Τα
θρησκευτικά ιερατεία που επικράτησαν τους τελευταίους αιώνες της
ανθρώπινης Ιστορίας κατάφεραν να επιβληθούν με κύριο εργαλείο τους την
ομολογουμένως υπεραποδοτική διαχείριση του ανθρώπινου φόβου. Εκείνο που
κατεξοχήν φοβούνται οι αφιλοσόφητοι άνθρωποι είναι η «απώλεια», η
«ανυπαρξία» και όλοι οι ανάλογοι όροι που ωστόσο σε συμπαντικό επίπεδο
στερούνται νοήματος, αφού τίποτε μέσα στο Είναι δεν μπορεί να
«απολεσθεί». Ποια ήταν όμως η άποψη των προγόνων μας για όλες αυτές τις
έννοιες;
Ο αφιλοσόφητος άνθρωπος στην πραγματικότητα αγωνιά για το εάν ή όχι θα απολέσει το πρόσκαιρο όσο και ασήμαντο «εγώ» του. Ως συνέπεια αυτού, νιώθει ανασφαλής και αναδιπλώνεται ακόμα περισσότερο προς την εξατομικευμένη προσωπικότητα, προσπαθώντας να «οχυρωθεί» πίσω από το αυθαίρετο σύμπλεγμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας που εκλαμβάνει λανθασμένα ως εαυτό. Ενισχυτικός σε αυτού του είδους τις «οχυρώσεις» είναι ο Χριστιανισμός, μια θρησκεία που προσανατολίζει τον πιστό να «σώσει» αποκλειστικά τη «δική του» ψυχή(1).
Ολη αυτή όμως η κολοσσιαία αγωνία για μια μεταθανάτια ζωή θα φάνταζε ακραία παράλογη στα μάτια ενός αρχαίου Ελληνα, στον ίδιο βαθμό που φαντάζει παράλογη μέσα από τα μάτια ενός σύγχρονου εθνικού: το ερώτημα περί αθανασίας ή όχι της ψυχής, δηλαδή της αόρατης αρχικής αιτίας των βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων, απαντάται δίχως δισταγμό καταφατικά, όπως ακριβώς απαντάται το ερώτημα περί αθανασίας κάθε υλικής υπόστασης (από το ρήμα «υφίστημι») ενός άναρχου και ατελεύτητου υλικού Ολου. Η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά και μη προσωπική και, κυρίως, δεν υπάρχει περί αυτής καμία απολύτως εκκρεμότητα για το εάν ή όχι θα… σωθεί. Αλλωστε, καμία απολύτως «απώλεια» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα δεδομένο και άφθαρτο σύνολο, το οποίο απλώς φιλοξενεί μέσα του μια ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων.
Η Άποψη των Φιλοσόφων
Σε όλες τις ελληνικές οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές εκείνο που έχει γίνει εμφανές στο επίπεδο της γήινης ζωής, δίνοντας τη ζωή και την κίνηση στις θνητές υπάρξεις, μετά το βιολογικό θάνατό τους περνάει στην αφάνεια, όπως το έχει όμορφα διατυπώσει ο Παρμενίδης(2), επιστρέφοντας στα Αθάνατα. Σ’ αυτό εξαντλεί το ενδιαφέρον της για τα «μετά θάνατον» πράγματα η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, η οποία, αντίθετα από τους διαχειριστές των φοβιών των ανθρώπων, ασχολείται και τιμά πρωτίστως τη ζωή. Η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του εκεί όπου ανήκει, δηλαδή στο Αιώνιο, στο Τέλειο, στο Μακάριο, στο Φωτεινό. Δίχως περιφράσεις, ο θείος Ηράκλειτος το έχει πει σε όλους όσοι έχουν τη δυνατότητα να κατανοούν ένα στοιχειωδώς πυκνό λόγο: «ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ, ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, ΤΟΝ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ». Που πάει να πει ότι το Θείο περιοδικώς «ανασταίνεται» με το θάνατο των θνητών όντων και «πεθαίνει» κάθε φορά που κατέρχεται σ’ αυτά για να εμψυχώσει τη βιοφυσιολογική ύπαρξή τους.
