Να λοιπόν μία ακόμα ιστορία που μου αφηγήθηκε η γιαγιά μου, την οποία
γιαγιά θα έπρεπε να γνωρίσει πιστεύω ο οιοσδήποτε έχει ενδιαφέρον να
ακούσει μερικές καλές ιστορίες φαντασμάτων.
Η ιστορία αυτή έλαβε χώρα επίσης την δεκαετία του τριάντα στο χωριό μου. Εκεί έμενε τότε ο Μ. (παραλείπω το κανονικό όνομα του), ο οποίος τότε ήταν νέος και αγαπούσε πολύ τα ζώα του και ιδιαίτερα τα δυο του άλογα.
Τα άλογα αυτά τα χρησιμοποιούσε στις αγροτικές του εργασίες και ήταν συνήθειο να τα βγάζουν τα βράδια στα λιβάδια όπου τα έδεναν εκεί και αυτά βόσκανε, κοιμόντουσαν και δεν ξέρω τι άλλο κάνανε. Ένα βράδυ του καλοκαιριού λοιπόν είχε βγάλει αυτός τα δύο ζώα του και τα είχε δέσει σε μια περιοχή έξω από το χωριό επονομαζόμενη
"Καλογερότρυπες" λόγω του ότι εκεί είχε κάτι μικρές σπηλιές από άργιλο στις οποίες φέρετε να κατοικούσαν ερημίτες μοναχοί τα χρόνια τα παλιά, αν και αν κρίνει κανείς από αυτό που συνέβη στον δύστυχο Μ. και διαολότρυπες να ονομαζόταν η τοποθεσία θα της έπεφτε το όνομα γάντι.
Να σημειώσω εδώ ότι ο συγκεκριμένος ο Μ. ήταν ένας μέγας άπιστος που δεν πίστευε ούτε σε θεούς, ούτε σε δαιμόνους, ούτε και σε φαντάσματα, ήταν από τους λίγους τότε κομμουνιστές του χωριού. Πάει λοιπόν τα άλογα στην τοποθεσία αυτή, τα δένει, αράζει κι αυτός από δίπλα τους και τον παίρνει ο ύπνος.
Πριν κοιμηθεί είχε δει να περνάνε από κει και άλλοι χωριανοί, φίλοι του που πήγαιναν κι αυτοί τα ζώα τους λίγο παρακάτω. Και κοιμάται λοιπόν. Οπότε σε κάποια φάση μέσα στη βαθειά νύχτα ξυπνάει νοιώθοντας, για να το εκφράσω κατάλληλα να τον σπάνε στο ξύλο. Δεν μπορεί να κουνηθεί, νοιώθει παράλυτος και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανοίξει τα μάτια για να δει, στο φως του φεγγαριού, δυο φοβερές γυναίκες πανύψηλες και με απαίσιο μορφασμό στο πρόσωπό τους να τον δέρνουν αλύπητα. Βεβαίως όσο έβλεπε αυτό που έβλεπε και που καλύτερα να μην το έβλεπε, ένοιωθε και τις μπούφλες που πέφτανε στο δύστυχο κορμί του. Τον είχανε σαπίσει!
Τελικά αφού του ρίξανε ένα βρωμόξυλο, χαθήκανε με μιας και αυτός ένιωσε ότι μπορούσε και πάλι να κινήσει τα μέλη του. Κινήσει τρόπος του λέγειν γιατί από το ξύλο που έφαγε δεν θα πρέπει να ήταν και στην καλύτερη κατάσταση για μετακινήσεις.
