Στο φύλλο της 19ης Μαρτίου η εκδιδόμενη στο Ηράκλειο έγκριτη εφημερίδα
«Ελευθέρα Σκέψις» του γνωστού λογοτέχνη και συγγραφέα της «Ιστορίας της
Κρήτης» κ. Ιωάννη Μουρέλλου, δημοσιεύει το παρακάτω περιστατικό με τον
τίτλο : «Τι αφηγείται ένας χωρικός».
Προχθές ήρθε στα γραφεία μας ο Εμμ. Παντουβάκης κάτοικος Ρεθύμνου όπου μας διηγήθηκε την παρακάτω καταπληκτική περιπέτειά του την οποία και δημοσιεύουμε με κάθε επιφύλαξη λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος της. Την νύχτα της 11ης προς 12ην Μαρτίου, όπως διηγείται ο Εμμ. Παντουβάκης, είχα αναχωρήσει από τον Μυλοπόταμο με σκοπό να πάω στο Ηράκλειο γιατί την άλλη μέρα θα συναντούσα τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου το οποίο θα αγόραζα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και έκανε φοβερό κρύο και σαν να μην έφταναν αυτά αργότερα άρχισε και ένας δυνατός άνεμος.
Είχα αρχίσει να μετανοώ γιατί ξεκίνησα νύχτα ενώ μπορούσα να πάρω την άλλη μέρα λεωφορείο και να φτάσω πάλι στην ώρα μου. Γύρω στις 12.30 το βράδυ το ζώο που με μετέφερε στο Ηράκλειο σταμάτησε ξαφνικά και παρά τις επίμονες προσπάθειές μου στάθηκε αδύνατο να προχωρήσει. Επειδή η κατάσταση συνεχιζόταν και δεν υπήρχε περίπτωση να προχωρήσει αναγκάστηκα να κατέβω και άρχισα να το σέρνω και να το χτυπώ αλλά τίποτα! Εκείνο έμενε επίμονα στη θέση του με το κεφάλι στραμμένο στα δεξιά σε ένα σημείο του δρόμου όπου υπήρχε ένας μικρός θάμνος.
Περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από περιέργεια, προχώρησα τρία με τέσσερα προς τον θάμνο τον οποίο άρχισα να ερευνώ με την ράβδο μου. Την ίδια όμως στιγμή άκουσα ένα περίεργο μουρμουρητό και στεναγμούς ανθρώπου που θα έλεγε κανείς ότι ήταν πληγωμένος ή άρρωστος Ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπα. Παρ’ όλα αυτά μπόρεσα να τον ανακαλύψω.
Φορούσε ένα καπότο τα γένια και τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα. «Εσύ είσαι Μανώλη;» με ρώτησε Ομολογώ ότι ένιωσα ένα παράξενο φόβο και αισθάνθηκα ισχυρό κλονισμό. Που ήξερε το όνομά μου ο περίεργος αυτός άνθρωπος. Τι γύρευε στο μέρος εκείνο τέτοια ώρα; Μέχρι σήμερα έχω οδοιπορήσει πολλές φορές τη νύχτα και μάλιστα με χειμωνιάτικο καιρό αλλά ποτέ δεν μου έτυχε τέτοιο περιστατικό. Έσκυψα και τον ρώτησα: «Ποιος είσαι; Που ξέρεις το όνομά μου;» «Και να σου το πω δεν θα με γνωρίσεις. Ούτε σε είδα ούτε με είδες ποτέ» «Ναι αλλά το όνομά μου που το έμαθες;» «Εγώ Παντουβάκη, ξέρω όλο τον κόσμο» Τρόμαξα περισσότερο. Ώστε ήξερε και το επίθετό μου; Έκανα το σταυρό μου και ετοιμάστηκα να φύγω τρέχοντας. «Που πας; Γύρισε πίσω. Πενήντα μέτρα πιο κάτω θα βρεις το σακούλι σου με τα χρήματα που σου έπεσε χωρίς να το καταλάβεις.»