Υπήρχαν Συγκρούσεις Ανάμεσα στις Φιλοσοφικές Σχολές;
Σε αρκετούς που δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την ελληνική κοσμοαντίληψη υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές των εθνικών Ελλήνων (λ.χ. η κυρίαρχη των Υλοζωιστών και οι διαφοροποιημένες πυθαγοροπλατωνική και ατομική) είχαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις για τη μετά το βιολογικό θάνατο των θνητών πορεία της ψυχής. Τουναντίον, καμία τους δεν υποβίβασε την ψυχή σε κεντρική φιγούρα μιας ηθικοθρησκευτικής εσχατολογίας και καμία τους δεν απαξίωσε την παρούσα, απτή και πραγματική ζωή των θνητών όντων προς χάριν ενός «μεταθανάτιου» ονειροπολήματος ή κανονικού εκφοβισμού.
Στους Ελληνες, όπως προείπαμε, η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του στους κόσμους των θεών. Σε αρκετά σημεία του υπέροχου εκείνου κειμένου του, «Τα ες Εαυτόν», ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος τονίζει αυτή τη στενότατη αλλά άγνωστη για τους αφιλοσόφητους συγγένεια: «Να έχεις ασφαλή τον εσωτερικό σου δαίμονα από προσβολή και βλάβη…, o Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά αληθινόν άνδρα, ηλικιωμένο, με διάνοια πολίτου, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και θέση πολεμιστή, που περιμένει έτοιμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων…, αν εκτελείς εκείνα που απαιτεί η κάθε στιγμή, ακολουθώντας τον ορθό λόγο με επιμέλεια, με θάρρος και καλή θέληση και χωρίς πάρεργα, τότε κρατείς το δαίμονα του εαυτού σου διαρκώς αγνό, ωσάν να επρόκειτο άμεσα να τον επιστρέψεις…, την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανισθείς αργότερα μέσα σ’ εκείνο που σε γέννησε. Ή μάλλον θα μεταβληθείς και θ’ αναληφθείς στο Λόγο που σε δημιούργησε… Δεν είναι κακό ότι τα πράγματα μεταβάλλονται ούτε καλό ότι κάποια αποκτούν ύπαρξη από τη μεταβολή…».
Ο Κάτω Κόσμος
Πριν αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα για την αθανασία της ψυχής, θα ανοίξουμε εδώ μια σύντομη παρένθεση για ένα ακόμη λάθος που διαπράττουν όσοι δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την ελληνική κοσμοαντίληψη, και συγκεκριμένα την αντίληψη της εικόνας του βασιλείου του Αδου. Ο αρχαιοελληνικός «Κάτω Κόσμος» περιγράφεται στα ομηρικά έπη, αλλά και σε έργα της κλασικής εποχής, ως «παρόμοιου» με το ασαφές επέκεινα στο οποίο υποτίθεται, κατά τους χριστιανούς, ότι «ζουν» οι προσωπικές ψυχές των δικών τους νεκρών. Η εικόνα όμως του βασιλείου του Άδου είναι χρονικά παράλληλη με τις οντολογικές – φιλοσοφικές αντιλήψεις που με σαφήνεια τηρούν απόσταση από την αυταπάτη περί προσωπικών ψυχών. Αυτό που ζει στον Άδη δεν είναι η πραγματική ψυχή των τεθνεώτων αλλά η «σκιά» της βιογραφίας τους, μια αποθήκευση στο «σκληρό δίσκο» του αιώνιου Οντως Οντος, που υπάρχει μόνο στο μέτρο που κάποιος θα έλθει να κάνει ένα «διπλό κλικ» επάνω της. Με μνημόνευση, με απόδοση τιμών, με τελετή…
Η Παρεξήγηση με τον Πλάτωνα
