Έγκλημα στο χοιροστάσιο – I

του Γιάννη Ράγκου

Είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες από γυναίκα δράστιδα, αν και παραμένει εν πολλοίς άγνωστο, αφού η δημοσιότητα που έλαβε ήταν περιορισμένη. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την αποτρόπαιη κατάληξη μιας χαρακτηριστικής ιστορίας ενδοοικογενειακής βίας, της οποίας η ιδιαιτερότητα «σηματοδοτείται» όχι τόσο από τα γεγονότα που προηγήθηκαν και τον τρόπο που η δράστις πραγματοποίησε τον φόνο, αλλά κυρίως απ’ όσα έπραξε αμέσως μετά, επιχειρώντας να εξαφανίσει το πτώμα: αποτεφρώνοντάς το και πετώντας το στα γουρούνια και τα λύματα του χοιροστασίου, όπου αυτή και το θύμα εργάζονταν. Η δράστις, δηλαδή, «υιοθέτησε» χωρίς να το γνωρίζει μια μέθοδο που χρησιμοποιούσε παλιότερα και η σικελική μαφία Κόζα Νόστρα…
 
Την Τρίτη 24 Απριλίου 1979, η κίνηση γύρω από ένα χοιροστάσιο στη θέση «Βακαλόπουλος» στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης ήταν ασυνήθιστη: άνδρες της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Προαστίων Πρωτευούσης, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης Δ. Τρουγκάκος καθώς και πολλοί περίοικοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τα τεράστια φρεάτια του χοιροστασίου, την ώρα που ένα συνεργείο εκκένωσης βόθρων είχε αρχίσει τη συλλογή του περιεχομένου τους. Η αιτία όλης αυτής της κινητοποίησης ήταν πως οι αστυνομικοί υποψιάζονταν ότι σε κάποιο σημείο των εγκαταστάσεων του χοιροστασίου, ακόμα και στους βόθρους του, ήταν πιθανόν να υπάρχουν ίχνη του επί ένα μήνα εξαφανισμένου Χρήστου Κοντού, 37 ετών, παντρεμένου με 26χρονη Κατερίνα και πατέρα τριών παιδιών, δύο αγοριών 7 και 4 ετών και μίας κόρης 6 ετών.



Ο Χρήστος Κοντός

Οι συγγενείς του υποστήριζαν πως στην πραγματικότητα ο Κοντός είχε δολοφονηθεί και το πτώμα του είχε πεταχτεί, ολόκληρο ή τεμαχισμένο, σε κάποιο απόμερο σημείο του χώρου. Τις ίδιες υποψίες είχε και ο Δ. Τρουγκάκος, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε προσκομίσει στους αστυνομικούς την κασέτα του αυτόματου τηλεφωνητή του σπιτιού του θύματος, όπου είχαν καταγραφεί οι τηλεφωνικές συνομιλίες της Κατερίνας τις προηγούμενες ημέρες. Σε αυτή «η γυναίκα μιλούσε στους συγγενείς της μόνο για το θέμα της οικονομικής τακτοποιήσεώς της, χωρίς να κάνει καμιά κουβέντα προς την κατεύθυνση της ανευρέσεως του εξαφανισθέντος. Χειριζότανε τα ζητήματά της σαν ο άντρας της να έχει βγει από τη μέση οριστικά […]» (εφ. Ελευθεροτυπία, 26 Απριλίου 1979, σελ. 3). Το μόνο απτό στοιχείο που είχε στη διάθεσή της η αστυνομική έρευνα ήταν κάποιες κηλίδες αίματος που είχαν βρεθεί στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια Κοντού, πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου. Όμως, κανείς δεν μπορούσε να βεβαιώσει αν το αίμα αυτό ανήκε στον Κοντό ή προερχόταν από κάποιο σφαγμένο γουρούνι.

