Ο Ξωτικόκοσμος της Ιρλανδίας


s31
Μια νύχτα με δυνατή βροχή και πυκνή ομίχλη, αποφάσισα να κάνω έναν μακρύ περίπατο. Θυμάμαι τα μουσκεμένα φυλλώματα, τα νερά που κυλούσαν, ένα γέρο που έκοβε ξύλα στην αυλή του. Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε. ’φησα τα τελευταία σπίτια πίσω μου κι αγριεύτηκα. Ένιωσα πως πήγαινα γυρεύοντας, πως κάποιον ενοχλούσα μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή του. Γύρισα πίσω.
Δεν είχα το δικαίωμα να παραβιάζω τον κόσμο τους με το αδιάκριτο βλέμμα μου, με τον ξερό ήχο των βημάτων μου. “Βάδιζε απαλά γιατί βαδίζεις πάνω στα όνειρα μου…” λέει μια λαϊκή παροιμία.
«Μια φορά κι έναν καιρό
υπήρχε αυτό που υπήρχε
κι αν τίποτε δεν είχε συμβεί
δεν θα είχαμε τίποτα να πούμε..»

Charles de Lint.

Τί συμβαίνει στα ερημικά μέρη της Ιρλανδίας, όταν δεν είναι κανείς εκεί για να το δει;
Η πίστη στα πανίσχυρα και όμορφα ξωτικά αλλά και στις μαγευτικές νεράιδες που αποτελούν ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα σο θεό και στους ανθρώπους, απαρτίζει ίσως το πιο σημαντικό τμήμα στη λαϊκή παράδοση της “μυστικής” Ιρλανδίας. Οι Κέλτες υπήρξαν ένας λαός που πάντοτε ήταν τυλιγμένος με μία αχλή μυστηρίου. Οι θρύλοι και η ιστορία τους θέλγουν την ανθρώπινη φύση, και την εκλύουν με αμείωτο ενδιαφέρον αποτελώντας ένα ιδιαίτερο κομμάτι της δυτικής παράδοσης στο ρου της ιστορίας.

Αξίζει να παραθέσουμε πως η λαϊκή παράδοση είναι η παρουσία ενός λαού μέσα στο χρόνο και τελικά σημαίνει την επιλογή του καλού μες τους αιώνες, έχει για απαραίτητη προϋπόθεση την επιβίωση του χθεσινού μέσα στο σημερινό, τη διάσωση του και την ύψωση σε επιταγή και κανόνα.
Η αναβίωση λοιπόν της παράδοσης των ξωτικών θα αποτελέσει μια αφύπνιση της μνήμης καθώς στρέφεται σε στοιχεία που ο καιρός ξεμάκρυνε απ’ την άμεση πραγματικότητα. Καθότι αυτός ο αναχρονισμός είναι επ’ ουσίας μεταχρονισμός, είναι μία αίσθηση του χρόνου στην αιώνια διάρκεια του, έξω απ’ τον παφλασμό της ψυχής που μας κάνουν να νιώθουμε παροδικοί.

Υπάρχει μία ευαισθησία και ολόκληρη ποίηση λοιπόν, καμωμένη στο ζήτημα αυτό, που αγγίζει τις απλές ψυχές των ανθρώπων, που ερωτεύονται τις πανέμορφες κοιλάδες, τα βουνά που ορθώνονται πίσω απ’ τις θάλασσες και τους καταπράσινους λόφους που είναι το σπιτικό των ξωτικών.

