Η εικόνα του μεταλλαγμένου ανθρώπου σε λύκο, ο οποίος τριγυρνά τις νύχτες με πανσέληνο και σκοτώνει, καθοδηγούμενος από την δίψα του για αίμα ανυπεράσπιστα θύματα κι όλα αυτά εξαιτίας των δυνάμεων του σκότους (sic), είναι η «χολυγουντιανή» έκδοση του Λυκάνθρωπου που φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην αρχική σημασία του συμβολισμού.
Στα αρχαία Ελληνικά μυστήρια και ιδίως σ’ εκείνα που είχαν τις ρίζες τους (ή τελούνταν) στην Αρκαδία, Λυκάνθρωποι αποκαλούνταν οι υψηλόβαθμοι μύστες που συμμετείχαν στις ηλιακές τελετές του αστέρα Σείριου, του αστερισμού του Κυνός (Σκύλου).
Σύμφωνα με την αρκαδική παράδοση που μας διασώζει ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» του, ο πρώτος Λυκάνθρωπος ήταν ο Λυκάων, γιος του Πελασγού και βασιλιάς της χώρας που ονομάστηκε από τον εγγονό του Αρκάδα σε Αρκαδία:
«…ο Λυκάων όμως έφερε πάνω στο βωμό του λύκαιου Δία ανθρώπινο βρέφος και θυσίασε το βρέφος για να βρέξει το βωμό με το αίμα. Λένε πως ο ίδιος ευθύς μετά την θυσία έγινε λύκος. προσωπικά δέχομαι ως αληθινή την παράδοση αυτή, γιατί υπάρχει από παλαιά στους αρκάδες και γιατί επί πλέον είναι εύλογη (…) Σ’ όλες τις εποχές συμβαίνει πολλά που πραγματικά έγιναν κι άλλα που ακόμα και τώρα γίνονται να τα κάνουν απίστευτα στους πολλούς εκείνοι που γύρω από ένα πυρήνα αληθείας δημιουργούν περίβλημα ψεύτικο. λένε δηλαδή πως μετά τον Λυκάονα πάντοτε όποιος θυσιάσει για τον λύκαιο Δία γίνεται λύκος, αλλά όχι για όλη του την ζωή. αν το καιρό που είναι λύκος δεν φάει ανθρώπινο κρέας, ξαναγίνεται άνθρωπος κατά το δέκατο έτος, άν όμως φάει, μένει για πάντα θηρίο» (Παυσανίας, «Αρκαδικά», VIII, 2, 3-3, 1).
Τα στοιχεία που μας δίνονται μέχρι στιγμής από το απόσπασμα αυτό είναι δύο: α) ότι μαρτυρείται ανθρωποθυσία σε προϊστορική εποχή, και β) ο τελών την θυσία αυτή βασιλιάς Λυκάων, τιμωρείται για την ύβρη του απέναντι στον Δία και μεταμορφώνεται σε λύκο. Βεβαίως, το ότι όλα συμβαίνουν κατά την διάρκεια τελετής από έναν βασιλέα αρχιερέα είναι το στοιχείο που μας αποκαλύπτει την μυητική διάσταση του πράγματος.
Έύλογα, όμως είναι και τα ερωτήματα που προκύπτουν: Γιατί, δηλαδή, ο ιερουργός – μύστης μεταμορφώνεται συγκεκριμένα σε λύκο (κι όχι σε κάποιο άλλο αγρίμι) και μάλιστα ύστερα από προσφορά που γίνεται επί του βωμού του λυκαίου Δία από ένα βασιλιά που ονομάζεται Λυκάων; Το συνθετικό «λυκ» που εμφανίζεται κυρίαρχο στην εξέλιξη του μύθου μέσα από ονόματα και επίθετα (και μόνο τυχαίο δεν είναι) ποια πληροφορία μας κωδικοποιεί;
Ας τα πάρουμε τα πράγματα, λοιπόν, με την σειρά. Ενώ βλέπουμε ότι σύμφωνα με την παράδοση η θυσία του βρέφους είναι αυτή που προκαλεί την μεταμόρφωση σε λύκο, στην συνέχεια αναφέρεται ότι αυτό μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε που θα θυσιάσει στον λύκαιο Δία, χωρίς βεβαίως να είναι ανάγκη να θυσιαστεί βρέφος, δηλαδή άνθρωπος.