Αστραπιαία έφερα το χέρι μου μέσα στο πουκάμισό μου και αντιλήφθηκα ότι πράγματι είχα χάσει τα χρήματά μου γύρω στις 700 δρχ. Επέστρεψα τότε γύρω στα πενήντα μέτρα και τα βρήκα. Ο γέρος όμως είχε εξαφανιστεί.
Πηγή
Προχθές ήρθε στα γραφεία μας ο Εμμ. Παντουβάκης κάτοικος Ρεθύμνου όπου μας διηγήθηκε την παρακάτω καταπληκτική περιπέτειά του την οποία και δημοσιεύουμε με κάθε επιφύλαξη λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος της. Την νύχτα της 11ης προς 12ην Μαρτίου, όπως διηγείται ο Εμμ. Παντουβάκης, είχα αναχωρήσει από τον Μυλοπόταμο με σκοπό να πάω στο Ηράκλειο γιατί την άλλη μέρα θα συναντούσα τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου το οποίο θα αγόραζα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και έκανε φοβερό κρύο και σαν να μην έφταναν αυτά αργότερα άρχισε και ένας δυνατός άνεμος.
Είχα αρχίσει να μετανοώ γιατί ξεκίνησα νύχτα ενώ μπορούσα να πάρω την άλλη μέρα λεωφορείο και να φτάσω πάλι στην ώρα μου. Γύρω στις 12.30 το βράδυ το ζώο που με μετέφερε στο Ηράκλειο σταμάτησε ξαφνικά και παρά τις επίμονες προσπάθειές μου στάθηκε αδύνατο να προχωρήσει. Επειδή η κατάσταση συνεχιζόταν και δεν υπήρχε περίπτωση να προχωρήσει αναγκάστηκα να κατέβω και άρχισα να το σέρνω και να το χτυπώ αλλά τίποτα! Εκείνο έμενε επίμονα στη θέση του με το κεφάλι στραμμένο στα δεξιά σε ένα σημείο του δρόμου όπου υπήρχε ένας μικρός θάμνος.
Περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από περιέργεια, προχώρησα τρία με τέσσερα προς τον θάμνο τον οποίο άρχισα να ερευνώ με την ράβδο μου. Την ίδια όμως στιγμή άκουσα ένα περίεργο μουρμουρητό και στεναγμούς ανθρώπου που θα έλεγε κανείς ότι ήταν πληγωμένος ή άρρωστος Ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπα. Παρ’ όλα αυτά μπόρεσα να τον ανακαλύψω.
Φορούσε ένα καπότο τα γένια και τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα. «Εσύ είσαι Μανώλη;» με ρώτησε Ομολογώ ότι ένιωσα ένα παράξενο φόβο και αισθάνθηκα ισχυρό κλονισμό. Που ήξερε το όνομά μου ο περίεργος αυτός άνθρωπος. Τι γύρευε στο μέρος εκείνο τέτοια ώρα; Μέχρι σήμερα έχω οδοιπορήσει πολλές φορές τη νύχτα και μάλιστα με χειμωνιάτικο καιρό αλλά ποτέ δεν μου έτυχε τέτοιο περιστατικό. Έσκυψα και τον ρώτησα: «Ποιος είσαι; Που ξέρεις το όνομά μου;» «Και να σου το πω δεν θα με γνωρίσεις. Ούτε σε είδα ούτε με είδες ποτέ» «Ναι αλλά το όνομά μου που το έμαθες;» «Εγώ Παντουβάκη, ξέρω όλο τον κόσμο» Τρόμαξα περισσότερο. Ώστε ήξερε και το επίθετό μου; Έκανα το σταυρό μου και ετοιμάστηκα να φύγω τρέχοντας. «Που πας; Γύρισε πίσω. Πενήντα μέτρα πιο κάτω θα βρεις το σακούλι σου με τα χρήματα που σου έπεσε χωρίς να το καταλάβεις.»
Αστραπιαία έφερα το χέρι μου μέσα στο πουκάμισό μου και αντιλήφθηκα ότι πράγματι είχα χάσει τα χρήματά μου γύρω στις 700 δρχ. Επέστρεψα τότε γύρω στα πενήντα μέτρα και τα βρήκα. Ο γέρος όμως είχε εξαφανιστεί.
Πηγή