Ο κόσμος των ξωτικών συνιστά ένα συνονθύλευμα παράξενου τοπίου, ανεξερεύνητου μυστηρίου και ριζωμένης αμφιβολίας στη ψυχή μας, η οποία δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται και να αναρωτιέται: Τί υπάρχει πέρα απ’ τον άνθρωπο;

Ευθεία απάντηση δεν θα αποκομισθεί, εν τούτοις μέσα από χάρτες και κώδικες, στοιχεία και μαρτυρίες, σκοτεινά δάση και κοιλάδες, θα επιδοθούμε σε μία καταβολή προσπάθειας για τη χαρτογράφηση του αλλόκοσμου και του μυστηρίου- χωρίς να βουλώνουμε αδιάφοροι τα αυτιά μας κάθε φορά που αέρινα φανταστικά πλάσματα, σαν φευγαλέες σκιές, μας ψιθυρίζουν απόκοσμους ήχους…

Τί είναι τα ξωτικά; (Χαρακτηρολογία τους)
Διωγμένοι ’γγελοι που δεν ήταν αρκετά καλοί ώστε να σωθούν, αλλά ούτε αρκετά κακοί ώστε να χαθούν“, λένε οι χωρικοί. “Οι θεοί της παγανιστικής Ιρλανδίας που όταν έπαψαν να τους λατρεύουν και να τους προσφέρουν δώρα, μαράζωσαν και ζάρωσαν στη λαϊκή φαντασία, απομένοντας τώρα να έχουν ύψος μόνο λίγες πιθαμές” σύμφωνα με τους Ιρλανδούς αρχαιοδίφες.
Τέλος, υπάρχουν αρκετές μνείες που ενισχύουν την άποψη πως ήταν “εκπεσόντες άγγελοι”, κάτι το οποίο μάλιστα υποδεικνύεται από καθαυτή φύση τους: τα ξωτικά είναι εμφορούμενα την ιδιοτροπία να φέρονται καλά στους ενάρετους και άσχημα στους κακοήθεις ανθρώπους!

Εύλογα είναι κατανοητό πως γίνεται ένας σαφέστατος διαχωρισμός ανάμεσα στα ξωτικά: Υπάρχουν τα αγγελικά πλασμένα και τα υπό κακίας γενόμενα, ήτοι οι νεράιδες και οι καλικάντζαροι. Διότι αναμφίβολα, δεν υπάρχει τίποτε που να μην υπόκειται σ’ αυτόν τον αιώνιο δυισμό καλού-κακού.
Στην Ιρλανδία θεωρούσαν πως ένας οφειλόμενος σεβασμός προς τα ξωτικά ήταν απολύτως δικαιολογημένος, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία τους. Αφενός τα πλάσματα αυτά προσβάλλονται και θίγονται τόσο εύκολα που καλύτερα να μιλάς όσο το δυνατόν λιγότερο στη συντροφιά τους και να τα αποκαλείς “αρχόντους”. Αφετέρου είναι τόσο εύκολο να τα ευχαριστήσεις , που αρκεί να αφήσεις λίγο γάλα στο περβάζι του σπιτιού σου, κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Υπήρχε λοιπόν ένας σαφής κώδικας συμπεριφοράς εκ μέρους των ανθρώπων, που τους καθιστούσε αξιόπιστους στα ξωτικά. Οι άνθρωποι έπρεπε να κρατούν μυστικά ώστε να μην παραβιάζεται η ιδιωτική ζωή των ξωτικών που άλλωστε αγαπούν τη μοναξιά και την περισυλλογή.

Αλλά και τα ίδια τα ξωτικά είχαν μία δική τους ηθική και μάλιστα τιμωρούσαν αυτόν που την παραβίαζε. Καθώς ήταν πολύ μυστικοπαθή, οποιαδήποτε προσπάθεια κατασκοπείας και διείσδυσης την ιδιωτική τους ζωή, τιμωρείτο συχνά με όση ισχύ διέθεταν. Εάν η παρείσφρηση γινόταν αθέλητα, η ποινή ήταν συνήθως η αφαίρεση της ικανότητας αντίληψης της χώρας και των τρόπων της, καθώς και τσιμπήματα με τα μυτερά τους όπλα. Αντίθετα, αν η παρείσφρηση εμπεριείχε δόλο και υστεροβουλία, η τιμωρία ποίκιλε από τύφλωση έως ρευματισμούς.