Για την ακρίβεια, ο τελετουργικός φόνος ανθρώπου είναι αδιανόητος όπως προκύπτει και από το κείμενο, αφού σε άλλο σημείο ο Παυσανίας γράφει ότι ο σύγχρονος του Λυκάωνα, Κέκροπας, θέσπισε να προσφέρονται στον ίδιο θεό ως θυσία γλυκίσματα «που τα ονομάζουν πελάνους» και απαγόρεψε την θυσία εμβίων όντων. Αμφότεροι οι δύο βασιλείς κατά τον Παυσανία, επιθυμούσαν δε να θεσπίσουν τους σωστότερους τρόπους για να λατρεύονται οι θεοί.
Άρα, η αναφορά σε θυσία ανθρώπου και μάλιστα βρέφους εφ’ όσον ήταν αδιανόητη για τους λάτρεις του Διός όπως μαρτυρά και ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» και συγκεκριμένα στο σύγγραμα «Περί Δεισιδαιμονίας», προφανώς αποτελούσε την τρομερή φήμη που κρατούσε μακρυά τους βέβηλους από τις μυστηριώδης τελετές των «Λύκων της Αρκαδίας».
Η όλη ιστορία της ανθρωποθυσίας πρέπει να έχει τις ρίζες της στην εποχή που ο Κρόνος ήταν οικουμενικός άρχοντας αφού, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η Κρόνια λατρεία ήταν εκείνη που απαιτούσε ανθρωποθυσίες. Μάλιστα τόσο από τον Πλούταχο όσο και από τον Απίωνα πληροφορούμαστε ότι ανθρωποθυσίες τελούσαν οι Φοίνικες και οι Ιουδαίοι, μάλιστα οι λαοί αυτοί λάτρευαν τον Κρόνο, τον Τυφώνα (Σέτ ή Σεθ) και τους υπόλοιπους Τιτάνες, αντίθετα με τους Έλληνες που απέδιδαν τιμές τους Ολύμπιους.
Είπαμε, λοιπόν, ότι το μυστικό κρύβεται στο συνθετικό «λυκ». Ανατρέχοντας στο λεξικό «Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Ι. Σταματάκου», και στο λήμα «ΛΥ΄ΚΗ», διαβάζουμε:
«ΛΥ΄ΚΗ (=φως), απηρχαιωμένη λέξις, εξ ης τα: λυκάβας, λυκόφως, λύχνος, λύγδος λευκός, λατ. Luceo, luna (luc-na), lux κλπ. ».
Βλέπουμε, ότι η σημασία του «λυκ» είναι εκείνη του φωτός και μάλιστα του ηλιακού ή αστρικού. Έτσι, ο αστέρας Σείριος που ονομαζόταν και Εωσφόρος στα λατινικά θα πάρει το όνομα «Lucifer» για να καταλήξει να θεωρείται από τους Χριστιανούς ο «έκπτωτος Άγγελος» που αντιμάχεται τον θεό τους.
Βεβαίως, τώρα μπορούμε να αρχίσουμε σιγά σιγά να αποκωδικοποιούμε τους αρκαδικούς συμβολισμούς. Έτσι, ο Λυκάνθρωπος σημαίνει και ο «φωτεινός άνθρωπος», εκείνος που φέρει την μύηση του αστέρα Σείριου. Ως σύμβολο, υιοθετείται ο άγριος σκύλος, ο λύκος. Ας μην λησμονούμε εξάλλου ότι ο Σείριος ήταν ο σκύλος του Ωρίωνα όπως μαρτυρεί και ο Όμηρος:
«εκείνον που κύνα του Ωρίωνος αποκαλούν» (Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Χ, στίχος 30).
Αλλά και η ονομασία Αρκαδία, καθόλου τυχαία δεν είναι. Το συνθετικό «αρκ» στα σανσκριτικά έχει την σημασία του «φωτεινού, του φέροντος το φως του ηλίου». Το «αρκ» γίνεται και «αργ», ρίζα στις λέξεις άργυρος, αργοναύτες, Αργώ, Άργος κ.α. Ο άργυρος έχει απόλυτη σχέση με τον Σείριο διότι το χρώμα του αστέρα αυτού είναι το αργυρό, λευκό. Όμως, όπως μας πληροφορεί το λεξικό «Σταματάκου» η λέξη «λευκός» παράγεται από το «λύκη». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η παράδοση αυτή είναι ένας κύκλος κωδικοποιημένων εννοιών που μόνο μέσα από την ελληνική γλώσσα και την αστρονομία μπορούμε να συμπληρώσουμε το «παζλ».