Οπως έχει επισημάνει ο Ζαν Πιερ Βερνάν, η αθανασία της ψυχής που απασχολεί τον Πλάτωνα, και εν γένει την πυθαγοροπλατωνική γραμμή, θα συμπληρώναμε, δεν είναι παρά η αθανασία του ανώτερου τόπου της ψυχής ως ενός αποσπάσματος της θεότητας, έστω κι αν ο ανυποψίαστος αναγνώστης εκπλήσσεται με το «δαίμονα εαυτού» των, υλοζωιστών στη βάση τους, Στωικών. Δεν πρόκειται για εξατομικευμένη αθανασία, για την αθανασία κάποιου περαστικού «εγώ», αλλά για την αθανασία του πραγματικού εαυτού ως αποσπάσματος της θεότητας. Ο ίδιος ο Πλάτων δηλώνει ότι οι ψυχές που διατηρούν δεσμούς με το σωματικό «εγώ» καταντούν φαντάσματα και ο Βερνάν το επεξηγεί αρκετά γλαφυρά με τα ακόλουθα λόγια: «Αυτές οι ψυχές… έμειναν υπερβολικά προσωπικές, υπερβολικά εξατομικευμένες και παράλληλα σωματοποιημένες. Συνεπώς, δεν μπορούν να σμίξουν με τα άστρα με τα οποία συγγενεύουν. Με άλλα λόγια, έργο της ψυχής δεν είναι να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του καθενός από εμάς αλλά, αντίθετα, να φροντίζει ώστε η ιδιαιτερότητα αυτή κάποια στιγμή να ξεπερνιέται, ώστε ο καθένας μας, στο τέρμα μιας καθαρής ζωής, να παραδίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και στο Θείον»(3).
Οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές μας συγκλίνουν λοιπόν στο ότι αυτό που ακολουθεί το βιολογικό θάνατο είναι η ένωση του προσκαιροποιημένου αιώνιου με την πηγή του. Ακριβώς όπως τα σωματικά συστατικά κάνουν τη δική τους επιστροφή στην κοινή ουσία που τροφοδοτεί τις επόμενες σωματικές πυκνώσεις που θα αναδείξουν νέα θνητά όντα. Καθίσταται σαφές ότι στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία δεν υπάρχει χώρος για διαχειριστές του φόβου, αφού στο σχήμα που αυτή πρεσβεύει για τον κύκλο «ζωή – θάνατος – ζωή» δεν υπάρχει τίποτε απολύτως για να φοβηθεί κανείς. Εκτός αν κάποιοι έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό πνευματικής διάλυσης που να κυριεύονται από φόβο στην ιδέα ενός ανθρώπου που είναι συγγενής των θεών και ενός Ολου που δεν χωράει κανέναν υπερκείμενο δικτάτορα, λογιστή ή δεσμοφύλακα.
Ο αφιλοσόφητος άνθρωπος στην πραγματικότητα αγωνιά για το εάν ή όχι θα απολέσει το πρόσκαιρο όσο και ασήμαντο «εγώ» του. Ως συνέπεια αυτού, νιώθει ανασφαλής και αναδιπλώνεται ακόμα περισσότερο προς την εξατομικευμένη προσωπικότητα, προσπαθώντας να «οχυρωθεί» πίσω από το αυθαίρετο σύμπλεγμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας που εκλαμβάνει λανθασμένα ως εαυτό. Ενισχυτικός σε αυτού του είδους τις «οχυρώσεις» είναι ο Χριστιανισμός, μια θρησκεία που προσανατολίζει τον πιστό να «σώσει» αποκλειστικά τη «δική του» ψυχή(1).
Ολη αυτή όμως η κολοσσιαία αγωνία για μια μεταθανάτια ζωή θα φάνταζε ακραία παράλογη στα μάτια ενός αρχαίου Ελληνα, στον ίδιο βαθμό που φαντάζει παράλογη μέσα από τα μάτια ενός σύγχρονου εθνικού: το ερώτημα περί αθανασίας ή όχι της ψυχής, δηλαδή της αόρατης αρχικής αιτίας των βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων, απαντάται δίχως δισταγμό καταφατικά, όπως ακριβώς απαντάται το ερώτημα περί αθανασίας κάθε υλικής υπόστασης (από το ρήμα «υφίστημι») ενός άναρχου και ατελεύτητου υλικού Ολου. Η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά και μη προσωπική και, κυρίως, δεν υπάρχει περί αυτής καμία απολύτως εκκρεμότητα για το εάν ή όχι θα… σωθεί. Αλλωστε, καμία απολύτως «απώλεια» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα δεδομένο και άφθαρτο σύνολο, το οποίο απλώς φιλοξενεί μέσα του μια ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων.
