεμβρίου (ημέρα που είχαν διαπραχθεί δύο φόνοι) βρέθηκε γραμμένη με κιμωλία στην πόρτα ενός σπιτιού στην οδό Γκούλστον μια επιγραφή. Το κείμενο της στην αγγλική του μορφή έλεγε "The Juwes are the men That Will not be Blamed for nothing.". Το γεγονός ότι περιείχε δύο αρνήσεις δεν καθιστούσε σαφές αν επρόκειτο για αντισιμιτικό μήνυμα ή είχε γραφτεί από Εβραίους (το μήνυμα θα μπορούσε να εννοεί:«Οι Εβραίοι είναι οι άνθρωποι που δεν θα κατηγορηθούν για τίποτα» αλλά και ότι «Οι Εβραίοι είναι οι άνθρωποι που θα κατηγορηθούν για όλα» . Οι αστυνόμοι της αστυνομίας της Πόλης του Λονδίνου το θεώρησαν στοιχείο του ευρύτερου τόπου του εγκλήματος και ήθελαν να το τραβήξουν φωτογραφία πιστεύοντας ότι το είχε γράψει ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης (άποψη που ενίσχυε το γεγονός ότι κοντά στην πόρτα είχε βρεθεί ένα κομμάτι από την ποδιά της Έντοους με το οποίο ο δολοφόνος είχε σκουπίσει το μαχαίρι του). Ο διοικητής της Σκότλαντ Γιάρντ αφενός υποστήριζε ότι το μήνυμα ήταν άσχετο με την υπόθεση, αφετέρου ζήτησε να σβηστεί το κείμενο γιατί κατά την γνώμη του, θα περνούσε αρκετή ώρα μέχρι να ξημερώσει για να μπορέσουν να τραβήξουν φωτογραφία. Αυτό θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να το δουν οι κάτοικοι της περιοχής και να ξεσηκωθούν εναντίον των Εβραίων που έμεναν εκεί, και οι οποίοι θεωρούνταν ήδη ύποπτοι για τους φόνους. Ο διοικητής επέμεινε και φάνηκε απρόθυμος να συμβιβαστεί με τη λύση να σβηστεί ή έστω να καλυφθεί η λέξη «Εβραίοι». Τελικά το κείμενο σβήστηκε χωρίς να βγουν φωτογραφίες στις 5:30 το πρωί.



Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα σε ποιο βαθμό το άσχημο αυτό κλίμα επηρέασε την πορεία των ερευνών. Όσο ο καιρός περνούσε χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, η κοινή γνώμη άρχιζε να κατηγορεί την Σκότλαντ Γιάρντ για ανικανότητα και κωλυσιεργία. Εκτός όμως από αυτοψίες και λήψεις καταθέσεων από μάρτυρες, δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσαν να κάνουν. Από την άλλη πλευρά, η αστυνομία της Πόλης του Λονδίνου υπήρξε πιο δραστήρια. Οι αστυνόμοι έκαναν σχέδια των τόπων του εγκλήματος, τράβηξαν αρκετές

φωτογραφίες του πτώματος της Έντοους (αν και η περιοχή που είχε βρεθεί υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Σκότλαντ Γιάρντ) και των υπόλοιπων θυμάτων. Η Κέλλυ ήταν το μόνο θύμα που φωτογράφησαν στον τόπο του εγκλήματος και όχι στο νεκροτομείο. Παρόλα αυτά, αν και υπήρξαν πολλοί ύποπτοι, η αστυνομία δεν κατάφερε να συγκεντρώσει για κάποιον από αυτούς αρκετά ενοχοποιητικά στοιχεία ώστε να τον παραπέμψει σε δίκη και να του απαγγελθεί κατηγορία.