Γιατί, όμως, ο Σείριος έχει ως σύμβολο του τον σκύλο και γιατί ονομάστηκε Αστερισμός του Μεγάλου Κυνός; Την απάντηση δίνει ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος στο γνωστό έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»:
«… έχει ο Άνουβις τέτοια δύναμη όση η Εκάτη στους Έλληνες… (…) Για τούτο, καθώς γεννά τα πάντα από μόνος του και κυοφορεί (κύων) επονομάζεται σκύλος (κύων)» (368 E&F).
Ενώ μερικές αράδες παρακάτω, ο Πλούταρχος επαναλαμβάνει:
«Το όνομα τούτο σημαίνει την εγκυμοσύνη ή την κυοφορία. Για τούτο με παραφθορά του ονόματος «κύων» ονόμασαν το άστρο που θεωρούσαν χαρακτηριστικό της Ίσιδος» (375 D).
Ο Πλούταρχος εξηγεί ότι ο κώδικας έχει να κάνει με παρετυμολογία της λέξης «κύων», αφού ο ίδιος θεωρεί τον Σείριο μία ουράνια μήτρα, μία παρθένα Μεγάλη Θεά που κυοφορεί από μόνη της και οι Αιγύπτιοι έβλεπαν στο πρόσωπο της την Ίσιδα οι δε Έλληνες την Αθηνά. Γι’ αυτό τον λόγο εξάλλου, στον Παρθενώνα της Αθήνας στις 24 Ιουλίου, ημερομηνία όπου εορταζόταν η γέννηση της θεάς Αθηνάς, ο Σείριος ευθυγραμμίζεται με τον σηκό του ναού.
Στην Αρκαδία όπου οι αρχαίες παραδόσεις διατηρούνταν στο ακέραιο, οι μύστες προφανώς έφεραν τομάρια λύκων συμβολικά για να τονίσουν την ηλιακή σημασία των τελετών που πρωτοστατούσαν. Οι αμύητοι τους έβλεπαν ως ανθρώπους – λύκους αγνοώντας φυσικά την ουσιαστική σημασία της αμφίεσης τους. Όπως και ο ιεροφάντης της Ελευσίνας φορούσε τομάρι Κριού, διότι ο Κριός ήταν ένα άλλο ηλιακό σύμβολο κατά την ζωδιακή εποχή του οποίου, ο Ήλιος ήταν στον Κριό. Αναλόγως παλαιότερα, κατά την αστρολογική εποχή του Ταύρου έχουμε τον αρχιερέα Μινώταυρο που μυεί εντός του λαβυρίνθου της Κνωσσού.
Επίσης, σημαντική είναι η εμπλοκή στην όλη ιστορία του Ανούβεως και της Εκάτης που σε πολλές παραστάσεις ήταν σκυλόμορφη. Ο Άνουβις δε ήταν ο κατεξοχήν σκυλόμορφος θεός των Αιγυπτίων. Η αιγυπτιακή θρησκεία, όμως, σύμφωνα με τον Πλούταρχο στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» ήταν ελληνικής καταγωγής, πράγμα που ομολογεί και ο Ορφέας στα «Αργοναυτικά» του όπου ισχυρίζεται ότι εκείνος δίδαξε τα ιερά μυστήρια στους Αιγυπτίους.
Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι η σειριακή αιγυπτιακή θρησκεία εδώθη στους Αιγυπτίους από τους προκατακλυσμιαίους Έλληνες, πράγμα που προκύπτει και από τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, από τα «Αιγυπτιακά» του Μανέθωνος αλλά και από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη.
