Ποιoς δολοφόνησε τον Κώστα Ταχτσή; – I

Κώστας Ταχτσής
Κώστας Ταχτσής

Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1988, η συνοικία του Κολωνού, αρχικά, και η υπόλοιπη Αθήνα στη συνέχεια, συγκλονίστηκαν από την αποκάλυψη ενός στυγερού εγκλήματος:  ο Κώστας Ταχτσής, ο συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι», είχε βρεθεί στραγγαλισμένος στο σπίτι του.

Μέχρι σήμερα η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη, μια «παγωμένη υπόθεση» στα αρχεία της αστυνομίας.  Το 2008 η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Ταχτσή, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα, αποσπάσματα από το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα στο «Έγκλημα και Τιμωρία».

Έφηβος
Έφηβος

Κώστας Ταχτσής (1927 – 1988).
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. 

Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. 

Στη μέση, στρατιώτης το 1947
Στη μέση, στρατιώτης το 1947

Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Ποιήματα”. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η “Συμφωνία του ‘Μπραζίλιαν’” (1954) και το “Καφενείο ‘Το Βυζάντιο’” (1956). Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο. 

Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας “Το παιδί και το δελφίνι” ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. 

ταχτσης τελος 
Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε “Το τρίτο στεφάνι”, το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού “Πάλι” (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη “Δήλωση των 18″ κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια. 

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. 

Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα “Το τρίτο στεφάνι”, μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.

images1 

Ο συν-εκδότης του περιοδικού “Πάλι” Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό “Αντί”, τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: “Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου”: “Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. [...] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο “αριστοφανικός”, δεν ήταν ποτέ “παρωδικός”. Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς.” Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ταχτσή βλ. Ζήρας, Αλέξης, “Ταχτσής Κώστας”, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παπαγεωργίου, Κώστας Γ., “Κώστας Ταχτσής”, στο “Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67″, Ζ΄, σ. 250-289. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, και την αυτοβιογραφία του, “Το φοβερό βήμα”. Αθήνα, Εξάντας, 1989.
Στοιχεία από το Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών του Ε.ΚΕ.ΒΙ.

12213797 

Ποιός δολοφόνησε τον Κώστα Ταχτσή;
Για τους πολλούς είναι ο συγγραφέας του πολυδιαβασμένου βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι». Για την αστυνομία παραμένει ένας ακόμα φάκελος, με την ένδειξη “ανεξιχνίαστο έγκλημα”. Ο Κώστας Ταχτσής ήξερε να διαφέρει ακόμα και στο θάνατό του…