Η Άποψη των Φιλοσόφων
Σε όλες τις ελληνικές οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές εκείνο που έχει γίνει εμφανές στο επίπεδο της γήινης ζωής, δίνοντας τη ζωή και την κίνηση στις θνητές υπάρξεις, μετά το βιολογικό θάνατό τους περνάει στην αφάνεια, όπως το έχει όμορφα διατυπώσει ο Παρμενίδης(2), επιστρέφοντας στα Αθάνατα. Σ’ αυτό εξαντλεί το ενδιαφέρον της για τα «μετά θάνατον» πράγματα η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, η οποία, αντίθετα από τους διαχειριστές των φοβιών των ανθρώπων, ασχολείται και τιμά πρωτίστως τη ζωή. Η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του εκεί όπου ανήκει, δηλαδή στο Αιώνιο, στο Τέλειο, στο Μακάριο, στο Φωτεινό. Δίχως περιφράσεις, ο θείος Ηράκλειτος το έχει πει σε όλους όσοι έχουν τη δυνατότητα να κατανοούν ένα στοιχειωδώς πυκνό λόγο: «ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ, ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, ΤΟΝ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ». Που πάει να πει ότι το Θείο περιοδικώς «ανασταίνεται» με το θάνατο των θνητών όντων και «πεθαίνει» κάθε φορά που κατέρχεται σ’ αυτά για να εμψυχώσει τη βιοφυσιολογική ύπαρξή τους.
Υπήρχαν Συγκρούσεις Ανάμεσα στις Φιλοσοφικές Σχολές;
Σε αρκετούς που δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την ελληνική κοσμοαντίληψη υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές των εθνικών Ελλήνων (λ.χ. η κυρίαρχη των Υλοζωιστών και οι διαφοροποιημένες πυθαγοροπλατωνική και ατομική) είχαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις για τη μετά το βιολογικό θάνατο των θνητών πορεία της ψυχής. Τουναντίον, καμία τους δεν υποβίβασε την ψυχή σε κεντρική φιγούρα μιας ηθικοθρησκευτικής εσχατολογίας και καμία τους δεν απαξίωσε την παρούσα, απτή και πραγματική ζωή των θνητών όντων προς χάριν ενός «μεταθανάτιου» ονειροπολήματος ή κανονικού εκφοβισμού.
Στους Ελληνες, όπως προείπαμε, η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του στους κόσμους των θεών. Σε αρκετά σημεία του υπέροχου εκείνου κειμένου του, «Τα ες Εαυτόν», ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος τονίζει αυτή τη στενότατη αλλά άγνωστη για τους αφιλοσόφητους συγγένεια: «Να έχεις ασφαλή τον εσωτερικό σου δαίμονα από προσβολή και βλάβη…, o Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά αληθινόν άνδρα, ηλικιωμένο, με διάνοια πολίτου, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και θέση πολεμιστή, που περιμένει έτοιμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων…, αν εκτελείς εκείνα που απαιτεί η κάθε στιγμή, ακολουθώντας τον ορθό λόγο με επιμέλεια, με θάρρος και καλή θέληση και χωρίς πάρεργα, τότε κρατείς το δαίμονα του εαυτού σου διαρκώς αγνό, ωσάν να επρόκειτο άμεσα να τον επιστρέψεις…, την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανισθείς αργότερα μέσα σ’ εκείνο που σε γέννησε. Ή μάλλον θα μεταβληθείς και θ’ αναληφθείς στο Λόγο που σε δημιούργησε… Δεν είναι κακό ότι τα πράγματα μεταβάλλονται ούτε καλό ότι κάποια αποκτούν ύπαρξη από τη μεταβολή…».