Στις μέρες μας οι διάφοροι ερευνητές χρησιμοποιούν τα κείμενα, τις φωτογραφίες, τα άρθρα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου και προσπαθούν να βρουν κάποια επιπλέον στοιχεία που θα τους φέρουν πιο κοντά στην αποκάλυψη του προσώπου του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Αρκετά από τα έγγραφα και τα στοιχεία της αστυνομίας είτε δεν είναι προσβάσιμα, είτε έχουν χαθεί. Πολλοί εκλαμβάνουν το τελευταίο ως μία σκοτεινή συνομωσία που μοναδικό σκοπό έχει να μην μαθευτεί ποτέ το όνομα του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Η πιο ρεαλιστική εξήγηση είναι ότι πολλά από τα αρχεία και τα ευρήματα που αφορούσαν την υπόθεση χάθηκαν ή καταστράφηκαν σε περιόδους μεταφορών ή πουλήθηκαν από αστυνομικούς σε συλλέκτες, οι οποίοι πλήρωναν τεράστια ποσά για να αποκτήσουν κάτι σχετικό με τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. Πλέον όσα στοιχεία έχουν απομείνει, φυλάσσονται σε μορφή μικροφίλμ.



Τα γράμματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη



Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι δολοφονίες του Τζακ του Αντεροβγάλτη, εκατοντάδες γράμματα, που υποτίθεται ότι είχαν γραφτεί από τον ίδιο, έφταναν στην αστυνομία και τις τοπικές εφημερίδες. Τα περισσότερα από αυτά είτε προέρχονταν από ανθρώπους των εφημερίδων που προσπαθούσαν να δώσουν τροφή για νέες ιστορίες, είτε ήταν φάρσες. Αρκετοί πιστεύουν ότι όλα τα γράμματα ήταν πλαστά. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι τρία από αυτά είναι αληθινά και προέρχονται από τον ίδιο τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη.



Το πρώτο γράμμα, το οποίο εστάλη στις 27 Σεπτεμβρίου στο Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ξεκινούσε με την φράση «Αγαπητέ Διευθυντά» και αρχικά όλοι το θεώρησαν φάρσα. Στο συγκεκριμένο γράμμα ο δολοφόνος με αρκετό κυνισμό χλεύαζε τις έρευνες της αστυνομίας, έγραφε ότι θα συνεχίσει να σκοτώνει γιατί αγαπούσε αυτό που κάνει, ενημέρωνε ότι θα αφαιρέσει το αυτί στο επόμενο θύμα του και έκλεινε υπογράφοντας ως «Τζακ ο Αντεροβγάλτης», δίνοντας έτσι ο ίδιος το όνομα με το οποίο θα έμενε γνωστός στην ιστορία. Τρεις μέρες μετά, η διπλή δολοφονία των Στράιντ και Έντοους και το γεγονός ότι έλειπε ο λοβός του αυτιού της τελευταίας, έπεισαν την αστυνομία ότι το συγκεκριμένο γράμμα δεν ήταν φάρσα.



Την 1η Οκτωβρίου καταφθάνει στο Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων μία καρτ-ποστάλ με παρόμοιο γραφικό χαρακτήρα με αυτόν του γράμματος. Εκεί γίνονταν αναφορά στους δυο φόνους που έγιναν το προηγούμενο βράδυ, το κομμένο αυτί, το γράμμα της 27ης Σεπτεμβρίου και στο τέλος έκλεινε και πάλι με την υπογραφή «Τζακ ο Αντεροβγάλτης».



Στις 16 Οκτωβρίου ο πρόεδρος της κομητείας Γουάιτσάπελ, Τζωρτζ Λάσκ βρήκε ένα μικρό τετράγωνο κουτί στο γραμματοκιβώτιό του. Μέσα υπήρχε μισό ανθρώπινο νεφρό συντηρημένο σε κρασί και ένα γράμμα που είχε τίτλο «Από την Κόλαση». Οι γιατροί που εξέτασαν το νεφρό κατέληξαν ότι θα μπορούσε να είναι αυτό που είχε αφαιρεθεί από την Έντοους μιας και η τελευταία έπασχε από την ασθένεια Μπράιτ τα συμπτώματά της οποίας εμφανίζονταν στα νεφρά και το συγκεκριμένο νεφρό είχε τέτοιες ενδείξεις . Το γράμμα έκλεινε με την φράση «Πιάσε με όποτε μπορείς κύριε Λάσκ»…



