Ο θρύλος του Αιγαίου

Όλες οι ιστορίες υπάρχουν για κάποιο λόγο και γεννήθηκαν από κάποια αιτία. “δεν έχει σημασία ποιος τις λέει αλλά ο τρόπος που τις διηγείται.” S.King

Σε κάποιο χωριό του βόρειου Αιγαίου… 50 χρόνια πριν. Την εποχή που κυριαρχούσε ο τρόμος, η προδοσία, η πείνα. Η αρχή της εξέγερσης ενάντια σε εκείνους που θέλησαν να κατακτήσουν ό, τι ποτέ δεν ήταν δικό τους. Η εποχή των Ανταρτών, των ηρώων, των κλεφτών, όπως τους αποκαλούσαν εκείνοι που απειλούνταν από τις επιθέσεις τους.

Σ’ εκείνο το χωριό, υπήρχε ένας άνδρας, ας πούμε ότι εκείνον τον άνδρα τον έλεγαν Γιώργο. Ο Γιώργος είχε στο κέντρο του χωριού ένα καφενέ. Κανένας δεν τον εμπιστευόταν γιατί όταν έπεφτε η νύχτα φορούσε την μαύρη κουκούλα του ρουφιάνου και την επόμενη μέρα οικογένειες θρηνούσαν, ενώ οι φυλακές γέμιζαν από δήθεν κομουνιστές. Όμως όλοι πήγαιναν στο καφενείο του από φόβο, μήπως και ήθελε να τους εκδικηθεί, όπως και το έκανε, αν δεν πήγαιναν στο δικό του μαγαζί.

Το μόνο καλό του, ήταν ότι κάποιες στιγμές το σούρουπο έπαιρνε το κλαρίνο του κι έπαιζε δικούς του σκοπούς, τόσο όμορφα που όταν τον άκουγαν οι συγχωριανοί του ξεχνούσαν τις αδικίες που έκανε και το κρυφό τους μίσος.

Μια μέρα, οι χωροφύλακες έφεραν στο χωριό ένα φορτηγό που στην καρότσα του ήταν στοιβαγμένοι σαν ζώα Αντάρτες που τους είχαν πιάσει να πολεμούν στα βουνά. Κι ανάμεσά τους ένας καλόγερος, με γόνατο τσακισμένο από τα πολλά χτυπήματα, που ακόμα κι έτσι βάσταγε την παλικαρίσια όψη του για να μην δώσει χαρά σε αυτούς που τον έπιασαν. Τους ‘φεραν στο χωριό για παραδειγματισμό. Για να μην τολμήσει κανείς άλλος να φύγει για τα βουνά και να πολεμήσει. Μαζεύτηκε το χωριό ολάκερο κι όλοι κοιτούσαν μουδιασμένοι τους Αντάρτες, τους ήρωες, τους κλέφτες… μα πιότερο κοιτούσαν τον καλόγερο με το χαλασμένο πόδι. Κι ο Γιώργος τον πλησίασε και τον κοίταξε με μίσος. Τον έφτυσε κι άρχισε, χωρίς λόγο, το πόδι το χαλασμένο με λύσσα να κλωτσάει.

Ο καλόγερος διπλώθηκε και οι σπαραγμοί του ακούγονταν σαν ζώου που σφαδάζει, εκείνος όμως συνέχισε κι όλοι έβλεπαν την ευχαρίστηση του Γιώργου σε κάθε κλωτσιά και χτύπημα. Άλλος λόγος δεν βγήκε από το στόμα του καλόγερου παρά μονάχα μια κατάρα:

- Καταραμένος να ‘σαι! Στους δρόμους να περπατάς και μετά τον θάνατο.

Ο χωροφύλακας πυροβόλησε τον καλόγερο στο κεφάλι. Κι όλοι ανατρίχιασαν γιατί ήξεραν τις ιστορίες για τους βρικολακιασμένους που βρίσκονταν στο Ενετικό και κανένας ψαράς δεν πλησίαζε εκείνο το νησί, ακόμη και στη πιο φοβερή φουρτούνα, επειδή οι πεθαμένοι ακόμα εκεί περπατούν αλλά φοβούνται τα νερά και από ‘κεί δεν μπορούν να φύγουν.

Ένα δύο χρόνια πέρασαν. Αλλά τίποτα στο χωριό δεν είχε αλλάξει. Είχε πια αποκτήσει αποθήκες με τρόφιμα και το μίσος των συγχωριανών του πλέον δεν μπορούσε να περιγραφτεί. Πωλούσε τα πάντα στη πενταπλάσια τιμή και κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα, γιατί όταν η φαμίλια σου πεινάει δεν χωράνε πολλές κουβέντες κι εκείνος δεν ήταν για πολλά παζάρια.

Ο ιερέας του χωριού, ας πούμε ότι τον έλεγαν παπα-Μιχάλη, ακόμα και σήμερα όσοι από τους παλιούς ζούνε ακόμη και τον θυμούνται, μιλούν για έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη. Για τον αφανή ήρωα που πάντα με διακριτικότητα έτρεχε να συμπαρασταθεί σε όσους ήξερε ότι είχαν ανάγκη. Κι όσα χρήματα έπαιρνε από τον μισθό του, παρόλο που κι ο ίδιος είχε οικογένεια, έπαιρνε τρόφιμα και τα άφηνε σε αυτούς που δεν είχαν τίποτα. Ήταν πρώτα πατέρας, φίλος, αδελφός κι μετά ιερέας.