Σηκώνεται κουτσά στραβά και πηγαίνει να συναντήσει τους συγχωριανούς του. Τους βρίσκει και τους λέει την ιστορία του. Αυτοί δεν ξέρουν τι να πουν. άντε να πιστέψεις τώρα μια τέτοια παράλογη ιστορία. Και όμως οι ξυλιές φαίνονταν καθαρά πάνω στο σώμα του. Και από μπρος και από πίσω είχε σημάδια σαν να τον είχαν δείρει με ραβδιές. Ένας φίλος τον ρώτησε μήπως τον χτύπησαν τίποτα αλήτες και ντρεπόταν να το πεί (δεδομένου ότι ο Μ. ήταν ψηλός και πολύ γεροδεμένος) και έφτιαχνε αυτή την ιστορία για ξεκάρφωμα. Αυτός τότε τους ρώτησε πώς ήταν δυνατό να γίνει τέτοιος καυγάς χωρίς να τον ακούσουν αυτοί που είχαν δέσει τα ζώα τους και κοιμούνταν λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω και κυρίως πώς και δεν άκουσαν τα άλογά του να χλιμιντρίζουν δεδομένου ότι τα ζώα θα είχαν ταραχτεί βέβαια από έναν καυγά και θα εκδηλώνονταν. Και πράγματι, ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα, ούτε τα δύο άλογα είχαν εκδηλώσει την παραμικρή ταραχή όση ώρα ο αφέντης τους απολάμβανε το σε αυτόν αφιερωμένο μπερντάχι.
Έκτοτε η ιστορία έγινε γνωστή στο χωριό και πολύς κόσμος είδε τα σημάδια στο κορμί του Μ. Ο ίδιος δεν έχανε την ευκαιρία να αφηγηθεί τη φοβερή του περιπέτεια, τονίζοντας πάντα το συμπέρασμά του ότι επρόκειτο περί ξωτικών. Να και πώς τις περιέγραφε: ψηλές, όπως είπαμε, με άσχημη έκφραση, μακριά μαλλιά και το κορμί τους ντυμένο με πολύ φαρδιά άσπρα φορέματα που ήταν ριγμένα πάνω τους σαν τσουβάλια. Όσο για την συγκεκριμένη περιοχή που του συνέβη το περιστατικό, τις
"Καλογερότρυπες", εννοείται ότι δεν επεδίωξε να την ξαναδεί ποτέ, ούτε ζωγραφιστή που λέει ο λόγος.
Χάμπος
Πηγή
Η ιστορία αυτή έλαβε χώρα επίσης την δεκαετία του τριάντα στο χωριό μου. Εκεί έμενε τότε ο Μ. (παραλείπω το κανονικό όνομα του), ο οποίος τότε ήταν νέος και αγαπούσε πολύ τα ζώα του και ιδιαίτερα τα δυο του άλογα.
Τα άλογα αυτά τα χρησιμοποιούσε στις αγροτικές του εργασίες και ήταν συνήθειο να τα βγάζουν τα βράδια στα λιβάδια όπου τα έδεναν εκεί και αυτά βόσκανε, κοιμόντουσαν και δεν ξέρω τι άλλο κάνανε. Ένα βράδυ του καλοκαιριού λοιπόν είχε βγάλει αυτός τα δύο ζώα του και τα είχε δέσει σε μια περιοχή έξω από το χωριό επονομαζόμενη
"Καλογερότρυπες" λόγω του ότι εκεί είχε κάτι μικρές σπηλιές από άργιλο στις οποίες φέρετε να κατοικούσαν ερημίτες μοναχοί τα χρόνια τα παλιά, αν και αν κρίνει κανείς από αυτό που συνέβη στον δύστυχο Μ. και διαολότρυπες να ονομαζόταν η τοποθεσία θα της έπεφτε το όνομα γάντι.
Να σημειώσω εδώ ότι ο συγκεκριμένος ο Μ. ήταν ένας μέγας άπιστος που δεν πίστευε ούτε σε θεούς, ούτε σε δαιμόνους, ούτε και σε φαντάσματα, ήταν από τους λίγους τότε κομμουνιστές του χωριού. Πάει λοιπόν τα άλογα στην τοποθεσία αυτή, τα δένει, αράζει κι αυτός από δίπλα τους και τον παίρνει ο ύπνος.