Όσον αφορά την ονοματοθεσία “αυτών των αέρινων τίποτα”, όπως τα αποκαλεί ο Shakespeare, άδεται πως πηγάζει από το τοπικό επίρρημα “έξω”, από έναν άλλον, έναν διαφορετικό “εξωτικό” κόσμο. Κατά μια άποψη, η λέξη “fairy” δεν χρησιμοποιήθηκε πριν από το Μεσαίωνα και προήλθε από την ιταλική fatae, τις νεράιδες που επισκέπτονταν τα σπίτια στις γεννήσεις και ανακοίνωναν το μέλλον του μωρού, όπως έκαναν οι τρείς μοίρες. Αρχικά το “fairy” ήταν “faire-erie” μία κατάσταση μαγέματος που ωστόσο μεταφέρθηκε απ’ την κατάσταση στον πρόξενο της κατάστασης αυτής.
“Θεάσεις” των ξωτικών περιγράφουν φιγούρες που προσομοιάζουν στους ανθρώπους, έχοντας εν γένει όμορφη εμφάνιση αλλά κι ενίοτε κάποια δυσμορφία που δεν μπορούν πάντοτε να αποκρύψουν.
Είθισται να είναι ενδεδυμένα στα πράσινα και να κατοικούν μέσα σε λόφους, βουνά ή αρχαίους τάφους ενώ το γνωστότερο κατοικήριο τους είναι η Τιγκ Ναν Ογκ, η χώρα της νεότητας. Ένας γήινος παράδεισος που βρισκόταν στη δυτική ακρη του ωκεανού και όπου ο χρόνος, όπως και στη χώρα των ξωτικών, δε μετριέται με ανθρώπινα δεδομένα.

Ένας από τους θνητούς που φημολογείται πως κάποτε το επισκέφτηκε ήταν ο Όσιαν, ο οποίος όμως παραβίασε το ταμπού της χώρας, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ήθελε να επισκεφτεί τη γη μπορούσε μεν, έπρεπε δε, να μην πατήσει το χώμα της. Εφόσον το παραβίαζε, η γήινη ηλικία του επέστρεφε και μονομιάς καθίστατο ανέφικτο να επιστρέψει…

Τα είδη των ξωτικών.
Οι μορφές που συναπαρτίζουν το χώρο των ξωτικών είναι οι εξής: το Lepraucaun, το Cluriccaun, και το Far Darrig. Ωστόσο πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως τα τρία αυτά ξωτικά είναι στην πραγματικότητα οι διαφορετικές όψεις και διαθέσεις ενός μόνο πνεύματος.

Ο παπουτσής των ξωτικών, το Lepraucaun, είναι ο πιο φιλόπονος και εργατικός τύπος καθώς και ο κάτοχος ενός μεγάλου θησαυρού που απέκτησε με τη σκληρή δουλειά στην οποία επιδιδόταν.
Ένας μόνιμος πονοκέφαλος των παλιών αρχοντικών και των βοσκών, ήταν το Cluriccaun που τρύπωνε μέσα σε κελάρια και έκλεβε φαγώσιμα και ποτά. Ίσως ήταν ο παπουτής μας που το έριχνε ενίοτε στο γλέντι, όταν δεν είχε παπούτσια να ράψει…

Με κόκκινο σκουφή και πανωφόρι ο Far Darrig, που στα κέλτικα σημαίνει “ο κόκκινος άνθρωπος”, σκαρώνει συνεχώς κακόγουστα και μακάβρια αστεία στους ανθρώπους. Πρόκειται ίσως για το πιο άτιμο υποκείμενο σ’ όλο το βασίλειο των ξωτικών και υποστηρίζεται πως αυτό είναι που κυβερνά τους εφιάλτες των ανθρώπων!

Δραστηριότητες στην ξωτικοχώρα..
Τα ξωτικά αρέσκονται να χορεύουν μαγικά κάτω από την λάμψη του φεγγαρόφωτου και δη τις ώρες που εκλείπουν τα αδιάκριτα ανθρώπινα μάτια… Τα εμφανή σημάδια του χώρου εξετάστηκαν επισταμένως και ερμηνεύτηκαν ως κύκλοι ή δακτυλίδια που είναι ευρέως γνωστά με την ονομασία crop-circles.

