Θα
ξεκινήσω την αποκάλυψη για τη φύση των Κενταύρων από την Ιωλκό, έτσι
ώστε να υπάρχει στο κείμενο συνοχή και για να μην υπάρχει η παραμικρή
αμφιβολία για την ορθότητα της συλλογιστικής μου. Η παραλία του Αναύρου
ποταμού όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ, ήταν με βεβαιότητα η παραλία και το
λιμάνι της αρχαίας Ιωλκού. Στους στίχους 114-115 των Αργοναυτικών
των Ορφικών Κειμένων, ο Ορφέας αναφέρει: " Εκεί θορυβώδικα μαζευόταν σε
ομάδες ο λόχος των Μινύων αρχόντων στη στενή αμμουδιά στις όχθες του
Αναύρου".
Η
αμμώδης παραλία του Αναύρου ακόμη και μετά από 40 σχεδόν αιώνες,
παραμένει στενή. Είναι η πρώτη εντυπωσιακή επιβεβαίωση γεωγραφικής
περιγραφής του Ορφέα, από τις δεκάδες που ακολουθούν και που προκαλούν
θαυμασμό με την ακρίβεια τους.
Φυσικά
την εποχή που έλαβε χώρα η Αργοναυτική εκστρατεία, περί το 1870 π.Χ., η
παραλία του Αναύρου ποταμού θα ήταν κάποιες δεκάδες μέτρα πιο μέσα,
αφού λογικά με την πάροδο 4000 ετών θα έχει σίγουρα επεκταθεί προς τη
θάλασσα.
Στο στίχο 113 ο Ορφέας αναφέρει ότι για να φτάσουν στον Άναυρο προσπέρασαν τις ακτές των Παγασών. Κάποιος όμως που έρχεται από τη Θράκη -δηλαδή από βορράν- με προορισμό την Ιωλκό, η μόνη περίπτωση
να προσπεράσει τις Παγασές, που βρίσκονταν χτισμένες λίγα χιλιόμετρα
νοτιοδυτικά από την Ιωλκό, ήταν να έρχεται από νότια κατεύθυνση. Αυτό
σημαίνει ότι ο Ιάσονας και ο Ορφέας ήρθαν οπωσδήποτε
με πλοίο από τη Θράκη, μπήκαν στον Παγασητικό κόλπο και ακολουθώντας
τις δυτικές ακτές του, προσπέρασαν τις Παγασές και έφτασαν στον
προορισμό τους .
Μάλιστα
το λιμάνι της Ιωλκού θα ήταν δίπλα από τη παραλία, πιθανότατα στο
σημερινό λιμανάκι που βρίσκεται ανατολικά του Αναύρου, γιατί τα Ορφικά
κείμενα αναφέρουν ότι τον Ιάσονα με τον Ορφέα, οι Αργοναύτες που ήταν
συγκεντρωμένοι στην παραλία και δίπλα στην Αργώ, τους αντιλήφθηκαν να έρχονται από το δρόμο (στίχος 116).
Αυτό σημαίνει ότι ο Ιάσονας και ο Ορφέας ερχόμενοι από τη Θράκη, δεν
αποβιβάστηκαν στη παραλία όπου ήταν η Αργώ και περίμενε την καθέλκυσή
της, αλλά κατέβηκαν στο διπλανό λιμάνι και ακολουθώντας τον δρόμο, τους
είδαν οι Αργοναύτες να έρχονται από μακριά. Λογικά δηλαδή ο Άναυρος θα
χώριζε την παραλία από το λιμάνι της αρχαίας Ιωλκού, πράγμα που ισχύει
ακόμη και σήμερα , αφού από τη δυτική πλευρά του Αναύρου ποταμού
υπάρχει στενή αμμώδης παραλία και από την ανατολική υπάρχει μικρό λιμάνι
που χρησιμοποιείται από το ναυτικό όμιλο Βόλου.
Οι
Αργοναύτες αφού έδωσαν όρκο στον Ποσειδώνα για πίστη στον Ιάσονα,
ξεκίνησαν το επικό τους ταξίδι, αφήνοντας πίσω τους την Ιωλκό. Μετά από
σκληρή κωπηλασία, έφτασαν στο πρώτο λιμάνι στον Παγασητικό και αφού
έδεσαν το πλοίο, βγήκαν έξω να ξεκουραστούν. Τότε ο Πηλέας παρακάλεσε
τους συντρόφους του να ανέβουν στο ιερό βουνό του Πηλίου, όπου ο
δικαιότατος των Κένταυρων, ο σοφός Χείρωνας, δίδασκε το μικρό του γιο,
τον Αχιλλέα. Εκεί εκτυλίσσεται και ο πρώτος μουσικός αγώνας της
προϊστορίας, μεταξύ του Ορφέα και του Κενταύρου Χείρωνα, με νικητή τον
Ορφέα.