Η έρευνα στον πρώτο από τους δύο βόθρους έφερε, πράγματι, αποτέλεσμα: αργά το απόγευμα, ανάμεσα στα λύματα εντοπίστηκε ένα μεγάλο κόκαλο με ίχνη από κρέας, που έμοιαζε να αποτελεί μέρος ανθρώπινου μηρού. Το εύρημα παραδόθηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία για περαιτέρω έλεγχο, ενώ οι αστυνομικοί έσπευσαν αμέσως σε διαμέρισμα της οδού Εκαταίου, στον Νέο Κόσμο της Αθήνας, όπου είχε εγκατασταθεί προσωρινά η Κοντού με τα παιδιά της, προκειμένου να την μεταφέρουν για ανάκριση στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστίων. Καθώς ήταν η δεύτερη φορά, μέσα σε λίγες μέρες, που καλούταν για εξέταση, η Κοντού εξέφρασε την απορία της για το γεγονός ότι η αστυνομικοί υποψιάζονταν πως είχε δολοφονήσει τον άντρα της, εξαπέλυσε κατηγορίες εναντίον του επειδή την άφησε μόνη της με τρία παιδιά, ενώ υποστήριξε ότι το κόκαλο ήταν κάποιου σφαγμένου γουρουνιού. Η ανάκριση διήρκεσε όλη τη νύχτα και έως το μεσημέρι της 25ης Απριλίου, με την Κοντού να επιμένει πως ο άντρας της είχε φύγει ξαφνικά από το σπίτι και το χοιροστάσιο με δύο ακόμα άγνωστους άντρες, τους οποίους χαρακτήρισε ως «αγριάνθρωπους και χασικλήδες».


Η Κατερίνα Κοντού, σε παλιότερη φωτογραφία

Η ομολογία
Όμως, γύρω στις 4.30 το απόγευμα, η κατάσταση μεταβλήθηκε αιφνίδια: ήταν η ώρα που στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστίων έφτασε η πληροφορία ότι στον δεύτερο βόθρο του χοιροστασίου και μέσα σε μια σακούλα βρέθηκαν ματωμένα ρούχα που ανήκαν στον Χρήστο Κοντό, ενώ και η ιατροδικαστική υπηρεσία βεβαίωνε πως το κόκαλο ανήκε σε άνθρωπο. Τότε, η Κοντού «έσπασε» και ομολόγησε πως είχε δολοφονήσει τον άντρα της στις 25 Μαρτίου και ακολούθως τον είχε κάψει με βενζίνη και τα απομεινάρια τα είχε ρίξει στον βόθρο για να τα εξαφανίσει. «Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα» είπε σε μια αποστροφή του λόγου της στους εμβρόντητους αστυνομικούς.

Την επόμενη μέρα, η Κοντού μεταφέρθηκε στο χοιροστάσιο για την αναπαράσταση του εγκλήματος, μέσα σε κλίμα έντασης. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων «δύναμη από δεκάδες χωροφύλακες συγκρατούσε τα αδέλφια και άλλους συγγενείς και φίλους του θύματος, που όρμησαν δύο φορές να την λυντσάρουν με φωνές: “Σκοτώστε την πόρνη”. Για μια στιγμή ένας από τους αδελφούς του νεκρού όρμησε να σηκώσει και να ανατρέψει το Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν, ανάμεσα σε χωροφυλακίνες και χωροφύλακες, η συζυγοκτόνος» (εφ. Ελευθεροτυπία, 27 Απριλίου 1979, σελ. 3).



Η Κοντού μεταφέρεται στο χοιροστάσιο για την αναπαράσταση



Οι συγγενείς του θύματος επιχειρούν να λυντσάρουν τη δράστιδα
Σύμφωνα με όσα είπε η Κοντού στην ομολογία της αλλά και κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης, η αντίστροφη μέτρηση για τον φόνο άρχισε το μεσημέρι της Δευτέρας 25 Μαρτίου, όταν ο άντρας της επέστρεψε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα (του κυρ-Βασίλη, όπως τον αποκαλούσαν οι περίοικοι) και ζήτησε από την Κατερίνα να κατέβει στο κελάρι για να του φέρει και άλλο κρασί. Όταν αυτή αρνήθηκε, ο Κοντός την κτύπησε με έναν συρματένιο βούρδουλα. Το απόγευμα, οι δυο τους πήγαν να ταΐσουν τα ζώα και γύρω στις 7.30 ο Κοντός αποφάσισε να πάει σε ταβέρνα της περιοχής για να πιει. Η Κατερίνα επιχείρησε να τον αποτρέψει και τότε αυτός την γρονθοκόπησε και με ένα μαχαίρι την απείλησε πως θα την σκότωνε. Η Κοντού άρπαξε ένα σωλήνα μήκους 65 εκ. (από την τσάπα με την οποία ανακάτευαν τις τροφές των ζώων) και κτύπησε τον άντρα της δύο φορές, την ώρα που αυτός περνούσε το κατώφλι της πόρτας. Ζαλισμένος από τα κτυπήματα, ο Χρήστος Κοντός κατρακύλησε στα σκαλιά ως το ισόγειο. Η Κοντού τον πλησίασε και τον κτύπησε άλλες τέσσερις φορές.