Πριν κοιμηθεί είχε δει να περνάνε από κει και άλλοι χωριανοί, φίλοι του που πήγαιναν κι αυτοί τα ζώα τους λίγο παρακάτω. Και κοιμάται λοιπόν. Οπότε σε κάποια φάση μέσα στη βαθειά νύχτα ξυπνάει νοιώθοντας, για να το εκφράσω κατάλληλα να τον σπάνε στο ξύλο. Δεν μπορεί να κουνηθεί, νοιώθει παράλυτος και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανοίξει τα μάτια για να δει, στο φως του φεγγαριού, δυο φοβερές γυναίκες πανύψηλες και με απαίσιο μορφασμό στο πρόσωπό τους να τον δέρνουν αλύπητα. Βεβαίως όσο έβλεπε αυτό που έβλεπε και που καλύτερα να μην το έβλεπε, ένοιωθε και τις μπούφλες που πέφτανε στο δύστυχο κορμί του. Τον είχανε σαπίσει!
Τελικά αφού του ρίξανε ένα βρωμόξυλο, χαθήκανε με μιας και αυτός ένιωσε ότι μπορούσε και πάλι να κινήσει τα μέλη του. Κινήσει τρόπος του λέγειν γιατί από το ξύλο που έφαγε δεν θα πρέπει να ήταν και στην καλύτερη κατάσταση για μετακινήσεις.
Σηκώνεται κουτσά στραβά και πηγαίνει να συναντήσει τους συγχωριανούς του. Τους βρίσκει και τους λέει την ιστορία του. Αυτοί δεν ξέρουν τι να πουν. άντε να πιστέψεις τώρα μια τέτοια παράλογη ιστορία. Και όμως οι ξυλιές φαίνονταν καθαρά πάνω στο σώμα του. Και από μπρος και από πίσω είχε σημάδια σαν να τον είχαν δείρει με ραβδιές. Ένας φίλος τον ρώτησε μήπως τον χτύπησαν τίποτα αλήτες και ντρεπόταν να το πεί (δεδομένου ότι ο Μ. ήταν ψηλός και πολύ γεροδεμένος) και έφτιαχνε αυτή την ιστορία για ξεκάρφωμα. Αυτός τότε τους ρώτησε πώς ήταν δυνατό να γίνει τέτοιος καυγάς χωρίς να τον ακούσουν αυτοί που είχαν δέσει τα ζώα τους και κοιμούνταν λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω και κυρίως πώς και δεν άκουσαν τα άλογά του να χλιμιντρίζουν δεδομένου ότι τα ζώα θα είχαν ταραχτεί βέβαια από έναν καυγά και θα εκδηλώνονταν. Και πράγματι, ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα, ούτε τα δύο άλογα είχαν εκδηλώσει την παραμικρή ταραχή όση ώρα ο αφέντης τους απολάμβανε το σε αυτόν αφιερωμένο μπερντάχι.
Έκτοτε η ιστορία έγινε γνωστή στο χωριό και πολύς κόσμος είδε τα σημάδια στο κορμί του Μ. Ο ίδιος δεν έχανε την ευκαιρία να αφηγηθεί τη φοβερή του περιπέτεια, τονίζοντας πάντα το συμπέρασμά του ότι επρόκειτο περί ξωτικών. Να και πώς τις περιέγραφε: ψηλές, όπως είπαμε, με άσχημη έκφραση, μακριά μαλλιά και το κορμί τους ντυμένο με πολύ φαρδιά άσπρα φορέματα που ήταν ριγμένα πάνω τους σαν τσουβάλια. Όσο για την συγκεκριμένη περιοχή που του συνέβη το περιστατικό, τις
"Καλογερότρυπες", εννοείται ότι δεν επεδίωξε να την ξαναδεί ποτέ, ούτε ζωγραφιστή που λέει ο λόγος.
Χάμπος
Πηγή