Ο νεκρός φίλος μου

Γειά σας. Θα ήθελα να σας πω κι εγώ για τον νεκρό μου φίλο τον Αλέξανδρο. Με τον Αλέξανδρο μεγαλώσαμε μαζί. Ήμασταν γείτονες και οι γονείς μας είχαν και έχουν μία πάνω από φιλική σχέση μεταξύ τους. Ήμασταν και οι δύο μοναχοπαίδια και έτσι ο ένας έβλεπε στα μάτια του άλλου τον αδερφό που δεν είχε. Ήμασταν σαν αληθινά αδέρφια και αποκαλούσαμε ο ένας τον άλλον ως αδερφάκι.


Όταν τελειώσαμε τον στρατό μας αγόρασαν οι γονείς μας από μία ίδια μηχανή και περνούσαμε τον καιρό μας ξένοιαστα κάνοντας όλη μέρα και νύχτα βόλτες. Πέρυσι τον Σεπτέμβριο ( στις 7 του μήνα) είχαμε βγεί το μεσημέρι για καφέ σε ένα γειτονικό χωριό και στον δρόμο για τον γυρισμό ο Αλέξανδρος με προσπέρασε με την μηχανή του και άρχισε να τρέχει κοροϊδεύοντας με ότι πάω σαν κότα. Εγώ του έβγαλα την γλώσσα μέσα από το κράνος αλλά αυτός άνοιξε κι άλλο ταχύτητα και με άφησε πίσω νομίζοντας ότι θα τρέξω κι εγώ για να τον φτάσω. Εγώ έμεινα πίσω όμως γιατί δεν ήθελα να τρέξω και είπα ότι θα τον προλάβω όταν φτάσουμε στο χωριό.

Μετά από ένα χιλιόμετρο είδα πάνω στον δρόμο ένα αυτοκίνητο με αναμμένα τα αλάρμ και δύο άτομα έξω από το αυτοκίνητο. Έκοψα ταχύτητα και είδα αυτό που δεν πίστευα ότι θα δω. Είδα την μηχανή του Αλέξανδρου στα χωράφια και έναν τρίτο να τρέχει προς τα εκεί. Σταμάτησα και έτρεμα αλλά έτρεχα με όσο κουράγιο είχα προς τον φίλο μου. Ήταν πεσμένος 20 μέτρα πιο πέρα και γυρισμένος ανάσκελα. Ο κύριος που είχε το αυτοκίνητο έπαιρνε τηλέφωνο το ασθενοφόρο και με ρώταγε αν τον ξέρω. Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Έτρεμα. Πήγα από πάνω του και είδα ότι είχε αίμα στο στόμα του και είχε γδαρθεί στα χέρια και στα πόδια. Ήταν αναίσθητος. Ήρθε το ασθενοφόρο και πήγαμε στο νοσοκομείο. Ειδοποίησα τους γονείς του και τους δικούς μου και ήρθαν όλοι εκεί. Τον έβαλαν στην εντατική μετά από μία επέμβαση και μας είπαν ότι είναι άσχημη η κατάσταση του.

Εγώ έκλαιγα όλη μέρα. Πήγαινα το πρωί στο νοσοκομείο μήπως μπορέσω να τον δω και να μάθω νέα αλλά οι γιατροί άφηναν μόνο έναν να μπαίνει μέσα για πέντε λεπτά και έμπαινε η μητέρα του. Μία μέρα μπήκα κι εγώ μαζί της κρυφά και τον είδα. Ήταν σαν να κοιμάται. Οι μέρες περνούσαν κι εγώ έκλαιγα και παρακαλούσα τον θεό και τους αγίους να τον κάνουν καλά αλλά η κατάσταση του ήταν σταθερή.

Μετά από μία εβδομάδα από το ατύχημα είχα πάει μόνος μου σε ένα σημείο που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε με τον Αλέξανδρο και να μιλάμε για διάφορα πράγματα. Αυτό το σημείο είναι ένας λόφος ψηλός που ο χωματόδρομος σε αφήνει κάτω από αυτόν. Κάθισα στα βράχια και έκλαιγα για τον φίλο μου. Προσευχόμουν και παρακάλαγα τον θεό να τον βοηθήσει με όλη μου την καρδιά. Σε κάποια στιγμή άκουσα βήματα και τον θόρυβο που κάνουν τα ξερά χόρτα όταν κάποιος πατάει πάνω τους. Σκέφτηκα ότι κάποιος είναι και σκούπισα να δάκρυα μου για να μην με δεί να κλαίω.