Μάλιστα
ο χαρακτηρισμός του Χείρωνα σαν «δικαιότατος» των Κενταύρων, λανθασμένα
αποδίδεται στον Όμηρο, αφού υπάρχει στο στίχο 381 των Αργοναυτικών.
Από τη μετάφραση των λόγων του Ορφέα στους στίχους 396-398 των Αργοναυτικών
φαίνεται ότι ο Κένταυρος Χείρωνας είχε αλογίσια μέλη. Όμως ο Κένταυρος
Χείρωνας αποκλείεται να ήταν υβρίδιο αλόγου με άνθρωπο. Απλά οι
Κένταυροι είχαν ταυτιστεί απόλυτα με το άλογο και στα πλαίσια των
υπερβολών και των δεισιδαιμονιών της εποχής τους, παρουσιάζονταν σαν
άνθρωποι με σώμα αλόγου. Μάλιστα διαβάζοντας προσεκτικά το αρχαίο
κείμενο, αυτό γράφει: οὗ κεκλιμένος μὲν ἐπ’ οὐδαίοιο χαμεύνης κεῖτο μέγας Κένταυρος, ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ, ἱππείῃσιν ὁπλήσιν, τανυσσάμενος θοὰ κῶλα.
Που
σημαίνει ότι ο μέγας Κένταυρος βρισκόταν ξαπλωμένος στο έδαφος πάνω σε
ψάθα και στηριζόταν σε πέτρα και στα πόδια του αλόγου και τέντωνε τις
κλειδώσεις του. Δηλαδή ο Κένταυρος βρισκόταν ξαπλωμένος και ακουμπούσε
την πλάτη του στα καπούλια του αλόγου που ξεκουράζοταν και αυτό
καθισμένο στο έδαφος, είχε βάλει τα πόδια του σε κάποια πέτρα και
τέντωνε τα χέρια του και τα πόδια του για να ξεπιάνεται. Κάποιοι την
απόλυτα ανθρώπινη αυτή σκηνή, που ο Χείρωνας χαλάρωνε και ακούμπούσε την
πλάτη του στο αγαπημένο του άλογο, την έχουν ερμηνεύσει ότι πατούσε σε
αλογίσια πόδια και συνεπώς ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο!!!
Φυσικά αυτό δεν προκύπτει ούτε και από τους στίχους 442-443 που έχουν μεταφραστεί: και θαμπωμένος θωρούσε όλα αυτά ο Κένταυρος και χτυπούσε συχνά το ένα χέρι πάνω στο άλλο και με τις οπλές το έδαφος κλωτσούσε.
Το αρχαίο κείμενο επί λέξει αναφέρει: αὐτὰρ ὁρῶν Κένταυρος ἐθάμβεε, χειρ’ ἐπὶ χειρὶ πυκνὸν ἐπισσείων˙(άνω τελεία) οὔδας δ’ ἤρασσεν ὁπλήσιν.
Δηλαδή
ότι ο θαμπωμένος από το θέαμα Κένταυρος χτυπούσε συχνά-πυκνά παλαμάκια.
Και ότι ο αχώριστος φίλος του -το άλογο- που το είχε συνέχεια δίπλα
του, βλέποντας το αφεντικό του ενθουσιασμένο, χτυπούσε τα πόδια του στο
έδαφος. Αυτό βέβαια φανερώνει και η άνω τελεία. Την πράξη αυτή δεν την
έκανε ο ίδιος ο Κένταυρος (αλλοιώς θα είχε κόμμα το αρχαίο κείμενο),
αλλά κάποιος -που δεν αναφέρει γιατί ήταν αυτονόητο- που έχει οπλές και
τις χτυπάει στο έδαφος: Ένα άλογο!!!
Ότι ο Χείρωνας ήταν άνθρωπος και όχι άλογο προκύπτει και από τους στίχους 403-403 που αναφέρουν ότι έστρωσε στο έδαφος φύλλα δέντρων (πρόχειρο δηλαδή τραπέζι) και κάλεσε τους Αργοναύτες να καθήσουν για φαγητό. Αυτό που έκανε δηλαδή ο Χείρωνας ήταν καθαρά κινήσεις ανθρώπου και όχι αλόγου.