Οι Ύποπτοι



Από την αρχή των φόνων, οι ύποπτοι ήταν πολλοί. Παρά τις έρευνες της αστυνομίας, δεν συγκεντρώθηκαν ποτέ αρκετά στοιχεία για να ενοχοποιηθεί επίσημα ένας από αυτούς. Οι παρακάτω ύποπτοι είχαν προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον της αστυνομίας λόγω της προσωπικότητάς τους, του επαγγέλματός τους ή κάποιας σύνδεσής τους με τα γεγονότα.



Μόνταγκιου Τζον Ντρούιτ (Montague John Druitt)



Ο Μόνταγκιου Τζον Ντρούιτ γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1857 στο Ντόρσετ τη Αγγλίας. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος ήταν δικηγόρος και καθηγητής στο οικοτροφείο Τζωρτζ Βάλεντάιν από το οποίο απόλύθηκε λίγο πριν από τον θάνατό του. Ασχολούνταν με τον αθλητισμό και έπαιζε ερασιτεχνικά κρίκετ. Το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει στον Τάμεση στις 31 Δεκεμβρίου του 1888. Η ιατροδικαστές που εξέτασαν το πτώμα κατέληξαν στο ότι το σώμα είχε μείνει αρκετές εβδομάδες στον πάτο του ποταμού με πέτρες μέσα στις τσέπες των ρούχων. Η εξαφάνισή και ο θάνατός του λίγο μετά την πέμπτη δολοφονία που αποδίδεται στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη (9 Νοεμβρίου 1888), σε συνδυασμό με ορισμένες «απόρρητες πληροφορίες», οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι εκείνος ήταν ο Αντεροβγάλτης και η αυτοκτονία του ήταν ο λόγος που σταμάτησαν τόσο απότομα οι δολοφονίες.



Τζωρτζ Τσάπμαν (George Chapman)



Ο Σεβερίν Αντόνιοβιτς Κλοσόβσκι, γνωστός και ως Τζωρτζ Τσάπμαν (καμία σχέση με το θύμα Άννυ Τσάπμαν) γεννήθηκε στην Πολωνία και ήρθε στα τέλη του 1800 στη Βρετανία. Ήταν αναμφισβήτητα ένοχος για την δηλητηρίαση των τριών συζύγων του και αυτός ήταν ο λόγος που κρεμάστηκε το 1903. Ζούσε στο Λονδίνο την περίοδο των φόνων, ήταν βίαιος και πιθανόν διέθετε ιατρικές γνώσεις. Για κάποια περίοδο ήταν ο βασικός ύποπτος μιας και ορισμένοι τον είχαν δει να κυκλοφορεί με τα θύματα και κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι

διέθετε τις απαιτούμενες ιατρικές γνώσεις για να διαπράξει τους ακρωτηριασμούς των θυμάτων. Η βασική όμως ένσταση για την ταύτισή του με τον Αντεροβγάλτη, ήταν το γεγονός ότι είχε σκοτώσει τις τρεις συζύγους του με δηλητήριο και θα ήταν πολύ ασυνήθιστο για έναν δολοφόνο να αλλάξει τόσο δραστικά τον τρόπο τέλεσης των εγκλημάτων του.