Η Κοντού δείχνει στους αστυνομικούς με ποιον τρόπο κτύπησε το θύμα

Στα γουρούνια…
«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει» εξήγησε η ίδια στους αστυνομικούς και τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Παν. Γιαμαρέλλο κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης. «Όταν βεβαιώθηκα πως ήταν νεκρός πέρασα ένα σχοινί στις μασχάλες του και τον έσυρα. Ήταν πολύ βαρύς (σ.σ.: σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το θύμα ζύγιζε 100-120 κιλά). Τον τράβηξα μέχρι τον τόπο που καίμε τα σκουπίδια. Του έριξα βενζίνα από το μηχανάκι του και ξύλα. Έβαλα φωτιά αλλά ύστερα από μισή ώρα έσβησε η φωτιά χωρίς να τον κάψει ολόκληρο. Ξαναπήρα βενζίνα από το μοτοποδήλατο. Έριξα και περισσότερα ξύλα και ξανάβαλα φωτιά, η οποία κράτησε μία ώρα περίπου. Κάηκε. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα στρογγυλό μεγάλο κάρβουνο και το μάζεψα και το έριξα σε μια σακούλα νάιλον μαζί με μερικά κόκαλα που δεν είχαν καεί και πήγα και τα έριξα στον βόθρο αποχετεύσεως των απορριμμάτων των ζώων, στο παχυντήριο των γουρουνιών».



Η Κοντού στον χώρο του χοιροστασίου, περιτριγυρισμένη από αστυνομικούς και δημοσιογράφους

Μετά, έριξε στον βόθρο ένα σεντόνι, τις μαξιλαροθήκες και δύο παντελόνια του θύματος με τα οποία προηγουμένως είχε σκουπίσει τα αίματα στην σκάλα και κατόπιν καθάρισε τα σημείο που είχε κάψει τον άντρα της. «[…] Νιώθω στεναχώρια που σκότωσα τον άντρα μου. Δεν τον μισούσα, μα δεν είχα δει μαζί του άσπρη μέρα. Εννιά χρόνια παντρεμένη, πέρασα δυστυχισμένη ζωή. […] Με σκότωνε κάθε μέρα. […] Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, δεν είμαι φόνισσα, εγώ δεν φταίω γι αυτό» κατέληξε η Κοντού.

Το παρελθόν
Ο Χρήστος Κοντός καταγόταν από προσφυγική οικογένεια και διέμενε στο χωριό Σταυρός Φαρσάλων. Μετά τον γάμο τους με την Κατερίνα εγκαταστάθηκαν στο χωριό της, την Παλληκαριά Τρικάλων. Σύμφωνα με την αδελφή του Κοντού, Στέλλα Αποστολογάμπρου, ο αδελφός της αναγκάστηκε να παντρευτεί την Κατερίνα μετά από πιέσεις του πατέρα της, επειδή την είχε αφήσει έγκυο. Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους «τα αδέλφια της απειλούσαν τον Χρήστο πως ή θα την πάρει ή θα τον σκοτώσουν. Ούτε που πρόλαβαν να πάνε στον γάμο οι συγγενείς. Από τότε και ως την ημέρα του φόνου, το ζευγάρι ποτέ δεν τα πήγαινε καλά».

Ο Κοντός περιγραφόταν ως ένας βίαιος και μέθυσος άντρας, που ερχόταν συχνά σε προστριβές με τη γυναίκα του, γεγονός που επιβεβαίωσε ο Δ. Τρουγκάκος και άλλοι κάτοικοι της περιοχής. Σύμφωνα με τους συγγενείς του θύματος «δεν τα πήγαιναν καλά, γιατί τον απατούσε. Έκλεινε τα παιδιά της μέσα στο σπίτι και έτρεχε εδώ και εκεί» (δηλώσεις του Πέτρου Κοντού στις 25 Απριλίου 1979), ενώ «η φόνισσα για να του κάνει την παραμικρή δουλειά του ζητούσε χρήματα. Ζητούσε να της γράψει και τα χωράφια του. “Εγώ για τα χωράφια παντρεύτηκα τον γιο σου” έλεγε στον πατέρα μου. Εξαιτίας της νύφης του, πέθανε από καρδιακή προσβολή ο πατέρας μου, πριν από μερικά χρόνια. Η μικρή ήταν πόρνη. Εγώ έφαγα τον αδελφό μου. Πριν ένα εξάμηνο έμαθε πως τον απατούσε με έναν επιπλοποιό κι ήθελε να την διώξει. Έπεσε εγώ στα πόδια του και του ‘πα: “Όλα ψέματα είναι Χρήστο μου”. Έτσι την κράτησε» (δηλώσεις της Στέλλας Αποστολογάμπρου στους δημοσιογράφους στις 26 Απριλίου 1979).