Ο Κάτω Κόσμος
Πριν αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα για την αθανασία της ψυχής, θα ανοίξουμε εδώ μια σύντομη παρένθεση για ένα ακόμη λάθος που διαπράττουν όσοι δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την ελληνική κοσμοαντίληψη, και συγκεκριμένα την αντίληψη της εικόνας του βασιλείου του Αδου. Ο αρχαιοελληνικός «Κάτω Κόσμος» περιγράφεται στα ομηρικά έπη, αλλά και σε έργα της κλασικής εποχής, ως «παρόμοιου» με το ασαφές επέκεινα στο οποίο υποτίθεται, κατά τους χριστιανούς, ότι «ζουν» οι προσωπικές ψυχές των δικών τους νεκρών. Η εικόνα όμως του βασιλείου του Άδου είναι χρονικά παράλληλη με τις οντολογικές – φιλοσοφικές αντιλήψεις που με σαφήνεια τηρούν απόσταση από την αυταπάτη περί προσωπικών ψυχών. Αυτό που ζει στον Άδη δεν είναι η πραγματική ψυχή των τεθνεώτων αλλά η «σκιά» της βιογραφίας τους, μια αποθήκευση στο «σκληρό δίσκο» του αιώνιου Οντως Οντος, που υπάρχει μόνο στο μέτρο που κάποιος θα έλθει να κάνει ένα «διπλό κλικ» επάνω της. Με μνημόνευση, με απόδοση τιμών, με τελετή…
Η Παρεξήγηση με τον Πλάτωνα
Οπως έχει επισημάνει ο Ζαν Πιερ Βερνάν, η αθανασία της ψυχής που απασχολεί τον Πλάτωνα, και εν γένει την πυθαγοροπλατωνική γραμμή, θα συμπληρώναμε, δεν είναι παρά η αθανασία του ανώτερου τόπου της ψυχής ως ενός αποσπάσματος της θεότητας, έστω κι αν ο ανυποψίαστος αναγνώστης εκπλήσσεται με το «δαίμονα εαυτού» των, υλοζωιστών στη βάση τους, Στωικών. Δεν πρόκειται για εξατομικευμένη αθανασία, για την αθανασία κάποιου περαστικού «εγώ», αλλά για την αθανασία του πραγματικού εαυτού ως αποσπάσματος της θεότητας. Ο ίδιος ο Πλάτων δηλώνει ότι οι ψυχές που διατηρούν δεσμούς με το σωματικό «εγώ» καταντούν φαντάσματα και ο Βερνάν το επεξηγεί αρκετά γλαφυρά με τα ακόλουθα λόγια: «Αυτές οι ψυχές… έμειναν υπερβολικά προσωπικές, υπερβολικά εξατομικευμένες και παράλληλα σωματοποιημένες. Συνεπώς, δεν μπορούν να σμίξουν με τα άστρα με τα οποία συγγενεύουν. Με άλλα λόγια, έργο της ψυχής δεν είναι να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του καθενός από εμάς αλλά, αντίθετα, να φροντίζει ώστε η ιδιαιτερότητα αυτή κάποια στιγμή να ξεπερνιέται, ώστε ο καθένας μας, στο τέρμα μιας καθαρής ζωής, να παραδίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και στο Θείον»(3).
Οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές μας συγκλίνουν λοιπόν στο ότι αυτό που ακολουθεί το βιολογικό θάνατο είναι η ένωση του προσκαιροποιημένου αιώνιου με την πηγή του. Ακριβώς όπως τα σωματικά συστατικά κάνουν τη δική τους επιστροφή στην κοινή ουσία που τροφοδοτεί τις επόμενες σωματικές πυκνώσεις που θα αναδείξουν νέα θνητά όντα. Καθίσταται σαφές ότι στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία δεν υπάρχει χώρος για διαχειριστές του φόβου, αφού στο σχήμα που αυτή πρεσβεύει για τον κύκλο «ζωή – θάνατος – ζωή» δεν υπάρχει τίποτε απολύτως για να φοβηθεί κανείς. Εκτός αν κάποιοι έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό πνευματικής διάλυσης που να κυριεύονται από φόβο στην ιδέα ενός ανθρώπου που είναι συγγενής των θεών και ενός Ολου που δεν χωράει κανέναν υπερκείμενο δικτάτορα, λογιστή ή δεσμοφύλακα.