Μάλιστα με το στίχο 440 των Αργοναυτικών όπου αναφέρεται από τον Ορφέα ότι «οἰωνοὶ τ’ ἐκυκλοῦντο βοαύλια Κενταύροιο», δηλαδή
ότι τα πουλιά πετούσαν κυκλικά πάνω από τους σταύλους των βοδιών,
επιβεβαιώνεται πλήρως και η ετυμολογία της λέξης «Κένταυρος».
Σύμφωνα
με αυτήν «Κένταυρος» είναι αυτός που κεντά -δηλαδή κεντρίζει- τον
ταύρο. Οι απόγονοί τους διατήρησαν το όνομα του επαγγέλματός τους ως
χαρακτηριστικό του γένους τους.
Και φυσικά ο Κένταυρος Χείρωνας, σαν καλός βουκόλος, είχε δίπλα στη σπηλιά του τα δικά του βοαύλια, δηλαδή τους δικούς του στάβλους βοδιών.
Έτσι
ήταν πραγματικά οι Κένταυροι. Όχι υβρίδια αλόγου με άνθρωπο, αλλά
έφιπποι βουκόλοι που κέντριζαν τους ταύρους με ένα είδος λόγχης,
δικαιολογώντας απόλυτα και την ετυμολογία της λέξης ( Κεν-τώ τον
ταύρο=Κένταυρος)
|
Έχοντας
εξοικειωθεί τόσο πολύ με το άλογο, ήταν και άριστοι έφιπποι πολεμιστές
και μάλιστα εξαίρετοι τοξοβόλοι. Οι Κένταυροι, σύμφωνα με μια εκδοχή του
μύθου, ήταν λαός της Θεσσαλίας, την οποία ο Ορφέας στο στίχο 60
αποκαλεί «Θεσσαλίην εὔπωλον» δηλαδή με πολλά άλογα. Δηλαδή οι
περίφημοι αυτοί ιππείς κατοικούσαν σε περιοχή όπου ζούσαν άλογα, στην
περιοχή της Θεσσαλίας που φημιζόταν για τα θαυμάσια αυτά ζώα αλλά και τα
βοσκοτόπια της.
Μάλιστα ο Ορφέας στο στίχο 383 κάνει αναφορά ότι ανατράφηκαν στη Φολόη και στις απόκρημνες κορυφές της Πίνδου.
Δηλαδή
οι επαγγελματίες αυτοί βουκόλοι, δεν προέρχονταν από δύο μόνο περιοχές
της αρχαίας Ελλάδας, τη Φολόη της Ηλείας και την Πίνδο. Απλά στις
περιοχές αυτές εκπαιδεύτηκαν. Κάποια στιγμή αργότερα, η ύπαρξη κοπαδιών
και η ανάγκη της δουλειάς λογικά τους οδήγησε και σε άλλα μέρη, όπως η
Θεσσαλία, όπου και εγκαταστάθηκαν. Πιθανότατα και ο Κένταυρος Χείρωνας
να ήταν ένας από αυτούς που ήρθαν στη Θεσσαλική γη και συγκεκριμένα στο
Πήλιο.
Ίσως
κάποιο σουρεαλιστικό γλυπτό ή σκίτσο ενός αρχαίου καλλιτέχνη, όπου
απεικόνιζε τους Κενταύρους σαν ανθρώπους με αλογίσια μέλη, ήταν αυτό που
δημιούργησε σύγχυση ως προς τι ακριβώς ήταν οι Κένταυροι. Κατά την
προσωπική μου όμως γνώμη, τα Αργοναυτικά του Ορφέα -σαν τα πιο
αρχαία σωζόμενα κείμενα που αναφέρονται στους Κενταύρους- ήταν αυτά που
παρέσυραν τους μετέπειτα ιστορικούς ερευνητές και καλλιτέχνες, αφού
πράγματι στα δύο εδάφια που αναλύθηκαν προηγουμένως δεν ξεκαθαρίζεται
απόλυτα ποιος είχε τις οπλές, ο Χείρωνας ή το άλογό του. Αλήθεια αν ένα
τεράστιο μυαλό όπως ο Ορφέας είχε γράψει για τους Κενταύρους και για τα
αλογίσια πόδια του Χείρωνα, ποιος θα τολμούσε να το αμφισβητήσει;
Ουδείς.