Σαν κύριες δραστηριότητες τους, έχουν τα γλέντια, τις μάχες, τον έρωτα, το χορό και το αναντίρρητα μεγαλύτερο προσόν τους είναι οι μελωδίες μιας συναρπαστικής μουσικής. Συχνά συναντούμε ξωτικά να δελεάζουν ανθρώπους στην ξωτικοχώρα, όταν αυτοί είναι δεξιοτέχνες μουσικοί και έπειτα να τους μυούν στους ξωτικούς ρυθμούς. Οι περισσότεροι όμορφοι παλιοί σκοποί της Ιρλανδίας, έχουν αντληθεί απ’ την ίδια την μουσική των ξωτικών που όπως λέγεται την κρυφάκουσε κάποιος κι έπειτα την τραγούδησε και σε άλλους.

Ιδιαιτέρως δημοφιλή στα ξωτικά είναι το κυνήγι, το ποδόσφαιρο και ο ακοντισμός, ενώ το κύριο σπιτικό παιχνίδι είναι το σκάκι, το οποίο χρησιμοποιούν συχνά για να νικούν τους θνητούς!
Αποδίδονται πολλές και ισχυρές δυνάμεις στα ξωτικά, όπως η ίαση, ο υπνωτισμός και η δημιουργία μιας ασπίδας προστασίας, μολαταύτα ως έκφραση είναι μάλλον λανθασμένη. Στην πραγματικότητα τα ξωτικά πάλλονται σε τόσο υψηλή συχνότητα ώστε να μην παραμένουν αρκετή ώρα στο ίδιο σημείο, με επακόλουθο να μην γίνονται ορατά. Ίσως οι άνθρωποι να διέκριναν ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα στον αέρα αν ήταν προσεκτικοί, αλλά δεν είναι. Ακόμη και τότε αποδίδουν αυτό το τρεμούλιασμα που μοιάζει με άχνισμα, στην εξάτμιση υδρατμών.

Παρά τούτο, υφίσταται η δυνατότητα να γίνουν ορατά στο ανθρώπινο μάτι είτε το επιθυμούν τα ίδια, είτε με διάφορα τεχνητά μέσα. Ένα απ’ τα γνωστότερα είναι το τετράφυλλο τριφύλλι καθώς και μια ξωτικοαλοιφή που φτιάχνεται από τετράφυλλα τριφύλλια και σκορπίζει τη πλάνη που ρίχνουν τα ξωτικά στις ανθρώπινες αισθήσεις. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι προικισμένοι με δεύτερη όραση, οι οποίοι και δύνανται να βλέπουν τα ξωτικά. Ας αναφέρουμε όμως τις προϋποθέσεις που πρέπει να επικρατήσουν για να γίνει επιτεύξιμη η θέαση των μαγικών αυτών όντων: η μέρα πρέπει να είναι πολύ ζεστή, να είμαστε λίγο νυσταγμένοι -όχι πολύ για να μπορέσουμε να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά- και τέλος να νιώθουμε κάπως “ξωτικοπαρμένοι”, όρος που πρέπει να αντιληφθούμε κυρίως νοερά.