Σήκωσα το κεφάλι μου προς το σημείο του δρόμου και τότε είδα να έρχεται προς το μέρος μου ο Αλέξανδρος. Τα έχασα. Πετάχτηκα επάνω και έκανα να πάω να τον αγκαλιάσω αλλά πάγωσα όταν σκέφτηκα ότι μόλις πριν από μία ώρα είχα γυρίσει από το νοσοκομείο που έχουν τον Αλέξανδρο. Κοκάλωσα και έμεινα να τον κοιτώ που ερχόταν προς το μέρος μου. Ήταν ντυμένος με τα ρούχα που φόραγε όταν έπεσε με την μηχανή. Σκεφτόμουν πως είναι όνειρο αλλά είχα τις αισθήσεις μου και ένοιωθα φόβο και κρύο στην πλάτη μου.

Ο Αλέξανδρος συνέχισε να περπατά και έφτασε μπροστά μου. Στάθηκε και με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια μου. Ψέλλισα… Αλέξανδρε…αλλά δεν μου απάντησε. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και έβγαλε κάτι που το κρατούσε μέσα στην χούφτα του. Άπλωσα το χέρι μου και μου άφησε απαλά μέσα στην παλάμη μου τον αγαπημένο του αναπτήρα zippo που είχε χαραγμένα πάνω του τα αρχικά του.

Πάγωσε το χέρι μου από το κρύο μέταλλο και κόντεψα να τον πετάξω κάτω. Τον κράτησα όμως και συνέχισα να τον κοιτώ. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Ο Αλέξανδρος μου σήκωσε το χέρι σαν να με χαιρετούσε και με προσπέρασε περπατώντας. Γύρισα από την άλλη και του είπα…-Που πας; ….Αλλά και πάλι δεν μου απάντησε. Άρχισε να χάνετε από τα μάτια μου ώσπου έσβησε εντελώς.

Έπεσα στο χώμα και άρχισα να κλαίω με φωνή και να σφίγγω τον αναπτήρα που μου είχε δώσει. Την μέρα του ατυχήματος τον είχε μαζί του. Τον θυμάμαι πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα του. Έμεινα εκεί στον λόφο μέχρι που άρχισε να βραδιάζει και πήρα τον δρόμο για το σπίτι. Στον δρόμο με πήρε ο πατέρας μου τηλέφωνο για να δεί τι κάνω και του είπα ότι σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί. Όταν πήγα σπίτι μου είπαν ότι τους πήρε τηλέφωνο ο πατέρας του Αλεξάνδρου και ότι ο φίλος μου πριν από μία ώρα έπαθε μία επιπλοκή και ξεψύχησε.

Ξέσπασα πάλι σε κλάματα και όλοι προσπαθούσαν να με ηρεμίζουν. Θα έδινα και την ζωή μου για να ζήσει ο φίλος μου. Πήγα στην κηδεία του την επόμενη μέρα και μετά πήγα και πάλι στον λόφο που τον είχα δεί την προηγούμενη μέρα μήπως και τον συναντήσω πάλι. Όμως δεν ήρθε. Δεν τον είδα ποτέ ξανά από τότε. Πηγαίνω εκεί ακόμα και τώρα με την ελπίδα πως θα τον ξαναδώ αλλά μάταια.

Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε και ακόμα μου λείπει τρομερά ο αδερφός μου ο Αλέξανδρος. Ας είναι καλά εκεί που είναι, μόνο αυτό θέλω.

Έγραψα την ιστορία μου όχι γιατί θέλω να με πιστέψετε ότι τα έζησα όλα αυτά που σας είπα, αλλά γιατί πιστεύω ότι αυτό ήθελε να μου πεί ο Αλέξανδρος. Ότι δεν τελειώνουν όλα με τον θάνατο.

Σας Ευχαριστώ.

H Παραπάνω εμπειρία αποτελεί σχόλιο του άρθρου ¨Η γλώσσα των νεκρών¨ αλλά την δημοσιεύω ως αυτούσιο άρθρο. Ευχαριστώ πολύ τον αναγνώστη που μου την απέστειλε.

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013