Δυστυχώς
λοιπόν κανείς δεν είχε προσέξει ότι αυτά που έλεγε ο Ορφέας για τον
Χείρωνα ήταν ρητορικά σχήματα ενός μεγάλου λογοπλάστη. Απλά δεν έγραψε
τη φράση ότι το άλογο χτυπούσε το έδαφος με τα αλογίσια πόδια του, αλλά για χάριν ευφωνίας και για να μην επαναλάβει δύο λέξεις (άλογο-αλογίσιο) με το ίδιο ακριβώς θέμα (αλογ-), έγραψε ότι χτυπούσε το έδαφος με τα αλογίσια πόδια του.
Έτσι το υποκείμενο (στην προκειμένη περίπτωση το άλογο), εφ’ όσον το
αντικείμενο (πόδια) προσδιορίζεται επιθετικά (αλογίσια) από το
υποκείμενο, μπορεί να παραληφθεί. Συνεπώς και οι ιστορικοί ερευνητές,
αρκετά χρόνια μετά την εξαφάνιση των Κενταύρων, τους επανέφεραν στο
προσκήνιο ανατρέχοντας σε αυτά που έλεγε ο Ορφέας, αφού ήταν όχι μόνο ο
μεγαλύτερος και ο πιο σεβαστός αρχαίος σοφός των παρελθόντων χρόνων,
αλλά έζησε ακριβώς και την εποχή των Κενταύρων, γνωρίζοντας συνεπώς από
πρώτο χέρι τη καταγωγή και την ιστορία τους.
Μην
μπορώντας λοιπόν να ερμηνεύσουν σωστά τις φράσεις του Ορφέα για τον
Κένταυρο Χείρωνα, οι μεταγενέστεροι άνθρωποι έπλασαν άθελά τους το μύθο
για την υβριδική εμφάνιση των Κενταύρων.
Όταν
λοιπόν το επάγγελμα του Κενταύρου εξαφανίστηκε μια για πάντα, έμειναν
μόνο τα σκίτσα, τα γλυπτά και κάποια αρχαία κείμενα για να θυμίζουν στις
επόμενες γενιές την μοναδική αυτή κάστα ανθρώπων. Στα πλαίσια των
δεισιδαιμονιών και της άγνοιας των ανθρώπων, ήταν πανεύκολο να
δημιουργηθούν οι απίστευτες ιστορίες για τους αλογόμορφους ανθρώπους.
Χάρη όμως στα Ορφικά Κείμενα άλλο ένα τεράστιο μυστήριο της ιστορίας για
την φύση αυτών των «πλασμάτων» καταρρίπτεται πανηγυρικά. Οι Κένταυροι
δεν ήταν ούτε τέρατα, ούτε υβρίδια ούτε τίποτε άλλο παράξενο. Απλοί
άνθρωποι με τρομερή εξειδίκευση στην ιππασία που είχαν σαν επάγγελμά
τους τη βοσκή των βοδιών.
Στους στίχους 383-385 ο Ορφέας δίνει έμφαση στα χαρίσματα του Κενταύρου Χείρωνα, αφού αναφέρει ότι μεριμνά για τη δικαιοσύνη και για τα φάρμακα που γιατρεύουν κάθε ασθένεια.
Φυσικά η ετυμολογία της λέξης Χείρων δικαιολογείται απόλυτα από την τελευταία αυτή φράση.
Χείρων
(από το χειρ) είναι αυτός που είναι ικανός στα χέρια, αυτός που τα
χειρίζεται καλά. Και φυσικά ένας γιατρός τα χρησιμοποιεί για να
γιατρεύει. Για να αλείφει βότανα. Για να διορθώνει τα σπασίματα. Για να
κλείνει τις πληγές. Δηλαδή χειροπράκτης ή και χειρούργος. Τέτοιος λοιπόν
γιατρός ήταν ο μέγιστος Χείρων. Με τη βοήθεια των χεριών του γιάτρευε
κάθε αρρώστια.
Επίσης αναφέρει ότι ήταν άριστος μουσικός και γνώστης της κιθάρας, της φόρμιγγας, της πηκτίδας και της λύρας.