Σάββατο 27 Αυγούστου 1988. Η Ελπίδα Αρτέμη βρίσκει το πτώμα του αδερφού της Κώστα Ταχτσή στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τιρνάβου 26. Το ιατροδικαστικό πόρισμα μιλά για στραγγαλισμό που είχε γίνει πριν από 48 ώρες, νωρίς το βράδυ της Πέμπτης. Γείτονας όμως καταθέτει ότι είδε το γνωστό συγγραφέα και δηλωμένο ομοφυλόφιλο να μπαίνει στο σπίτι του συνοδευόμενος από κάποιους νεαρούς, ξημερώματα Παρασκευής. Όπως και να έχει, το θύμα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Από τις εξετάσεις αίματος προέκυψε ότι είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία και έλειπαν ένα βίντεο, μια φωτογραφική μηχανή και ένας αυτόματος τηλεφωνητής, αφήνοντας ανοικτό και το ενδεχόμενο της ληστείας. Η αστυνομία ενεργοποιείται άμεσα εξαπολύοντας ανθρωποκυνηγητό σε όλη τη γειτονιά του Κολωνού, τους γύρω δρόμους του Μεταξουργείου μέχρι την Ομόνοια, για την ανακάλυψη του δράστη. Οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει μιλούν για τρία άτομα που το ίδιο βράδυ είχαν επισκεφθεί το σπίτι του Ταχτσή. Ο τελευταίος ήταν γύρω στα τριάντα, μελαχρινός με μουστάκι και καλοντυμένος. Γύρω από αυτόν επικεντρώνονται οι έρευνες. Όμως ο δράστης, αν υποθέσουμε ότι επρόκειτο για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν θα βρεθεί ποτέ. Τα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται στο σπίτι αποδεικνύεται ότι ανήκουν σε συγγενικά ή φιλικά με το θύμα πρόσωπα, υπεράνω κάθε υποψίας. Έτσι, η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή αρχειοθετείται έκτοτε ανάμεσα στις μερικές δεκάδες ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες που κατά καιρούς απασχολούν την Ασφάλεια. Ωστόσο, η οικογένεια του ασυμβίβαστου συγγραφέα έχει διαφορετική γνώμη. Η ανιψιά του Έλλη μού εξηγεί ότι η μητέρα της βρήκε ανοιχτά τα φώτα της εισόδου στο σπίτι στον Κολωνό, ένδειξη ότι ο Ταχτσής περίμενε κάποιον φίλο, καθώς στο σπίτι του δεν δεχόταν εραστές. Η στενή του φίλη Νένη Σταμάτη, με την οποία είχε στις εννέα ραντεβού, του τηλεφώνησε στο σπίτι και δεν τον βρήκε ποτέ. Το γεγονός τής προκάλεσε έκπληξη, δεδομένου ότι ο Ταχτσής δεν υπήρξε ποτέ του ασυνεπής. Εξίσου ανεξήγητο ήταν το ότι στο σπίτι του δεν βρέθηκαν οι δακτυλογραφημένες σελίδες της υπό έκδοση αυτοβιογραφίας του, αποσπάσματα της οποίας ο συγγραφέας είχε διαβάσει τόσο στην κυρία Σταμάτη όσο και στην εκδότρια του Εξάντα, Μάγδα Κοτζιά. Ο Ταχτσής ουδέποτε χάιδεψε τα αφτιά κανενός, εχθρού ή φίλου. Και στο βιβλίο του φωτογραφίζονταν πρόσωπα της ανώτερης κοινωνίας με όχι και τόσο κολακευτικό τρόπο. 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008

BKS.0696115 
«Ας μη με είχες πετάξει…»
«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν’ αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας “θρύλος”, κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της “καλής” κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων», γράφει ο Γιάννης Βασιλάκος στο βιβλίο του για τον Ταχτσή «Η αθέατη πλευρά της σελήνης», από τις Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ.

Τα χρόνια της Αυστραλίας
Εγκατεστημένος από νήπιο στην Αυστραλία όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα ως νεοελληνιστής, ο 57χρονος φιλόλογος πρωτογνώρισε τον Ταχτσή ως συγγραφέα, φοιτητής, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μελετώντας το «Τρίτο στεφάνι».

Ενα μυθιστόρημα που και οι καθηγητές και ο φοιτητόκοσμος εκεί συζητούσαν μ’ ενθουσιασμό, λογαριάζοντας, μάλιστα, τον Ταχτσή ως «δικό» τους άνθρωπο, μια και το είχε γράψει την περίοδο που ζούσε στα μέρη τους ξενιτεμένος.

Με μια διδακτορική διατριβή για τον Καχτίτση στο ενεργητικό του, ο Βασιλακάκος φλέρταρε για χρόνια με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ταχτσή, αλλά την έρευνά του την ξεκίνησε τελικά πριν από μια πενταετία. Χάρη στον ποιητή Γιάννη Κοντό, ήρθε σ’ επαφή με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του Ελλη, οι οποίες του παρείχαν «ανεπιφύλακτα» πρόσβαση στο αρχείο και στα κατάλοιπά του.

Μέσω των τελευταίων προσέγγισε στη συνέχεια ανθρώπους-κλειδιά όπως τις έμπιστες φίλες του Ταχτσή, Ιώ Μαρμαρινού, Πολυξένη Σταμάτη και Τέσσα Πράττου ή τον εξάδελφο και συμμαθητή του Τάκη Αργυρό, ενώ συνομιλητές του υπήρξαν και οι Αλέκος Φασιανός, Θανάσης Νιάρχος, Μάγδα Κοτζιά και Τάκης Σπετσιώτης. Κι αφού ξεκοκάλισε πλήθος συνεντεύξεων και μαρτυριών γύρω από τον Ταχτσή που δημοσιεύτηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θανατό του -που είκοσι χρόνια τώρα παραμένει ανεξιχνίαστος- προχώρησε σ’ ένα είδος βιογραφίας-ρεπορτάζ, που επιχειρεί ν’ ακτινογραφήσει το αίνιγμα «Ταχτσής» κατά τους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του.

b12942 
Μια διαλυμένη οικογένεια
 «Οσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο Βασιλακάκος, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ’ το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά ένα τρόπο την μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι’ αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του». Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ’ αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».

Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:

«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας “χτυπούσε” στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: “Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω” (…). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του “Το τρίτο στεφάνι”. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας…».

Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.

Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του… Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα “Η συμφωνία του Μπραζίλιαν”, ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό… Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι’ αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ’ τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό…».

Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».

Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».

Ο Βασιλακάκος θεωρεί πως όλη η ζωή όσο και ο μυστηριώδης θάνατος του Ταχτσή ήταν ένα είδος αποθέωσης του τυχοδιωκτισμού, με την έννοια της καλλιτεχνικής, διονυσιακής μέθης, παρά με την έννοια της εκμετάλλευσης των περιστάσεων. Σε ό,τι δε αφορά τη ροπή του προς τον έκλυτο νυχτερινό βίο, φαίνεται πως στην Αυστραλία δεν τον γλέντησε όσο θα ήθελε: συνελήφθη στους Αντίποδες και προφυλακίστηκε επειδή έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί, κάτι που απαγορευόταν αυστηρότατα εκείνη την εποχή.

Κι όπως λέει η Νεοζηλανδέζα Λόρνα Αντωνιάδη, η οποία έκανε αγώνα τότε για ν’ αποφευχθεί η απέλασή του από τη χώρα, υπήρξαν φίλοι του που δίσταζαν να τον βοηθήσουν από φόβο μη μαθευτεί ότι σχετίζονταν μαζί του και εκτεθούν…
o trito stefani_425x 
Η «αναλγησία» του Αγγελόπουλου
Πόση βαρύτητα είχαν οι φήμες ότι το «Τρίτο στεφάνι» ήταν κλεμμένο από χειρόγραφο του Γιάννη Τσαρούχη;

Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του Βασιλακάκου είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν την ιστορία προκειμένου να διαλύσει κάθε υποψία, ενώ φροντίζει να παραθέσει κι όλο το παρασκήνιο της άδοξης απόπειρας να μεταφερθεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ταχτσή στον κινηματογράφο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μια «αναλγησία», όπως γράφει, που οδήγησε τον συγγραφέα σε μια «απονενοημένη απόπειρα αυτοκτονίας».

«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν’ ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».

Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και… καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.

Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν’ αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.

Του ήταν αδύνατον να προσκυνάει οποιονδήποτε, τη στιγμή που ήξερε τη δική του αξία και ανωτερότητα» λέει η αδελφή του Ελπίδα στον Βασιλακάκο. Γιατί μπορεί η Ελλη Αλεξίου να είχε μιλήσει απαξιωτικά για το «Τρίτο στεφάνι» («Τι είναι αυτό;» είχε πει. «Δυο γυναίκες που συζητάνε πάνω από μπουγαδόνερα»…), αλλά, έστω και με καθυστέρηση, όλοι οι υπόλοιποι του λογοτεχνικού σιναφιού δήλωσαν θαυμαστές του.

»Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν’ αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του «Μπραζίλιαν» ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν’ αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Σκόπευε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα», που έμελλε να μείνει ημιτελές) να πάρει την εκδίκησή του. Δεν πρόλαβε. Κι η οικογένειά του θεωρεί ότι σ’ αυτά τα χειρόγραφα κρύβεται το μυστικό της δολοφονίας του, καθώς είχαν γίνει κοινωνοί της πρόθεσής του να προχωρήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για επωνύμους της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. «Εικασίες», επιμένει ο Θανάσης Νιάρχος, αλλά «όλα είναι δυνατά» λέει η εκδότρια του συγγραφέα Μάγδα Κοτζιά. Είκοσι χρόνια τώρα, τα αίτια της δολοφονίας του Ταχτσή, όπως κι ο δράστης της άλλωστε, μένουν στο σκοτάδι. Τα περί σκηνοθετημένης αυτοκτονίας, πάντως, όλοι οι συνομιλητές του Βασιλακάκου τα θεωρούν φαιδρά.
Σταυρούλα Παπασπύρου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008
Συνεχίζεται

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013