Μία από τις συνηθισμένες τακτικές των ξωτικών, ήταν να απαγάγουν θνητά μωρά που ήταν αβάπτιστα και στη θέση τους να τοποθετούν ένα κομμάτι ξύλο πρόχειρα σκαλισμένο, ώστε να μοιάζει με παιδί και μάλιστα προικισμένο με πρόσκαιρη ζωή. Μόλις χάνονταν, το παιδί απέθνησκε και θαβόταν κανονικά το ξύλο. Συχνότερα το υποκατάστατο ήταν ένα γερασμένο, κρυμμένο ξωτικό ακατάλληλο πλέον για τη φυλή, αλλά πρόθυμο να περάσει μία εύκολη ζωή. Όταν υπήρχε υποψία τέτοιας αντικατάστασης βασάνιζαν το ξωτικό παιδί για να προτρέψουν τους γονείς του να το αλλάξουν και τοιουτοτρόπως χάθηκαν βασανιστικά πολλά μωρά απ’ αυτήν την αιτία, δεδομένου ότι και οι διάφορες νηπιακές ασθένειες, με τις οποίες δεν ήταν εξοικειωμένοι οι άνθρωποι, εκλαμβάνονταν ως ανταλλαγή των ξωτικών. Θεωρούνταν ότι έκλεβαν τα παιδιά συνηθέστερα για να πληρώσουν φόρο στο διάβολο, για να ενισχύσουν το ξωτικό απόθεμα ή απλά λόγω της ομορφιάς τους. Από την άλλη, πολλοί εμφανίσιμοι νέοι παρέμεναν ως εραστές των ξωτικών πριγκιπισσών. Μεγαλύτερη ζήτηση ομολογουμένως, είχαν οι γυναίκες είτε με την αρμοδιότητα της παραμάνας είτε ως σύζυγοι των ξωτικών ενώ ιδιαίτερη έλξη και θέλγητρο αποτελούσαν τα μακριά ξανθά μαλλιά.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η πίστη στα ξωτικά αποτελεί μια αυτόνομη παράδοση, που πραγματεύεται τη δυνατότητα των ανθρώπων να έχουν εμπειρία της νοημοσύνης της φύσης.

Ξωτικές Ιστορίες..
Πολλές φορές ακούμε ή διαβάζουμε για ανθρώπους που αίφνης εξαφανίζονται και ποτέ κανείς δεν μαθαίνει κάτι γι’ αυτούς. Ίσως έτσι απλά κάποιοι άνθρωποι να περνούν τις πύλες του ανεξήγητου και του μυστηρίου και να μην δύνανται να επιστρέψουν ποτέ για να διηγηθούν την ιστορία τους. Γι’ αυτό πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί όταν συναντάμε μπροστά μας ιστορίες ντυμένες με το πέπλο του μύθου, την ονειρική φορεσιά του παραμυθιού ή ακόμα την γοητεία μιας αληθινής διήγησης.
Υπάρχει μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Ιρλανδία και αναφέρεται σε έναν κύριο που μπαίνοντας σε κάποιο Bar, ακούει ένα κορίτσι να τραγουδάει ένα απαλό λυπητερό τραγούδι που δεν έχει ούτε λόγια ούτε μουσική. Μετά από έρευνα μαθαίνει πως το κορίτσι είχε ακούσει κάποτε την άρπα των ξωτικών. Αυτό συνεπάγεται πως έκτοτε χάνει όλες τις μνήμες της αγάπης και του μίσους, ξεχνάει τα πάντα και δεν έχει άλλο ήχο στα αυτιά της, εκτός απ’ την απαλή μελωδία της ξωτικής άρπας…
Κάποτε ένας χωρικός ακολουθώντας το κοπάδι του φτάνει σε μία σπηλιά κι εκεί συναντά μια εκθαμβωτικά όμορφη γυναίκα, η οποία του προσφέρει φαγητό και του ζητά να μείνει κοντά της ως κηπουρός. Τον οδηγεί μέσα από τη σπηλιά σ’ ένα πανέμορφο τόπο όπου και μένουν για κάποιες βδομάδες. Όταν τελικά νοσταλγεί το σπίτι του, τον αποχαιρετά καθώς τον βγάζει στην έξοδο. Περιέργως όμως όταν αυτός επιστρέφει στο τόπο του, όλα φαίνονται διαφορετικά. Κανείς απολύτως δεν τον αναγνωρίζει εκτός από μία γριά γυναίκα που πλησιάζοντας του είπε: “Που ήσουν; Σε ψάχνω εδώ και διακόσια χρόνια…!” Τον πήρε απαλά απ’ το χέρι και τον οδήγησε στον Κάτω κόσμο διότι η γριά ήταν ο ίδιος ο θάνατος!.