Συγγενείς του θύματος καίνε λιβάνι στο σημείο που η δράστις έκαψε το πτώμα του άντρα της

Το 1975, κι ενώ κατοικούσαν ακόμα στην Παλληκαριά, η Κοντού αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον άντρα της, κτυπώντας τον μ’ ένα τσεκούρι την ώρα που αυτός κοιμόταν. Προκειμένου να δικαιολογήσει την πράξη της, η Κοντού είχε ισχυριστεί τότε πως ο άντρας της «είχε σχέσεις με μια συγγενή του και όταν του έλεγα να διακόψει με έδερνε». Κατά τη δίκη, που πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες αργότερα, η Κοντού καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών με αναστολή, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε πως βρισκόταν σε «πλήρη σύγχυση» κατά τη στιγμή της απόπειρας.

Το 1976 το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (Νέος Κόσμος) και τον Οκτώβριο του 1978, ο Δ. Τρουγκάκος προσέλαβε και τους δύο στην επιχείρησή του, στην Παλλήνη, παραχωρώντας τους το σπίτι πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών. Όπως θα πει αργότερα ο ίδιος «τους προσλάβαμε (σ.σ.: μαζί με τον αδελφό του) ύστερα από μία αγγελία στις εφημερίδες. Οι απολαβές που είχαν ήταν ικανοποιητικές 30.000 δρχ. τον μήνα και σπίτι, πουλερικά και γάλα δωρεάν. Στην αρχή δούλεψαν σωστά, χωρίς προστριβές, με μοναδικά προβλήματά τους τα παιδιά. Κατόπιν άρχισαν οι ομηρικοί καβγάδες. Παραμελούσαν την εργασία τους, τους έκανα παρατηρήσεις. Ο μακαρίτης έπινε συνεχώς και ήταν μεθυσμένος. Έφευγε από τη δουλειά. Τη γυναίκα την έδερνε αλύπητα. Κατ΄ επανάληψη την είχα δει κτυπημένη από το ξύλο που της έδινε. Είχα διαπιστώσει, πάντως, ότι την αγαπούσε και τη ζήλευε. Τον συμβούλευα να συμμορφωθεί. Μάταια πάσχιζα» (από την κατάθεση του Δ. Τρουγκάκου, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Αθηνών).

Αντίθετα, οι συγγενείς του Κοντού, αν και παραδέχτηκαν πως το θύμα «έπινε καμιά φορά», υποστήριξαν ότι έκανε τα πάντα για τη γυναίκα και τα παιδιά του και μάλιστα είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία, τη Λιβύη και αραβικές χώρες, προκειμένου να φέρει χρήματα στην οικογένειά του. Πρόσθεταν, επίσης, πως μολονότι η Κατερίνα δεν ήταν καλής διαγωγής και τον είχε «εξευτελίσει στον κόσμο», δεν αποφάσιζε να την χωρίσει λόγω των παιδιών, τα οποία υπεραγαπούσε.
Eξάλλου, ο γείτονας του ζεύγους Τ. Δεδεμάδης, μιλώντας στον γράφοντα 15 χρόνια αργότερα τόνισε πως «και οι δύο ήταν εργατικοί και ήσυχοι. Περισσότερες σχέσεις είχαν με ένα γεροντάκι, τον κυρ-Βασίλη, που έχει πεθάνει. Αυτός καθόταν εδώ πέρα και το ζευγάρι πήγαινε καμιά φορά το μεσημέρι στο σπίτι του και τρώγανε». Σύμφωνα με τον Τ. Δεδεμάδη, το θύμα «είχε δημιουργήσει κάτι προβλήματα στην περιοχή. Σύχναζε στην ταβέρνα, όπου είχε κάνει μία φασαρία, του είχανε πάρει κι ένα μαχαίρι», ενώ η Κοντού «ήταν εργατική, όλη τη μέρα την έβλεπες με ένα παντελόνι τζιν, λερωμένη από πάνω μέχρι κάτω γιατί ήταν συνεχώς μέσα στο χοιροτροφείο. Ήταν μια γυναίκα κανονικού αναστήματος, αλλά ήταν δυναμική, δεν ήταν καμιά “ψόφια”, είχε σωματική δύναμη».