Ένα μεσημέρι είχε πάρει λίγο στάρι να αλέσει από αυτό που θέριζε μόνος του από τα λιγοστά χωράφια του. Ο Γιώργος τον κατηγόρησε ότι το είχε κλέψει από τη δική του αποθήκη. Πάνω στη λογομαχία που είχαν ο Γιώργος έσπρωξε τον παπα-Μιχάλη κι εκείνος εκτός εαυτού τον καταράστηκε.

Την ίδια χρονιά ο Γιώργος χτύπησε σε σκουριασμένο καρφί το χέρι του και από το κτύπημα είχε σχεδόν χάσει τα λογικά του. Επιτιθόταν σε όσους αγαπούσε περισσότερο, στην γυναίκα και στο μικρό γιο του. Όλοι παρακαλούσαν τον θάνατο να έρθει να απαλλάξει κι εκείνον και την οικογένεια του. Μέσα στην ίδια χρονιά πέθανε.

Δεν είχαν περάσει τρία μερόνυχτα από την ταφή του κι άρχισαν οι πρώτοι διστακτικοί ψίθυροι. Πρώτα από τον αλαφροΐσκιωτο του χωριού. Όλοι το γύρισαν στο καλαμπούρι.

- Βρικόλακες; Τι λες, βρε χαϊβάνι, Παναγή; Δεν υπάρχουν πια τέτοια πλάσματα!

- Μα αφού τον είδα σας λέω! Στο σταυρό που σας κάνω! Καθότανε όπως πάντοτε, εκεί να πέρα, όξω από τον καφενέ του. Ίδιος κι απαράλλακτος με το φέσι του. Μα τα μάτια του… Παναγιά μου, τα μάτια του! Γουρλωτά! Κόκκινα σαν αίμα!

Ένιωσαν ένα παγωμένο χέρι να ανεβαίνει στον αυχένα τους κι το στομάχι τους να βράζει. Μια ακόμη καρπαζιά για τον μπεκρή τρελό-Παναγή που ποτέ δεν ξέρει τι λέει και χάχανα υστερικά από το φόβο. Μα εκείνος ήξερε πως κατά βάθος όλοι γνώριζαν το δίκιο του και δεν ξανάπε τίποτα. Απόφευγε το δρόμο για τον καφενέ του Γιώργη όπως και το τρίστρατο για το πατρικό του.

Οι μέρες περνούσαν κι οι ιστορίες κάλπαζαν από στόμα σε στόμα. Τα παιδιά κρυφάκουγαν με στόματα ορθάνοιχτα τους μεγάλους όταν τα έβαζαν να πλαγιάσουν το βράδυ, να συζητούν με πνιχτές φωνές τα βράδια για τον Γιώργη τον βρικολακιασμένο που κάνει περαντζάδες στις στράτες του χωριού. Συζητούσαν μεταξύ τους στο σχολειό για τα φοβερά εκείνα πράματα και πετάγονταν ιδρωμένα κάθε φορά που η νύχτα τα έπαιρνε στους δρόμους από το παιχνίδι.

Ένα βράδυ είχε μείνει στο χωριό ο δάσκαλος για να διορθώσει κάποια γραπτά. Είχε κάτσει μέσα σε μία αίθουσα και κόντευε να τα τελειώσει. Όταν ετοιμαζόταν πια να φύγει, είδε κάποιον να στέκεται στην πόρτα της αίθουσας.

- Καλησπέρα σας!

Απόκριση δεν πήρε. Μίλησε δύο τρεις φορές ακόμη, επειδή νόμιζε ότι δεν ακούστηκε λόγω της αίθουσας που ήταν πολύ μεγάλη. Ο άνθρωπος τον πλησίασε και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά άσπρισε σαν σάβανο αντικρίζοντας τα γουρλωτά, κόκκινα σαν το αίμα μάτια του. Έντρομος ούρλιαξε και πετάχτηκε φωνάζοντας ακόμα από την είσοδο του σχολείου. Την επόμενη μέρα οι τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού δεν είχαν πια δάσκαλο.

Τις επόμενες νύχτες τον είδαν κι άλλοι χωριανοί. Κανείς δεν κυκλοφορούσε πλέον μετά τη δύση του ηλίου. Είχαν πάψει οι επισκέψεις και οι βραδινές βεγγέρες που μικροί και μεγάλοι διασκέδαζαν, καλαμπούριζαν και γέμιζαν με γέλια και τραγούδια τις νυχτιές. Δεν πήγαινε άλλο πια! Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι. Κι αυτός ο κάποιος ήταν ο παπα-Μιχάλης.

Σαράντα νύχτες κράτησαν τα τρισάγια για τον εξορκισμό του νεκρού. Κανείς δεν ξαναείδε πια τον Γιώργη μετά την τεσσαρακοστή πρώτη νύχτα. Ούτε τον παπα-Μιχάλη, τον πατέρα, τον αδελφό, τον φίλο. Πέθανε αμέσως μετά από το τελευταίο τρισάγιο.

alitoteam

Delete this element to display blogger navbar

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
Powered by alito v2 2013