Τέλος, έχουμε την παράξενη εν τούτοις αληθινή ιστορία που κυκλοφόρησε μετά τα αποτρόπαια ευρήματα στο σπηλαιώδες σύμπλεγμα hal salfini, περί του 1900 και συγκλόνισε την κοινή γνώμη ανά τον κόσμο. Ανακαλύφτηκαν λοιπόν, κάποιες κατακόμβες και μέσα σε αυτές μια μάζα από συντρίμμια που όπως απεδείχθη, ήταν τα υπολείμματα 33.000 σκελετών, από ανθρώπους που είχαν θανατωθεί βίαια και μάλιστα…φαγωθεί! Η όλη κατασκευή με τις στοές, ύψους περίπου ενός μέτρου, είχε σχεδιαστεί για ανθρώπους που θα πρέπει να είχαν τις διαστάσεις νάνων. Και η παράδοξη ιστορία δεν λέει να σταματήσει εδώ! Μερικά χρόνια αργότερα, όταν οι κατακόμβες ανοίχτηκαν στο κοινό, μια ομάδα ερευνητών εξαφανίστηκε δίχως να αφήσει το παραμικρό ίχνος πίσω της! Η μαζική εξαφάνιση θεωρήθηκε αποτέλεσμα της κατάρρευσης κάποιας στοάς, παρά το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της επισταμένης έρευνας που διεξήχθη, δεν βρέθηκαν τα πτώματα τους. ‘Αδεται επίσης, αν και μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, πως για καιρό μετά το συμβάν, ακούγονταν οι φωνές και τα τραγούδια των ερευνητών από τα έγκατα της γης.

Επιλογικά.
Τα έθιμα και η λαϊκή μούσα επιμένουν ακόμη να βλέπουν τους “μαγικούς τύμβους” στην Ιρλανδία, ενώ υπάρχει η δοξασία ότι οι αόρατοι κάτοικοι τους θα πολεμήσουν στο πλευρό των ανθρώπων σε ένα δίκαιο αγώνα με λόγχες από γαλάζιες φλόγες και ολόλευκες ασπίδες. Οι μύθοι και οι θρύλοι είναι τόσο βαθιά ριζωμένοι στη ψυχή των ιρλανδών, ώστε ακόμη και αυτοί που ισχυρίζονται πως δεν τους πιστεύουν, δεν θα κόψουν το δέντρο κάτω από το οποίο, σύμφωνα με το θρύλο, βρίσκεται το σπίτι της νεράιδας, ούτε θα πειράξουν το βράχο κάτω από το οποίο ζουν τα ξωτικά.
Διότι υπάρχουν πολύ σημαντικές πληροφορίες μέσα σε αυτές τις ιστορίες κι όποιος μπει στο κόπο να τις αποκωδικοποιήσει μπορεί να ανακαλύψει θαυμαστούς κόσμους και παράξενες πραγματικότητες, που μπορεί να αγγίζουν τον κόσμο μας αλλά να μην ανήκουν σ’ αυτόν, να τον υπερβαίνουν.
Υπάρχει η ζωή μέσα σου κι είναι αυτή που σε κάνει να μεγαλώνεις, να κινείσαι, να σκέφτεσαι. Παρόλα αυτά δεν μπορείς να την δεις, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που οι περισσότεροι γνωρίζουν.
“Νύχτα αλαλάζουν ξωτικά,
ολέθρου σκοτεινοί προάγγελοι,
ο νους παγώνει
Ύστερα ενός καλοκαιριού
η χρυσωμένη αυγή
το μάτι κλείνει στη Μοίρα
και το νερό τα καταπίνει”
.
Richard Adams.
Επιλογικά, αν είναι αλήθεια αυτά που ισχυρίστηκε ο Sir James Barry, ο πασίγνωστος συγγραφέας του Πίτερ Παν, λέγοντας πως “κάθε φορά που ένα παιδί λέει πως δεν πιστεύει στις νεράιδες, μια μικρή νεράιδα κάπου στον κόσμο πέφτει νεκρή…” τότε αναμφίβολα θα υπάρχουν κάπου εκεί έξω νεράιδες και ξωτικά που θα χαίρονται την εύθραυστη ύπαρξη τους, για όσο καιρό η φαντασία θα αποτελεί τη ζώσα αρχή των ανθρώπων…

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013