Η Κοντού εξηγεί στον ιατροδικαστή Παν. Γιαμαρέλλο πώς τέλεσε τον έγκλημα

«Έφυγε με δύο κακοποιούς»
 Σύμφωνα με τον Τ. Δεδεμάδη το απόγευμα της 25ης Μαρτίου «το θύμα πέρασε από τον κυρ-Βασίλη με το μηχανάκι και του φώναξε: “Θα την σκοτώσω την σκύλα”. Αλλά ο Βασίλης δεν κατάλαβε, νόμιζε πως του είπε “το σκυλί”. Μετά από λίγο, η Κατερίνα πήγε στον Βασίλη και του είπε πως ο άντρας της την κτύπησε. Πήγε, λοιπόν, ο Βασίλης κάτω στο χοιροτροφείο να τους τα φτιάξει. Θα κάθισε μισή ώρα. Μετά, πρέπει να έγινε ο φόνος. Αυτά μου τα είπε ο ίδιος ο κυρ-Βασίλης, μερικές μέρες μετά». Από την πλευρά του ο Δ. Τρουγκάκος δήλωσε στους δημοσιογράφους πως αργότερα το ίδιο απόγευμα είδε φωτιά να καίει στον χώρο του χοιροστασίου, από το οποίο αναδυόταν και μια περίεργη μυρουδιά, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία καθώς συνήθιζαν να καίνε λύματα στον εξωτερικό χώρο των εγκαταστάσεων. «Την Τρίτη το πρωί πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του στο μαγαζί του αδελφού μου και άφησε παραγγελία να πάω στο χοιροστάσιο “γιατί άντρας μου μας άφησε και έφυγε και δεν ξέρω να χειριστώ τα μηχανήματα”. Όταν ήλθα εδώ (σ.σ. στο χοιροστάσιο) την βρήκα αναστατωμένη κι αλλαγμένη, αλλά ψυχρή. “Τι συμβαίνει;” της λέω. “Ήλθαν δύο κακοποιοί, τον πήραν και φύγανε” μ’ απάντησε. Δεν πίστεψα ότι “έφυγε” γιατί την Κυριακή (σ.σ.: την παραμονή του φόνου) είχα δουλέψει για τρεις ώρες με τον Χρήστο στο χοιροστάσιο […] και δεν φαινόταν να τον απασχολεί τίποτα. Ήξερα ότι είχαν καυγάδες γιατί τον τελευταίο καιρό ο Χρήστος μεθούσε, έπινε πολύ. Της είπα να πάει στην αστυνομία να καταγγείλει την εξαφάνιση. “Καλά” μου λέει. “Αύριο”. Την άλλη μέρα τη ρώτησα αν πήγε και μου απάντησε: “Όχι, και δεν θέλω να πάω στην αστυνομία. Τι δουλειά έχω εγώ;” Της είπα ότι θα πάω εγώ, γιατί αύριο μπορεί να γυρίσει ο άντρας της. “Όχι”, μ’ έκοψε “Δεν θα γυρίσει”. Τελικά, τηλεφώνησα στην αστυνομία κι έτσι αναγκάστηκε να καταγγείλει την εξαφάνιση» (εφ. Ελευθεροτυπία, 26 Απριλίου 1979, σελ. 3).

Η δήλωση εξαφάνισης έγινε από την Κοντού στον Σταθμό Χωροφυλακής Παλλήνης στις 30 Μαρτίου, ενώ λίγες μέρες μετά, την εξαφάνιση δήλωσαν στο Παράρτημα Ασφαλείας Αγίας Παρασκευής και τα αδέλφια του θύματος, παρέχοντας επιπλέον πληροφορίες για τη συνθήκες διαβίωσης και τις διαφορές του αντρόγυνου.

Συνεχίζεται

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013