Στους στίχους 417-421 ο Κένταυρος Χείρωνας, κατά τη διάρκεια του μουσικού αγώνα με τον Ορφέα, τραγούδησε για τη μάχη των γενναιόψυχων Κενταύρων τους οποίους οι Λάπιθες σκότωσαν εξ’αιτίας των ατασθαλιών τους κι ακόμη για τη μάχη τους στη Φολόη, όταν ξαναμμένοι απ’ το κρασί όρμησαν εναντίον του Ηρακλέους. Από τα λόγια αυτά του Ορφέα αποδεικνύεται
περίτρανα και η ιστορικότητα δύο ακόμη γεγονότων που δυστυχώς μέχρι
σήμερα θεωρούνταν μυθολογικά -δηλαδή παραμύθια- και που περιέβαλαν τους
Κενταύρους.
1)Ο
«μύθος» που λέει ότι οι Λάπιθες -λαός που κατοικούσαν στη Θεσσαλία-
σκότωσαν τους Κενταύρους κατά τη διάρκεια του γάμου του βασιλιά Πειρίθου
με την Ιπποδάμεια. Οι Κένταυροι κατά τη διάρκεια του γαμήλιου
συμποσίου, δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους και αφού πρώτα
μέθυσαν από το πολύ κρασί, έκαναν ατασθαλίες,
προσπαθώντας να ασελγήσουν στη γυναίκα του Πειρίθου, καθώς και στα νεαρά
αγόρια που παρευρίσκονταν στον γάμο. Ακολούθησε άγρια μάχη μεταξύ
Κενταύρων και Λαπίθων, η οποία διήρκεσε μέχρι τη νύκτα και στο τέλος της
οποίας οι Κένταυροι νικήθηκαν κατά κράτος και σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι.
Μάλιστα στους στίχους 171-176 ο Ορφέας αναφέρει ότι ο Καινεύς, ο γιος
του Ελάτου, ένας από τους Αργοναύτες, είχε πάρει μέρος στη συγκεκριμένη
συμπλοκή, σαν σύμμαχος στο πλευρό των Λαπίθων. Οι Κένταυροι του έριχναν
κορμούς πεύκων και ελάτων ενώ αυτός με τα πόδια μπηγμένα στο χώμα
προσπαθούσε να αντισταθεί.
Πιθανότατα
η φονική αυτή μάχη να σήμανε και το τέλος των Κενταύρων που ζούσαν στη
Θεσσαλία. Ίσως και ο Χείρωνας να ήταν ο τελευταίος εν ζωή Θεσσαλός
κένταυρος που διατηρούσε άσβεστη τη μνήμη των συντρόφων του με τη
μουσική και τα τραγούδια του. Μάλιστα τα γεγονότα αυτά θα έλαβαν χώρα
σαφώς λίγα χρόνια πριν το 1870 π.Χ. που έγινε η συνάντηση του Χείρωνα με
τους Αργοναύτες, αφού ο κένταυρος τα αναφέρει σαν παρελθόντα γεγονότα.
Δηλαδή η Κενταυρομαχία , το δημοφιλές αυτό γεγονός της μάχης Κενταύρων
και Λαπίθων που είχε γίνει γλυπτό ακόμη και στον Παρθενώνα, θα διεξήχθη
περί το 1880-1875 π.Χ.
2) Η μάχη των Κενταύρων με τον Ηρακλή στη Φολόη.
Αρχηγός των Κενταύρων της Φολόης (περιοχή της Ηλείας κοντά στην αρχαία Ολυμπία) ήταν ο Φόλος, ο γιος του Σειληνού και της Νύμφης Μελίας και φίλος του Ηρακλή. Ήταν και ο φύλακας του πιθαριού με το κρασί των Κενταύρων, το οποίο τους είχε προσφέρει ο Διόνυσος, με εντολή να το φυλάξουν και να το ανοίξουν μόνο όταν εμφανιστεί ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής επισκέφτηκε τη Φολόη καθ’ οδόν προς τον Ερύμανθο -όπου και θα
κυνηγούσε τον ομώνυμο κάπρο- και έγινε δεκτός με χαρά από τον κένταυρο
Φόλο στη σπηλιά του. Για να ευχαριστήσει λοιπόν ο Φόλος τον φίλο του τον
Ηρακλή, του προσέφερε άφθονα ψητά. Ο Ηρακλής κάποια στιγμή επάνω στο
τσιμπούσι ζήτησε κρασί, αλλά όταν ο Φόλος θυμήθηκε την εντολή του
Διόνυσου, δίστασε να ανοίξει το πιθάρι φοβούμενος τους άλλους
Κενταύρους. Κατόπιν προτροπής του Ηρακλή άνοιξε τελικά το πιθάρι με το
κρασί και του έδωσε να πιει σε ασημένιο κύπελλο. Ο φόβος του Φόλου δεν
άργησε να επαληθευτεί.