Η επιβεβαίωση για την σχέση Σείριου και Κυνοκέφαλων μας δίνεται όμως, στο παρακάτω απόσπασμα από την "Αληθινή Ιστορία" του Λουκιανού, εκεί που περιγράφει τα στρατεύματα των συμμάχων του Ήλιου:
"Κοντά τους ήσαν οι Κυνοβάλανοι, που τους στείλανε στον Φαέθωνα οι κάτοικοι του Σείριου, κι' ήσαν κι' αυτοί πέντε χιλιάδες άντρες σκυλομούρηδες, που πολεμούσαν καθισμένοι επάνω σε φτερωτά βελανίδια" (Λουκιανός, "Αληθινή Ιστορία", Α 83).
Από την άλλη ο Ηρόδοτος αναφέρει μία φυλή Σκυθών, τους Νευρούς οι οποίοι είχαν ανάλογες τελετές:
«Αυτοί είναι ίσως οι Νευροί που είναι μάγοι και αυτό γιατί και οι Σκύθες και οι Έλληνες που ζουν στη Σκυθία λένε ότι μία φορά τον χρόνο, κάθε Νευρός γίνεται λύκος και αφού παραμένει έτσι για λίγες μέρες, επιστρέφει στην αρχική του μορφή». («Μελπομένη», Βιβλίο Δ΄, 105).
Η διευκρίνηση του Ηροδότου ότι οι Νευροί ήταν μάγοι, μας κάνει να υποψιαστούμε ότι μάλλον αποτελούσαν ιερατική κάστα που γνώριζε και διατηρούσε μέσα από ανάλογο τελετουργικό, την ίδια μυητική παράδοση.
Την λυκανθρωπική παράδοση και την λατρεία των Κυνοκέφαλων θεών δεν μπόρεσε ούτε ο Χριστιανισμός να σβήσει. Έτσι, κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της νέας θρησκείας, και επί του αυτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) ένας νεοφώτιστος Χριστιανός ο Ρεπροβέ, ανακηρύχτηκε άγιος σκυλοκέφαλος! Σύμφωνα με τον «Μεγάλο Συναξαριστή της Ορθ. Εκκλησίας» ο άγιος αυτός που ονομάστηκε αργότερα Χριστοφόρος ήταν ένας λυκάνθρωπος:
«Τότε λοιπόν, κόμης τις του Βασιλέως, ενώ επολέμει κατ’ άλλων εθνών συνάντησε εις τον πόλεμον τον θείον τούτον Χριστοφόρον, όστις κατήγετο από φυλήν κυνοπροσώπων και τον ηχμαλώτισεν».
Ο «Συναξαριστής» τον περιγράφει ως εξής:
«Οι οδόντες του εξέρχονται έξω του στόματος του, ως του χοίρου, η δε κεφαλή του είναι ως του σκύλου…».
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι Χριστιανοί «πατέρες» προσπαθώντας να βρουν υποκατάστατο του Ανούβεως και εν γένει της σειριακής παράδοσης συνέθεσαν στοιχεία από προγενέστερες παραδόσεις για να δημιουργήσουν τον σκυλοκέφαλο άγιο. Έτσι, η φυλή του Ηροδότου που μεταλλάσσεται σε λύκους, γίνεται η γενιά από την οποία κατάγεται ο Ρεπροβέ (Χριστοφόρος). Ο μύθος του μαρτυρίου του «ντύνεται» με χαρακτηριστικές περιγραφές της σκυλομορφίας του, ενώ οι αγιογράφοι τον παριστάνουν ως έναν Χριστιανό Άνουβι. Όλα αυτά μας φωτίζουν μία ακόμη άγνωστη πτυχή των οδών εκχριστιανισμού που ακολουθήθηκαν προς τις λαϊκές μάζες οι οποίες δεν έδειχναν διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τους αρχαίους θεούς αλλά και τα σύμβολα τους. Στον εν λόγω άγιο, ο Χριστιανισμός έβαλε παραπάνω νερό στο κρασί του απ’ όσο συνήθιζε. Εδώ δεν ήταν αρκετό απλά να αγιοποιηθεί ένας δημοφιλής θεός, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον Άγιο Βάκχο. Εδώ έπρεπε να υιοθετηθεί και η παράσταση του συμβόλου. Έτσι, μέχρι σήμερα, το σύμβολο του λυκάνθρωπου επιβιώνει στις αγιογραφίες ορθοδόξων ναών με τον σκυλόμορφο Άγιο Χριστοφόρο.
Του Στέφανου Μυτιληναίου