Ααρόν Κοσμίνσκι (Aaron Kosminski)



Ο Ααρόν Κοσμίνσκι γεννήθηκε στην Πολωνία το 1865. Ήταν μέλος της εβραϊκής κοινότητας του Λονδίνου. Το 1891 μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική. Οι λόγοι που θεωρήθηκε ένας από τους βασικότερους υπόπτους ήταν ότι μισούσε τις γυναίκες, είχε δολοφονικές τάσεις, και ήταν ο μοναδικός από τους υπόπτους που έμοιαζε με έναν άνδρα που μάρτυρες είχαν δει κοντά στο Mitre square. Ο επιθεωρητής Σουάνσον ανέφερε ότι «ο



Αντεροβγάλτης είχε αναγνωριστεί από το μόνο άτομο που συμπαθούσε τον δολοφόνο» (εννοώντας τον μάρτυρα Ισραέλ Σβαρτς ο οποίος όμως αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον άλλου Εβραίου). Η τρέλα του τον οδήγησε σε ακουστικές παραισθήσεις, φόβο να ταΐζεται από άλλους και άρνηση να κάνει μπάνιο. Στο άσυλο ήταν ήρεμος, εκτός από μια φορά που είχε πετάξει καρέκλα στους νοσοκόμους. Παλιότερα είχε αναφερθεί ότι είχε απειλήσει την αδερφή του με μαχαίρι. Πέρα από αυτά τα δύο περιστατικά δεν υπήρχαν άλλες ενδείξεις βίαιης συμπεριφοράς.



Τζον Πίτζερ (John Pizer)



Ο Τζον Πίτζερ ήταν Εβραίος από την Πολωνία και δούλευε ως παπουτσής στο Γουάιτσαπελ. Μετά τους δύο φόνους του Αντεροβγάλτη κλήθηκε στην αστυνομία για ερωτήσεις. Πιστεύεται ότι ο Πίτζερ ήταν ο άνδρας που ονομάζονταν «Δερμάτινη Ποδιά» και ήταν περιβόητος για μικροεπιθέσεις σε πόρνες. Τις πρώτες μέρες των φόνων αρκετοί πίστευαν ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος. Οι υποψίες διαλύθηκαν όταν την ώρα που συνέβαινε ένας από τους φόνους, εκείνος συζητούσε με κάποιον αστυνόμο.



Φράνσις Τάμπλετι (Francis Tumblety)



Ο «γιατρός» Φράνσις Τάμπλετι, ήταν ένας φαινομενικά αμόρφωτος ή ημιμαθής Αμερικάνος που γεννήθηκε το 1833 και δημιούργησε μια μικρή περιουσία παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως μεγάλο γιατρό σε ΗΠΑ, Καναδά και Ευρώπη. Θεωρούνταν μισογύνης, είχε κατηγορηθεί για τον θάνατο μερικών ασθενών του και το 1888 βρίσκονταν στο Λονδίνο. Στις 7 Νοεμβρίου του 1888 είχε συλληφθεί για «πράξεις μεγάλης ανηθικότητας», πέραν των κατηγοριών για ομοφυλοφιλικές πράξεις. Αφέθηκε με περιοριστικούς όρους στις 16 Νοεμβρίου. Αντί να περιμένει να εκδικαστεί η υπόθεσή του, έφυγε για την Γαλλία στις 24 Νοεμβρίου του 1888 και από εκέι πέρασε στην Αμερική και μετά στον Καναδά. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι την περίοδο που ο Τάμπλετι βρίσκεται στην Αμερική δολοφονούνται ιερόδουλες με παρόμοιο τρόπο με αυτόν του Αντεροβγάλτη και λίγο αργότερα παρόμοιες δολοφονίες συμβαίνουν και στον Καναδά. Παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να συνδέσει με το πρόσωπό του τις παραπάνω δολοφονίες, αν και ο ίδιος βρίσκονταν και στους δύο τόπους την περίοδο που συνέβαιναν τα εγκλήματα. Υποστηρίζεται ότι μάλλον είχε αποφυλακιστεί την ημέρα της δολοφονίας της Μαίρη Τζέιν Κέλλυ (9 Νοεμβρίου), αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία να τεκμηριώνουν την παραπάνω άποψη. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ήταν δολοφόνος ή ένας εκκεντρικός που εσφαλμένα κατηγορήθηκε. Λέγεται ότι αρκετά χρόνια μετά τους φόνους, ένας αξιωματικός της Σκότλαντ Γιάρντ, έστειλε γράμμα σε κάποιον δημοσιογράφο και σε αυτό παρουσίαζε τον Τάμπλετι ως τον βασικό ύποπτο της υπόθεσης. Κανείς όμως δεν ξέρει αν ο συγκεκριμένος αξιωματικός είχε λάβει μέρος στις τότε έρευνες. Βασική ένσταση στο ενδεχόμενο να είναι ο Τάμπλετι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, αποτελεί το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλος και κατά κύριο λόγο οι ομοφυλόφιλοι άνδρες σειριακοί δολοφόνοι σκοτώνουν άνδρες και όχι γυναίκες. Παρόλα αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τάμπλετι είχε παντρευτεί σε πολύ νεαρή ηλικία και χώρισε τη γυναίκα του, την οποία αγαπούσε πολύ, όταν έμαθε ότι ήταν πόρνη...




ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης έμεινε στη ιστορία για πολλούς λόγους. Δεν ήταν ο πρώτος σειριακός δολοφόνος αλλά ήταν ίσως ο πρώτος που εμφανίστηκε σε μια μία μεγάλη μητρόπολη την εποχή που ο γενικός πληθυσμός μπορούσε να διαβάζει και να γράφει και ο Τύπος μετατρέπονταν σε μέσο πίεσης για κοινωνική αλλαγή. Εμφανίστηκε την εποχή μεγάλων πολιτικών αναταραχών όπου τόσο οι φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές μεταρρυθμιστές, όσο και οι Ιρλανδοί επαναστάτες προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τα εγκλήματα που συνέβαιναν για δικούς τους σκοπούς. Η εφημερίδες κατέγραφαν βήμα προς βήμα τη δράση του και τις έρευνες της αστυνομίας για την αποκάλυψή και σύλληψή του. Καθημερινά δημοσιεύονταν άρθρα που αναφέρονταν στο κλίμα φόβου που επικρατούσε στο Γουέστ Εντ ενώ δεν ήταν λίγα και τα άρθρα που με αφορμή την τότε κατάσταση έκαναν επίθεση σε κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Ο κόσμος του Λονδίνου, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος είχε στραφεί και παρακολουθούσε την υπόθεση και τις προεκτάσεις της. Η δημοσιογραφική κάλυψη του γεγονότος ήταν αυτό που έδωσε νέες διαστάσεις, διαστάσεις που μέχρι τότε ήταν άγνωστες, στην κατά συρροή δράση ενός δολοφόνου. Ο Τύπος ήταν επίσης εν μέρει υπεύθυνος για τη δημιουργία αρκετών μύθων γύρω από το όνομα του Τζακ του Αντεροβγάλτη, οι οποίοι τον μετέτρεψαν από έναν θλιβερό δολοφόνο γυναικών σε μια από τις πιο σκοτεινές φιγούρες της ιστορίας. Αλλά και ο ίδιος ο δολοφόνος ήταν υπεύθυνος για την φήμη που τελικά απέκτησε. Στις μέρες μας θα μπορούσε απλώς να είναι ένας τυπικός σειριακός δολοφόνος με σεξουαλικά κίνητρα. Εκείνος όμως, ευνοημένος και από την τότε απουσία της σήμανσης και των υπόλοιπων επιστημονικών μεθόδων διαλεύκανσης εγκλημάτων, κατάφερε να τρομοκρατήσει μια ολόκληρη πόλη και να στρέψει την προσοχή επάνω του αφήνοντας στο πέρασμά του κατακρεουργημένα πτώματα γυναικών. Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης δεν πιάστηκε ποτέ. Αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μυστήρια που περιέβαλαν το όνομά του δημιούργησε έναν διανοητικό γρίφο που οι άνθρωποι ακόμα προσπαθούν να λύσουν…

της Μαίρης Μαρούλη,



ασκούμενης δικηγόρου
 

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013