Οι ξαναμμένοι από το κρασί Κένταυροι κατέφταναν στην σπηλιά για να το αρπάξουν και ρίχτηκαν πάνω στον Ηρακλή. Λογικά ο Ορφέας τους αναφέρει ξαναμμένους
εννοώντας τους όχι μεθυσμένους από τη κατανάλωση του κρασιού, αλλά
νευριασμένους που ο Φόλος άνοιξε το πιθάρι όσον αυτοί απουσίαζαν. Ο
Φόλος κρύφτηκε στη σπηλιά από το φόβο του, ενώ ο Ηρακλής ρίχτηκε στη
μάχη εναντίον τους. Άλλοι του επιτίθονταν έχοντας σαν όπλα μεγάλα ξύλα,
άλλοι με μεγάλες πέτρες και άλλοι με μεγάλα τσεκούρια. Η μάχη ήταν
φοβερή. Ο Ηρακλής όμως με τα φαρμακερά βέλη, που είχε βάψει από το αίμα
της Λερναίας Ύδρας και με το τεράστιο ρόπαλό του, τους εξόντωσε σχεδόν
όλους.
Το
ιστορικό αυτό γεγονός της μάχης της Φολόης -που σήμανε το οριστικό
τέλος των Κενταύρων που ζούσαν στην περιοχή αυτή της Πελοποννήσου-
σαφέστατα διεξήχθη λίγα χρόνια πριν τη συνάντηση του Χείρωνα με τους
Αργοναύτες . Δηλαδή περί το 1875 π.Χ. όταν και ο Ηρακλής θα ήταν
ηλικιακά ένας καταξιωμένος και τρομερός πολεμιστής περίπου 27 χρονών.
Εντύπωση
προκαλεί το γεγονός ότι ο κένταυρος Χείρωνας -προκύπτει από το αρχαίο
κείμενο- δεν φαίνεται να κάνει διάκριση στους αργοναύτες. Τους
καλοδέχεται στην αυλή του όλους, ακόμη και τον Ηρακλή που εξόντωσε
σχεδόν όλους τους Κενταύρους της Φολόης. Αυτό δείχνει ότι πιθανότατα ο
μέγας Κένταυρος είχε συγχωρήσει τον Ηρακλή αφού για την μάχη στη Φολόη
δεν ευθυνόταν ο μεγάλος ήρωας αλλά οι ίδιοι οι Κένταυροι.
Τη
στιγμή της συνάντησης των Αργοναυτών με τον Κένταυρο Χείρωνα, αυτός
ήταν μεγάλος σε ηλικία, αφού στο στίχο 454 ο Ορφέας τον αποκαλεί «Φιλλυρίδη γέροντα»
(δηλαδή ως τον γέροντα γιο της Φιλλύρας). Παρόλη όμως την μεγάλη του
ηλικία, ο μέγιστος των Κενταύρων είχε πάντα μαζί του τον αχώριστο φίλο
του, το άλογο, αλλά και τα βόδια του που τον προμήθευαν με το απαραίτητο
γάλα και κρέας.
Λαμβάνοντας
υπ’ όψιν ότι ο Ορφέας αφιέρωσε στον Χείρωνα -λογικά μετά το θάνατό του-
τον Κένταυρο, τον περίφημο αστερισμό του Νοτίου ημισφαιρίου, προκύπτει
ότι ο μέγιστος των Κενταύρων γεννήθηκε περί το 1940-1935 π.Χ. και πέθανε
σαφέστατα πριν το 1865 π.Χ. που οι Ορφικοί άρχισαν την ονομάτιση των
αστερισμών του ουρανού. Δηλαδή ο Χείρωνας πέθανε μόλις λίγα χρόνια μετά
τη συνάντησή του με τον Ορφέα στο σπήλαιο του Πηλίου, πιθανότατα περί το
1870-1865 π.Χ. και σε ηλικία 70-75 χρονών. Έπρεπε να περάσουν 4000
χρόνια για να πάψει ο Κένταυρος Χείρωνας να αποτελεί «μυθολογικό» τέρας
και να πάρει τη θέση του στο πάνθεον της ιστορίας -χάρη στον Ορφέα- σαν
υπαρκτό πρόσωπο, σαν ένας μεγάλος γιατρός, σαν ένας μοναδικός
παιδαγωγός, σαν ένας τεράστιος μουσικός, σαν ένας χαρισματικός άνθρωπος.